Γράφει ο
Θωμάς Γαβριηλίδης
1. Η χελιδόνα η παρδαλή
γειτόνισσα του ανθρώπου
2. σε τοίχο ανοιξιάτικα
έφτιαχνε τη φωλιά της,
3. όπου γερόντων δικαστών
ήταν το Δικαστήριο,
4. κι εφτά μικρών χελιδονιών
έγινε κει μητέρα,
5. που πριν φτεράκια πορφυρά
προλάβουνε να βγάλουν
6. έρποντας φίδι έφτασε σ’ αυτά απ’ τη φωλιά του
7. κι ένα προς ένα στη σειρά τα καταβρόχθισε όλα.
8. Κι η δύστυχη τον πρόωρο χαμό παιδιών θρηνώντας
9. «αλίμονό μου» έλεγε «για τη δική μου μοίρα!
10. Εδώ όπου το δίκιο τους οι άνθρωποι το βρίσκουν
11. η χελιδόνα, εγώ, από δω φεύγω αδικημένη».
«ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΟΦΙΣ» (Μυθίαμβος 118ος)
1. Ξουθή χελιδών, η πάροικος ανθρώπων
2. έαρος καλιήν ηυθέτιζεν εν τοίχω,
3. όπου γερόντων οίκος ην δικαστήρων,
4. κακεί νεοσσών επτά γίνεται μήτηρ,
5. ούπω πτερίσκοις πορφυροίς επανθούντων,
6. όφις δε τούτους ερπύσας από τρώγλης
7. άπαντας εξής έφαγεν. Η δε δειλαίη
8. παίδων αώρους συμφοράς επεθρήνει.
9. «οίμοι» λέγουσα «της εμής εγώ μοίρης!
10. όπου νόμοι γαρ και θέμιστες ανθρώπων
11. ένθεν χελιδών ηδικημένη φεύγω».
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ
ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
Χελιδών εν τινι δικαστηρίω νεοττοποιησαμένη εξέπτη, δράκων δε προσερπύσας κατέφαγεν αυτής τους νεοττούς. Η δε επανελθούσα και την καλιάν κενήν ευρούσα υπερπαθώς έστενεν. Ετέρας δε χελιδόνος παρηγορείν αυτήν πειρωμένης και λεγούσης ότι ου μόνον αυτήν τέκνα αποβαλείιν συμβέβηκεν, υποτυχούσα είπεν: «Αλλ’ έγωγε ου τοσούτον επί τοις τέκνοις κλαίω όσον ότι εν τούτω τω τόπω ηδίκημαι εν ω οι αδικούμενοι βοηθείας τυγχάνουσιν».
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Ο λόγος δηλοί ότι πολλάκις χαλεπώτεραι γίνονται τοις πάσχουσιν αι συμφοραί, όταν υφ’ ων ήκιστα προσεδόκησαν υφίστωνται.
Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ
Μια χελιδόνα, που είχε τη φωλιά της σε κάποιο Δικαστήριο, όταν έβγαλε από τα αυγά τα πουλάκια της, πέταξε έξω από τη φωλιά της για να πάει να φέρει τροφή, και, ενώ αυτή έλειπε, ένα φίδι, που ήρθε έρποντας, της έφαγε όλα τα πουλάκια. Όταν γύρισε η χελιδόνα και βρήκε άδεια τη φωλιά της θρηνούσε σπαρακτικά.
Τότε, όταν μια άλλη χελιδόνα, προσπαθώντας να την παρηγορήσει, της έλεγε ότι δεν συνέβη μόνο σ’ αυτήν το δυστύχημα να χάσει τα πουλάκια της, αυτή απαντώντας την της είπε: «Το ξέρω ότι κι άλλες μανάδες έχουν χάσει τα παιδιά τους, αλλά εγώ δεν κλαίω τόσο πολύ για τα παιδιά μου, όσο γιατί αδικήθηκα σ’ αυτό το μέρος, όπου εκείνοι που αδικούνται βρίσκουν συμπαράσταση».
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Ο μύθος μας λέει ότι πολλές φορές οι συμφορές, που πέφτουν πάνω σε κάποιους, γίνονται πιο δυσβάσταχτες γι’ αυτούς που τις παθαίνουν, όταν τις παθαίνουν από εκείνους που δεν το περίμεναν καθόλου.
