Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Όσοι τον καιρό ξοδεύουν και το μέλλον δεν μετρούν, στα χαμένα τον γυρεύουν σαν και πρώτα να τον βρουν!
(Ι. Βηλαράς: 1771-1823, Ιατρός,Ποιητής)
Όσο εύκολο είναι να δίνουμε και να παίρνουμε ευχές στο γύρισμα του χρόνου, φίλοι αναγνώστες, τόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε τη μεγάλη σημασία που έχει ο χρόνος γενικά, στη σύντομη ζωή μας. Πολλά έχουν ειπωθεί από συνετούς και σκεπτόμενους ανθρώπους σχετικά με το πολυτιμότατο αυτό αγαθό, που είναι ο χρόνος.
Όταν π.χ. μόνο ο άνθρωπος, απ’ όλα τα πλάσματα του πλανήτη, μπορεί να θυμηθεί το παρελθόν και να φέρει στο μέλλον το παρόν με τη φαντασία του, ότι ο χρόνος φεύγει γρήγορα και δεν ξαναγυρνά, ότι όλα τα δημιουργεί και όλα τα καταστρέφει, ότι όλα τα ανακατώνει, φέροντας σ’ άλλους (τους ευτυχούντες) ό,τι φοβούνται και σ’ άλλους (τους δυστυχείς) ό,τι επιθυμούν, ότι όλα τα κάνει εφήμερα (υγεία, νιάτα, πλούτο, ομορφιά, ηδονή, καθώς και την ίδια τη ζωή), ότι δοκιμάζει το ήθος των ανθρώπων, ότι φέρνει την αλήθεια στο φως, ότι είναι γιατρός σε όλα και δάσκαλος στη ζωή κ.λ.π. Με λόγια απλά «ο χρόνος είναι η ζωή μας» η οποία εκφράζεται ποσοτικά με την ηλικία μας και ποιοτικά με τον τρόπο με τον οποίον διαχειριζόμαστε το χρόνο μας.
Στην εποχή μας, όμως, η οποία χαρακτηρίζεται από την απόλυτη κυριαρχία της ύλης, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν λογαριάζεται και ο χρόνος ταυτίζεται με το χρήμα.
«Ο χρόνος είναι χρήμα», λένε και το εννοούν. Όπως συμβαίνει με όλα τα πολύτιμα αγαθά, το ίδιο και ο χρόνος έχει τους εχθρούς του και τους κλέφτες του. Ο μεγαλύτερος κλέφτης του χρόνου μας, τον οποίον πολύ αγαπάμε, είναι η οκνηρία, η νωθρότητα, η αδράνεια, η τεμπελιά, ενώ ο καλύτερος φίλος και σύμμαχος, ο οποίος, όμως, δεν μας είναι και πολύ αγαπητός, είναι η φιλοπονία, η εργατικότητα. Η ζωή τριγύρω μας είναι γεμάτη από παραδείγματα ανθρώπων με πολλές ικανότητες, ακόμη και ταλαντούχοι, οι οποίοι, αφού συντρόφεψαν ασυλλόγιστα επί μακρόν με τον επικίνδυνο αυτό, αλλά ευχάριστο κλέφτη του χρόνου μας, την οκνηρία και μάλιστα στα πιο ωραία και δημιουργικά χρόνια της ζωής τους, χωρίς να δημιουργήσουν κάτι αξιόλογο (σπουδές, επαγγελματική κατάρτιση κ.λ.π.), κατέστρεψαν κυριολεκτικά το μέλλον τους.
Και φτάνοντας στην ηλικία, που όλοι θερίζουν τους πλούσιους καρπούς του μόχθου της νιότης τους, αυτοί κλαίνε και οδύρονται πάνω από τα ερείπια, που δημιούργησε η νεανική τεμπελιά τους.
Το να «σκοτώνουμε το χρόνο μας» (συνηθισμένη έκφραση απραξίας), ισοδυναμεί με το να σκοτώνουμε τη ζωή μας, η οποία, άλλωστε, είναι τόσο λίγη, ώστε δεν μας περισσεύει (βίος βραχύς). Όταν ρωτήθηκε ο Σιμωνίδης (ονομαστότερος των επιγραμματογράφων: 556 π.Χ., περίπου) πόσα χρόνια είναι η ζωή, απάντησε: «Λίγο χρόνο, χρόνια, όμως, πολλά». Δυστυχώς, πρέπει να γεράσουμε για να καταλάβουμε πόσο γρήγορα φεύγει ο χρόνος, πόσο δηλαδή σύντομη είναι η ζωή. Αυτήν την αλήθεια εκφράζει το «φείδου χρόνου».
