O Λ. Κορομηλάς σε επιστολή του της 15 Ιανουαρίου 1905 προς το Υπουργείο των Εξωτερικών έγραφε: «[…] Η επεταθείσα δριμύτης του πρωτοφανούς τούτου εν Μακεδονία χειμώνος αναγκάζει ημάς εις πλήρη αδράνειαν. Οι πλείστοι των ανδρών υπέφεραν δεινώς. Εδέησε να διπλασιάσωμεν τον ιματισμόν, παρά δε τούτο πολλοί ησθένησαν. Τα σώματα κατέφυγον εις τα ολίγιστα χωρία, όπου δύνανται να κρυβώσι. Και οι Βούλγαροι ακινητούσιν […] Το κακόν είναι ότι η ατμοσφαιρική αύτη κατάστασις ημπόδισε και αυτήν την εισαγωγήν των παρασχεθεισών μοι 1000 όπλων και φυσιγγίων […] Εν Ρουμλουκίω το υφιστάμενον σώμα [μάλλον πρόκειται για την ενωμένη δύναμη των: Τζόλα Περήφανου Θεοχάρη Κούγκα και Γκόνου Γιώτα,] είναι ικανόν ως έχει να ενεργήση και κατά την άνοιξιν. […] Εν Ολύμπω προσπαθώ - το πράγμα είναι δυσχερέστατον διότι οι άνδρες είναι φιλάρπαγες και φιλοχρήματοι [ως παλιοί κλέφτες] - να καταρτισθή σώμα, όπερ θα δράση κατά των περί την Βέροιαν ρουμανιζόντων μέχρι Ναούσης αφ’ ενός και μέχρι Γκόλο-Σέλο αφ’ ετέρου. Το σώμα Ναούσης ανασυνιστάμενον και ενισχυόμενον θα δράση μέχρι Γιαννιτσών. […] Προσπάθησα να καταβιβάσω από τούδε τον μισθόν των ανδρών εις δύο λίρας αλλ’ απαντώ μεγίστας δυσκολίας, διότι αληθώς δεν αρκούσιν αι δύο λίραι […]».
Τα πρώτα σώματα αντιμετώπιζαν πολλές αδυναμίες, οπότε γρήγορα το προξενείο δεν ευνοούσε πλέον τον σχηματισμό σωμάτων από πρώην οπλαρχηγούς, ληστές και κλέφτες. Η οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα τέθηκε σε νέες βάσεις στις αρχές του 1905 με την κάθοδο του Κώστα Μαζαράκη (μαζί με τους Μωραΐτη και Σπυρομήλιο) στην Αθήνα και με την υποβολή εκ μέρους του προς την ελληνική κυβέρνηση γενικού σχεδίου του ελληνικού προξενείου της Θεσσαλονίκης, που αφορούσε ολόκληρο το μακεδονικό χώρο. Στις αρχές του 1905 ο Κ. Μαζαράκης υπέβαλε έκθεση δράσης προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Με βάση το παραπάνω σχέδιο προβλεπόταν ο σχηματισμός για ένοπλη δράση μεγάλων ελληνικών ανταρτικών σωμάτων σε συγεκριμένες γεωγραφικές περιφέρειες, μικτά σώματα από ντόπιους και από άνδρες προερχόμενους από την Ελλάδα, με την ηγεσία αξιωματικών που είχαν προηγουμένως εκπαιδευθεί κατάλληλα. Σύμφωνα με το σχέδιο, το έβδομο από τα οκτώ ένοπλα σώματα που πρότεινε να δημιουργηθούν στη Μακεδονία, ήταν και αυτό στο Ρουμλούκι (Καμπανία), το οποίο θα αναλάμβανε δράση στον κάμπο και στη λίμνη των Γιαννιτσών με ευθύνη για την επικοινωνία των περιοχών αυτών με τη Θεσσαλονίκη, το δε όγδοο στο Βέρμιο. Τελικά το Προξενείο πήρε την έγκριση και από την άνοιξη του 1905 άρχισε να το εφαρμόζει, ενώ ο Μαζαράκης ανέλαβε την συγκρότηση των σωμάτων στο διαμορφωμένο ειδικό κέντρο στη Βουλιαγμένη.
Στο υπ’ αρ. 25 έγγραφο [από 26.1.1905 επιστολή] προς το Ελλ.Προ.Θεσ. του φακέλου «Φλώρος» έχει γραφεί: «[…] Σήμερον την πρωίαν αναχώρησε εφ’ αμάξης μαζί με ιατρόν [Αντωνάκη ;] ο Τάσος δια Τσινάφορον με παρήγγειλαν να σας γράψω να σταλεί ει δυνατόν απόψε το καΐκι εις Ιαιλίαν ικανή αναχώρηση δια Τσάγεζι και ταις πατερίτσες (τυφέκια) […]». Το απόσπασμα είναι σαφές ότι αφορούσε την αναγκαία συνεννόηση για να αποσταλεί καΐκι που θα παραλάμβανε τον (άγνωστο) Τάσο, ο οποίος με άμαξα και με τη συνοδεία του γιατρού Αντωνάκη (;) κατευθυνόταν (για διανυκτέρευση-απόκρυψη ;) στο Τσινάφορο με τον οπλισμό του και θα αναχωρούσε από κάποιο θαλάσσια περιοχή (γιαλό) προς το Τσάγεζι (Στόμιο Λάρισας).-