Γράφει ο Δημήτρης Πυρινός
Πριν από δύο μήνες περίπου είχα την τιμή να προσκληθώ από τον Συγγραφέα Ραϋμόνδο Αλβανό, Πολιτικό Επιστήμονα και Ιστορικό, για να παρουσιάσω δύο βιβλία του στη Βέροια. Με ελάχιστες διαφοροποιήσεις αναδημοσιεύω την παρουσίαση για το δεύτερο νεότερο βιβλίο του που πρωτοεκδόθηκε στις αρχές του 2022 και αποτελεί αντικείμενο πολλών συζητήσεων και βιβλιογραφικών προτάσεων. «Ο Ελληνικός Εμφύλιος» με τον δευτερεύοντα τίτλο «Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες», αποτελεί ένα ιστορικό βιβλίο, μια «ιστορική ξενάγηση», με έναν εκπληκτικά αποτελεσματικό τρόπο, όπου το κείμενο ρέει αβίαστα, σε μια ψύχραιμη ανάλυση, βλέποντας τα πράγματα και από τις δύο ιδεολογικές και πολιτικές πλευρές, χωρίς ποτέ ωστόσο να χάνει την επιστημονικότητα του. Δεν έχω δει μια τόσο, ουσιαστική, μεθοδική και συναρπαστική συγγραφή του θέματος. Χωρίς να ακολουθεί τις κλασσικές προδιαγραφές μιας ιστορικής επιστημονικής συγγραφής, χωρίς τις γνωστές παραπομπές και υποσημειώσεις που διακόπτουν τη ροή της ανάγνωσης, ούτε φορτωμένο με πληθώρα ονομάτων, ημερομηνιών και λεπτομερειών. Από μια οπτική αποτελεί μια άριστη πρώτη προσέγγιση για την εποχή, ενώ υπάρχει και παράθεση βιβλιογραφίας στο τέλος, για όποιον θέλει να ψάξει το κάτι παραπάνω.
Το βιβλίο έρχεται μετά από 70 και πάνω χρόνια, ίσως σε μια ώριμη ώρα για τον αναστοχασμό της κοινωνίας για τη πραγματική συμφιλίωση. Δεν είναι τυχαίο που απόσπασμά του, που αφορούσε τη χρησιμότητα της διδασκαλίας της ιστορίας, ήταν θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του 2022. Η σύνδεση με το παρελθόν, η γνώση της ιστορίας, που όλοι τελικά είμαστε προϊόντα αυτής, είναι σημαντική. Για να μάθουμε τι λειτούργησε θετικά τι αρνητικά, τι μας βοήθησε και τι όχι, για να προδιαγράψουμε ένα καλύτερο μέλλον. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα πολύτιμο βοήθημα για τους μαθητές ή και φοιτητές χωρίς τις αγκυλώσεις των μονοδιάστατων αναλύσεων, αλλά και για όσους αγαπάνε την Ιστορία. Βασίζεται στις ξεναγήσεις που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης στο Νεστόριο της Καστοριάς, ένας ιστορικός περίπατος, που έχει διαμορφωθεί μέσα από το διάλογο, ερωτήσεων και απαντήσεων με τους επισκέπτες. Ο συγγραφέας ρίχνει φως και από τις δύο πλευρές, ενώ αναδεικνύει την αξία της διαφωνίας σε μια ζωντανή κοινωνία και δημοκρατία, όταν οδηγεί σε νέα επιχειρήματα και λύσεις επωφελείς για όλους. Καταγράφει τις ερμηνείες που δόθηκαν από κάθε πλευρά και αποδομεί τους βασικότερους μύθους γύρω από τον Εμφύλιο. Σε μια άλλη οπτική, ο συγγραφέας έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο ένα δημιουργικό κύκλο της ζωής του, μετά από οκτώ χρόνια ξεναγήσεων στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης και μας έδωσε το απόσταγμα αυτών των συζητήσεων και αλληλεπιδράσεων με τους επισκέπτες του. Στόχος όπως λέει, όχι η καταδίκη της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά η κατανόηση των εμπειριών των προηγούμενων γενεών από εμάς, των συνθηκών που γέννησαν τον εμφύλιο, έτσι ώστε να επέλθει η πραγματική συμφιλίωση. Γιατί ναι μεν έχουν γίνει από τις κυβερνήσεις πολλές ενέργειες καλής θέλησης, (νομιμοποίηση κομμουνιστικού κόμματος 1974, αναγνώριση εθνικής αντίστασης 1982, κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ-ΚΚΕ 1989,) ωστόσο ο πόλεμος συνεχίζεται εμφανέστατα στα κοινωνικά δίκτυα, στις συζητήσεις του καφενείου, στις κοινωνικές μας σχέσεις καθημερινά. Η μνήμη είναι επιλεκτική και ασπρόμαυρη, δεν μπορεί εύκολα να δει κάποιος τις πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, γιατί απλά θέλει ψάξιμο. Ο καθένας δηλώνει κάτι για να λάβει μια ταυτότητα και αυτό το απλοϊκό είναι βολικό, αλλά όχι αληθινό.