ΣΧΟΛΙΑ
1. Από την πρώτη ανάγνωση των δύο κειμένων, του αισώπειου μυθίαμβου του Βαβρίου και του πρότυπου του, του μύθου του Αισώπου γίνεται αντιληπτό ότι ο Βάβριος κινήθηκε μέσα στα πλαίσια του πρότυπού του δίνοντάς του συγχρόνως ποιητική πνοή.
2. Ο θρήνος της χαροκαμένης μάνας Χελιδόνας που αρχίζει με το σπαραχτικό (σχετλιαστικό) επιφώνημα «οίμοι» φέρνει στο νου τον Επιτάφιο Θρήνο της Παναγίας.
3. Το μήνυμα του αισώπειου μύθου και του αισώπειου μυθίαμβου ότι το χτύπημα, όταν έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει κανείς (από συγγενείς ή φίλους, από ανθρώπους που λένε ότι υπερασπίζουν το δίκαιο κ.λπ.), είναι πολύ πιο οδυνηρό, πονάει περισσότερο, είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Από τις μαχαιριές που δέχτηκε ο Ιούλιος Καίσαρ το 44 π.Χ. εκείνη που τον πόνεσε πιο πολύ ήταν του αγαπητού του Βρούτου, γι’ αυτό και η όλο παράπονο αναφώνησή του πριν ξεψυχήσει «Και συ τέκνον Βρούτε!».
Καλά όλοι οι άλλοι που δεν ήταν φίλοι μου, αλλά και συ, που σε είχα σαν παιδί μου, που σε αγαπούσα και πίστευα ότι και συ με αγαπάς;
ΕΝΑ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΣΥΜΒΑΝ
Ο αισώπειος μύθος της χελιδόνας και του φιδιού μου έφερε στη μνήμη κάτι παρόμοιο που συνέβη μπροστά στα παιδικά μου μάτια του 1948 στη Νάουσα τον καιρό που βγαίνουν τα χελιδονάκια απ’ τ’ αυγά τους.
Είχα πάει μαζί με συμμαθητές μου της Δ΄ τάξης του Δ΄ Δημοτικού Σχολείου στο βιβλιοπωλείο «Μαρνέρη», που βρισκόταν τότε στην πλατεία «Καμένα» της Νάουσας, στο ισόγειο ενός παλιού διώροφου αρχοντικού με καγκελωτό μπαλκόνι που βρισκόταν αρκετά ψηλά πάνω από την είσοδο του βιβλιοπωλείου. Περίμενα μπροστά στην είσοδο να βγουν και οι τελευταίοι της παρέας, όταν ξαφνικά έπεσε σπαρταρώντας μπροστά μου μια αποκεφαλισμένη χελιδόνα. Σήκωσα τρομαγμένος τα μάτια μου ψηλά για να δω από πού έπεσε η χελιδόνα και είδα ένα φίδι να αποτραβιέται από μια χελιδονοφωλιά που ήταν χτισμένη κάτω από το μπαλκόνι του οικοδομήματος του βιβλιοπωλείου.
Από τότε, κάθε φορά που έρχεται στο νου μου εκείνο το συμβάν, όπως και τώρα που έχουν περάσει εν τω μεταξύ πάνω από εβδομήντα χρόνια, θαρρώ πως ξαναβλέπω το διαπεραστικό βλέμμα εκείνου του πεινασμένου φιδιού, που για μια στιγμή είχε διασταυρωθεί με το δικό μου. Ήτα το βλέμμα ενός φονιά που είχε αποκεφαλίσει τη χελιδόνα μάνα, που υπερασπιζόταν, όπως φάνηκε, τα χελιδονάκια της με αυταπάρνηση.
Τώρα που ξαναβλέπω εκείνο το συμβάν με τα μάτια της μνήμης συλλογιέμαι ότι μπορεί να ήταν ένας κακός οιωνός για όσα συνέβησαν έπειτα από μερικούς μήνες, τον Ιανουάριο του 1949 στη Νάουσα, η οποία είδε εκτός των άλλων και το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής της αγοράς, μαζί με το βιβλιοπωλείο «Μαρνέρη», να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, στη κορύφωση του μακρόχρονου Εμφύλιου Πολέμου, που τις πληγές του ακόμη παλεύει η Πατρίδα μας να επουλώσει.