Γράφει ο Μάκης Δημητράκης
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο, βλέπουμε από πο- λιτιστικούς συλλόγους να αναβιώ- νουν στις πόλεις και τα χωριά του Ρουμλουκιού. H καρδιά του ημαθιώ- τικου κάμπου με περισσότερα από 40 χωριά, με κέντρο της Αλεξάνδρεια (Γηδάς-Γιδάς) είναι γνωστή με την ονομασία Ρουμλούκι ή Ουρουμλούκι (έτσι ονόμαζαν την περιοχή οι Τούρ- κοι). Η λέξη θεωρείται σύνθετη από τις λέξεις «(ου)ρούμ» που σημαίνει Ρωμιός-Έλληνας και το «λουκ» που προέρχεται από τη λατινική λέξη Locus-i που σημαίνει τόπος. Έτσι Ρουμλούκι σημαίνει ρωμιότοπος, ρωμαίικο, ελληνοχώρα, ελληνότο- πος, ρωμιοσύνη) τα «Ρουγκάτσια». Ένα πολύ παλιό έθιμο που οι ρίζες του χάνονται βαθιά στο παρελθόν. Πιθανόν στις αρχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντα του ΣΤ΄, τότε που τα θέματα (επαρχίες) φύλαγαν μισθοφόροι, οι οποίοι μία φορά τον χρόνιο περιόδευαν τις κατοικημένες περιοχές που επιτηρούσαν για να εισπράξουν την αμοιβή τους από τους κατοίκους.
Την εκδοχή αυτή «α- σπάζεται» και ο λαογράφος Γιώργος Μελίκης γι’ αυτό υποστηρίζει πως ρουγκάτσια σημαίνει μισθοφόροι. Ο «πατέρας» της λαογραφίας μας Ν. Πολίτης ισχυρίζεται πως η λέξη ρουγκάτσια προέρχεται από το λατινικό ρήμα Rogo που σημαίνει ζωή. Το ουσιαστικό Rogatio σημαίνει ζήτηση, απαίτηση και κατά συνέπεια «ρουγκάτσια» είναι αυτοί που ζητούν, που θέλουν ενίσχυση, δηλαδή βοήθεια. Την εκδοχή αυτή δέχεται και ο δικηγόρος και για πολλά χρόνια ερευνητής της ιστορίας και λαογραφίας Γιάννης Μοσχόπουλος από την Αλεξάνδρεα (Γιδάς) ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων πως το έθιμο είναι απομεινάρι της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής. Ο φιλόλογος καθηγητής και ερευνητής Θωμάς Γαβριηλίδης τοποθε- τεί το έθιμο στην ελληνική αρχαιότητα και συγκεκριμένα στη λατρεία του θεού Διόνυσου.
Ο Ρουμλουκιώτης Δημ. Πανταζόπουλος, στα «Αντέμια μας» γράφει πως σύμφωνα με το έθιμο ο ιερέας, η εκκλησιαστική επιτροπή και οι γε- ροντότεροι κάποιου χωριού έπαιρναν την απόφαση να δημιουργήσουν μια ομάδα νέων του οικισμού για να περιοδεύσουν στα γύρω χωριά, χο- ρεύοντας, με σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα ή γεννήματα με τελικό σκοπό την ανέγερση καινούργιας εκκλησίας ή επιδιόρθωση της παλιάς ή του σχολείου ή και την ενίσχυση των φτωχότερων οικογενειών. Η επιτροπή επέλεγε γύρω στα δεκαπέντε παλικάρια του χωριού και ακολούθως τρία απ’ αυτά, τα πλέον λεβεντόκορμα επιλέγονταν ως «Κα- πεταναίοι», ή «Κονακτσήδες». Αυτοί ήταν οι επικεφαλείς της χορευτικής ομάδας (μπουλούκι). Η διαδικασία επιλογής γινόταν τρις πρώτες ημέρες της σαρακοστής των Χριστουγέννων και στη συνέχεια κάποιος απ’ τους ηλικιωμένους του χωριού και παλιός χορευτής αναλάμβανε να διδάξει στους νέους του μπουλου- κιού τους τέσσερις χορούς που θα χόρευαν στην περιο- δεία. Οι χοροί ήταν: η Πατινά- δα, η Πατρώνα, ο Νιζάμικος και ο Συγκαθιστός. Όλοι μαζί ονομαζόταν «ρουγκατσιάρι- κος» και συνοδεύονταν από δύο ζουρνάδες και νταούλι. Ήταν μεγάλη τιμή για κά- ποιον νέο να επιλεχτεί και να μπει στην ομάδα τω ρουγκα- τσιάρων. Η αναχώρηση του μπου- λουκιού ήταν μια πραγματική ιεροτελεστία. Οι Ρουγκατσιά- ροι ντυμένοι με την καλύτερη φουστανέλα, με πάμπολλα -περί τα 300- λαγκιόλια (δί- πλες) και μ όλη την αρματω- σιά, συγκεντρώνονταν στην εκκλησία. Ασπάζονταν τις εικόνες και φιλούσαν το χέρι του πα- πά παίρνοντας την ευχή του. Ακολούθως έτρεχαν τρεις φο- ρές γύρω από την εκκλησία «για γούρι» και στη συνέχεια ξεκινούσαν. Μπροστά έφιπ- ποι οι τρεις «καπεταναίοι», μετά η εκκλησιαστική επιτροπή, το κάρο για τα γενήματα και στο τέλος, πεζή, η ομάδα των ρουγκατσαραίων.