Η τεμπελιά στην αρχαιότητα εθεωρείτο βαρύ δημόσιο αδίκημα και ετιμωρείτο, ανάλογα, με βαρύτατες ποινές (πρόσιμο, φυλάκιση και θάνατο), σύμφωνα με τους νόμους του Δράκοντα και τον Σόλωνα (Αθηναίοι νομοθέτες).
Η θανατική ποινή επιβάλλονταν και στην Αίγυπτο από τον βασιλιά Άμαση, σ’ όλους εκείνους που δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προέλευση των μέσων διαβίωσής τους. Σκότωναν δηλαδή τους τεμπέληδες, όπως οι μέλισσες τους κηφήνες. Σήμερα, βέβαια, δεν συμβαίνει αυτό, όχι μόνον για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και επειδή πολλοί είναι άνεργοι χωρίς την θέλησή τους. Ακόμη και τον ελεύθερο (από εργασία) χρόνο, δεν πρέπει να τον αφήνουμε να πηγαίνει χαμένος, αλλά να τον εκμεταλλευόμαστε κατάλληλα για την πνευματική και ψυχολογική μας τελειοποίηση.
Ένας ακόμη εχθρός και κλέφτης του χρόνου μας, εκτός από την οκνηρία, είναι η αναβλητικότητα. Το να μεταθέτουμε δηλαδή την υλοποίηση των αποφάσεών μας για το μέλλον, είναι επικίνδυνο, όταν, μάλιστα, δεν γνωρίζουμε αν θα ζούμε αύριο ή αν οι δυνάμεις μας, τόσο οι σωματικές, όσο και οι ψυχοπνευματικές, θα μας το επιτρέψουν.
Το «έχω καιρό» και το «ες αύριον τα σπουδαία», ισοδυναμούν με σίγουρο χάσιμο χρόνου και ευκαιριών, οι οποίες παρέρχονται ανεπιστρεπτή. Μια σοφή παροιμία λέγει πως ο «δρόμος του αύριον, οδηγεί στο ποτέ». Γι’ αυτό οι σώφρονες και συνετοί άνθρωποι εφαρμόζουν το «ό,τι μπορεί να κάνεις σήμερα μην το αφήνεις για αύριο» αφού «οι καιροί ου μενετοί», δηλαδή ο χρόνος δεν περιμένει.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο σημερινός χρόνος έχει τα δικά του καθήκοντα, τις δικές τους υποχρεώσεις, όπως ακριβώς και ο αυριανός. Αν προστεθούν τα «σημερινά» στα «αυριανά», η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, με χαμένο το σημερινό χρόνο. Ο Ι.Ο Χρυσόστομος, συμβούλευε: «Μην εις αύριον, αναβάλλου, η γαρ αύριον ουδέποτε λαμβάνει τέλος».
Εδώ, μιλάμε για αναυλητικότητα υπό την έννοια της αβουλίας και όχι αυτή που οφείλεται στη σύνεση, τη θετικότητα και η μεθοδικότητα, αποκλειομένης της αλόγιστης σπουδής και επιπολαιότητας. Σχετική η ρήση του Ισοκράτη (ενός εκ των δέκα διασημοτέρων Αττικών ρητόρων: 436-338 π.Χ.): «Βουλεύου μεν βραδέως, επιτελεί δε ταχέως τα δόξαντα».
Είναι αλήθεια πως ό,τι κι αν χάσουμε (υγεία, χρήματα κ.λ.π.) υπάρχει δυνατότητα να τα αποκτήσουμε. Αν χάσουμε, όμως, το χρόνο μας, δεν θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε ποτέ. Και προχωρώντας προς το τέλος, το ευχόμαστε να ξαναγυρίζει ο χρόνος πίσω, για να μπορέσουμε μετανιωμένοι να κάνουμε αυτά που δεν εκάναμε στον κατάλληλο χρόνο, τον οποίο αφήσαμε να περάσει άπραγοι ή να διορθώσουμε αυτά που κακώς επράξαμε.
Θερμές ευχές δεχτείτε, φίλοι αναγνώστες, για την καλύτερη διαχείριση του χρόνου που έρχεται, έτσι ώστε η αγάπη και η ευδαιμονία να πλημμυρίσει τη ζωή όλων.