Εισαγωγικά κάνει λόγο για το ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ζήτημα του εμφυλίου πολέμου, που δημιούργησε ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές ταυτότητες, οι οποίες συνοδεύτηκαν από πολύ ισχυρά στερεότυπα και γενικεύσεις. Το πρώτο κεφάλαιο, αποτελεί και μια ιδανική εισαγωγή για την κατανόηση του πρώτου μισού του πολύπαθου εικοστού αιώνα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει για τα ελληνικά (και ευρωπαϊκά), δεδομένα πιο πυκνή σε γεγονότα εποχή. Οι πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα αποτελούν για το Ελληνικό κράτος, ένα ταραχώδες διάστημα με μεγάλους πολέμους, αλλαγές συνόρων, διπλωματικές διευθετήσεις, δημογραφικές ανακατατάξεις και μετακινήσεις πληθυσμών. Σημειώστε: 1904-1908 Μακεδονικός Αγώνας, 1912 Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, 1913 Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, 1914-1918 Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1919 Μικρασιατική Εκστρατεία, 1922 η Καταστροφή, 1923 έως 1930 Έλευση και Αποκατάσταση των Προσφύγων, 1940-1944 Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1946-1949 ο Εμφύλιος. Αυτονόητο είναι πως και στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα η ζωή δεν κυλούσε με τον ομαλότερο τρόπο. Ο συγγραφέας περιγράφει συνοπτικά αλλά ουσιαστικά όλα τα παραπάνω και κλείνει με τον Ελληνοϊταλικό και τον Ελληνογερμανικό πόλεμο. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφει τα χρόνια της Κατοχής, την εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων, αργότερα των ταγμάτων ασφαλείας, τα Δεκεμβριανά, τις πρακτικές του ΕΑΜ. Στο τρίτο κεφάλαιο συνεχίζει στο κύριο χρονικό μέρος του εμφυλίου, μετά τις εκλογές του 1946, που έφεραν στην εξουσία μια ακραία δεξιά αλλά και την αντιφατική και καταστροφική πολιτική του ΚΚΕ, αποσαφηνίζει τις μορφές του λεγόμενου «παιδομαζώματος» και κλείνει με τη μάχη του Γράμμου.
Στον επίλογο του βιβλίου γράφει: Τα λάθη που έκαναν οι επιλογές, οι ηγεσίες των δύο πλευρών κόστισαν πολύ ακριβά στην Ελλάδα. 46.000 οι νεκροί στον Εμφύλιο, ενώ 8.000 στους 2 Βαλκανικούς, 37.000 στον Α΄ Παγκόσμιο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία και 16.000 στον Β΄ Παγκόσμιο. Αλλά με χειρότερη συνέπεια μια βαθιά διχασμένη κοινωνία για τις επόμενες δεκαετίες. Και το ζητούμενο ακόμη και σήμερα στη χώρα είναι η Συμφιλίωση, με βασικό κλειδί την Ενσυναίσθηση. Για να μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι κάποια στιγμή, για την ανθρωπότητα θα είναι αδιανόητος ένας πόλεμος, γιατί η βία είναι η αποτυχία της κοινωνίας και ειδικά της επικοινωνίας.
Θα αναφέρω ένα γεγονός όταν ήμουν στο στρατό το 1987 στα Γιαννιτσά, όπου θυμάμαι δυο άτομα από την περιοχή Αλμωπίας που μεταξύ τους μιλούσαν τη ντόπια σλαβική-μακεδονική διάλεκτο, μάλλον αποσπασματικές φράσεις, πιο πολύ για να ξεχωρίσουν και να αναδείξουν την ταυτότητά τους. Ο ένας από αυτούς έλεγε για τον άλλον, θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του, ότι είχε «φάει εκατό μέρες φυλακή» γιατί μιλούσε τη σλαβομακεδονική γλώσσα και γιατί «τους έχουν ακόμα στο μάτι». Ωστόσο ρωτώντας είχα μάθει, ότι όντως είχε χρεωθεί φυλακή, μόνο που αυτή ήταν τριάντα ημερών και για έναν εντελώς διαφορετικό λόγο. Είναι ένα παράδειγμα πως ο φανατισμός έχει περάσει και σε επόμενες γενιές, με υπερβολές ή και ψεύδη. Είναι παρόμοιο με αυτό που περιγράφει ο συγγραφέας για τους πολεμικούς διαλόγους που λαμβάνουν σήμερα χώρα στα κοινωνικά δίκτυα, αποσπασματικά, από μια φωτογραφία ή από μια φράση και μόνο, χωρίς διασταύρωση στοιχείων, με προκαταλήψεις, χωρίς επιστημοσύνη, χωρίς διάθεση για συμβιβασμό.
Είναι τόσο μεγάλο το βάρος του παρελθόντος που ένας ιστορικός είχε πει ότι «οι νεκροί μας κυβερνούν». Ωστόσο αν τους γνωρίσουμε μέσω της ιστορίας, της ιστορικής έρευνας, θα κυβερνήσουμε εμείς το σήμερα και έτσι θα καταφέρουμε να προδιαγράψουμε ένα καλύτερο μέλλον. Ας είναι το βιβλίο αυτό ένα όχημα για την εθνική μας αυτογνωσία, την αποδοχή των επιλογών που έφεραν αυτή τη χειρότερη μορφή πολέμου, έτσι ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ κάτι παρόμοιο.
Αξίζει να διαβαστεί από όλους.