Πριν χορέψουν σε κάποιο οικισμό ζητούσαν την άδεια από την ντό- πια εκκλησιαστική επιτροπή. Αν δεν τους δινόταν έφευγαν και πήγαιναν σε άλλο χωριό. Στα σπίτια του χωριού που επισκέπτονταν και χόρευαν τους υποδέ- χονταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Τους κέρναγαν και τους πρόσφε- ραν ό,τι είχε κάθε νοικοκυριό, σύμφωνα πάντα με τις δυνατότητές του, χρήματα ή γενήματα. Τα βράδια οι ρουγκατσαραίοι κοιμόντουσαν όπου τους «έπιανε» η νύχτα. Τα μέλη της επιτροπής φιλοξενούνταν από τα μέλη της ντόπιας επιτροπής και οι χορευτές σε επιλεγμένα σπίτια. Τους «φίλευαν», τους έπλεναν τα σκουφούνια και τα «λευκά βρακιά» και τα στέγνωναν δίπλα στο τζάκι. Την άλλη μέρα οι ρουγκατσαραίοι έφευγαν για άλλο χωριό. Αν κατά τη διαδρομή από χωριό σε χωριό συναντούσαν δύο ρου- γκατσάρια, το ένα απ’ αυτά έπρεπε να υποταχθεί στο άλλο. Αν δεν «τα βρίσκανε» είχαμε «μονομαχία» μεταξύ των αρχηγών με δυσάρεστα, ενίοτε, αποτελέσματα όπως αυτό που συνέβη πριν 150 χρόνια περί- που, στον ρουμλουκιώτικο κάμπο όπου στη θέση που από τότε έμεινε γνωστή ως «Ρουγκάτσι», μονομάχησαν οι αρχηγοί δύο μπουλουκιών και σκοτώθηκαν και οι δύο.
Έκτοτε αποφασίστηκε να χρησιμοποιούν ξύλινα ομοιώματα σπαθιών. Στις μέρες μας αν συναντηθούν δύο μπουλούκια δίνουν τα χέρια και χορεύουν όλοι μαζί! Το απόγευμα της παραμονής των Φώτων, τα ρουγκάτσια επέστρε- φαν στη βάση τους στο χωριό τους. Την επόμενη ημέρα (Θεοφάνια), όλοι εκκλησιάζονταν και ακολούθως γινόταν η καταμέτρηση και κατα- γραφή των χρημάτων και των γενημάτων και η επίσημη παράδοσή τους στον ιερέα και τα μέλη της επιτροπής. Το έθιμο τελείωνε με γλέντι στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Στις μέρες μας τα ρουγκάτσια τριγυρνούν αναβιώνοντας το έθιμο για οικονομική ενίσχυση των συλλόγων τους.
Οι νοικοκυρές στα χωριά, κερνούν τους χορευτές τσίπουρο, κρασί και τους προσφέρουν μεζέδες, κυρίως λουκάνικα, χοιρινά κοψίδια, αλλά και τυριά και αυγά και οπωσ- δήποτε τσιγαρίδες. Το έθιμο εκτός από την περιοχή του Ρουμλουκιού απαντιέται και σε άλλες περιοχές και με άλλες ονομασίες όπως Ρουγκανάδες, Λουγκα- τσάρια, Σουρβατζήδες, Μπαμποέρηδες αλλά και στους Πόντιους Μω- μόγεροι και Καροκατζάδες. Ας υποδεχτούμε λοιπόν και φέτος τα ρουγκατσάρια του Λυκείου Ελληνίδων Βέροιας, της ΚΕΠΑ Δήμου Βέροιας, του Συλλόγου Ντόπιων Μακροχωρίου, τους Μωμόγερους που θα αναβιώσουν το έθιμο και ας τους συγχαρούμε για την προσπάθειά τους στη διατήρηση της παρά- δοσής μας.