του Χρήστου Μπλατσιώτη
Το όνομά του ήταν Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, γεννήθηκε το 1933 σε μια φτωχογειτονιά του Ρίο ντε Τζανέιρο, ήταν το έβδομο παιδί ενός μέθυσου νυχτοφύλακα και δεν πήγε ποτέ σχολείο. ξαιτίας μιας παραμόρφωσης της σπονδυλικής στήλης και της λεκάνης του, το δεξί πόδι του ήταν πιο κοντό από το αριστερό. Τον φώναζαν χαϊδευτικά Μανέ, από το Μανουέλ.
Η αδελφή του όμως, έτσι μικροκαμωμένος όπως ήταν και βάδιζε χορευτικά επειδή κούτσαινε, τον αποκαλούσε χαϊδευτικά «γκαρίντσα» (garrincha) που ήταν το όνομα ενός είδος μικροκαμωμένων και χαριτωμένων πουλιών της περιοχής τους. Κι αυτό έγινε το παρατσούκλι που τον ακολούθησε σε όλη τη ζωή του.
Ο Μανέ Γκαρίντσα έμαθε τη μπάλα στις αλάνες της φτωχογειτονιάς του και τα «λαγωνικά» της Μποταφόγκο (αν δεν την ξέρετε μπορείτε να σταματήσετε το διάβασμα) τον πρόσεξαν όταν ήταν 20 χρονών, με επιφύλαξη στην αρχή λόγω της σωματικής ιδιαιτερότητάς του, με ενθουσιασμό στη συνέχεια όταν μέσα στο γήπεδο μετέτρεπε σε πλεονέκτημα, το μειονέκτημά του.
Στο ποδοσφαιρικό ντεμπούτο του, το 1953, έβαλε τρία γκολ και σφράγισε τη νίκη της Μποταφόγκο με 6-3 κόντρα στη Μπονσουσέτο, ξεσηκώνοντας τον κόσμο στις κερκίδες που έβλεπε έναν 20χρονο, να μπορεί να χοροπηδά συνεχώς με τη μπάλα ανάμεσα στα πόδια του, να τρέχει μαζί της, να ντριπλάρει και να σκοράρει ανελέητα.
Το 1957, ο κουτσός 24χρονος έγραψε ιστορία.
Έβαλε 20 γκολ σε 26 αγώνες του Καμπεονάτο Καριόκα (αν δεν το ξέρετε κι αυτό…) αναδείχθηκε δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης και η Μποταφόγκο κατέκτησε το πρωτάθλημα. Ήταν τότε που ο κόσμος άρχισε να σταυροκοπιέται μπροστά στις εικόνες του και να τον λατρεύει θεϊκά.
Ο Μανέ Γκαρίντσα φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, στη Σουηδία, αγωνίστηκε έχοντας συμπαίκτη τον Πελέ. Η Βραζιλία σήκωσε το κύπελλο και οι δύο μαέστροι συμπεριλήφθηκαν στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης..
Στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1962 στη Χιλή, όταν ο Πελέ τραυματίστηκε σοβαρά, ο Γκαρίντσα κλήθηκε να καλύψει το κενό του. Ο «κουτσός» σήκωσε την ομάδα στις πλάτες του. Η Βραζιλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο για δεύτερη φορά στην ιστορία της, ο ίδιος ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας, αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης και του απονεμήθηκε η διάκριση της «Χρυσής Μπάλας». Ο «κουτσός» είχε κατορθώσει να κατακτήσει την κορυφή.
Ο Μανέ Γκαρίντσα έπαιξε 41 παιχνίδια με την επική χρυσοπράσινη φανέλα και παρέμεινε για πάντα παίκτης της Μποταφόγκο, απορρίπτοντας μυθικά συμβόλαια μεταγραφής που του πρόσφεραν ισπανικές και ιταλικές ομάδες.
Είχε την «ντρίπλα του Θεού» και γίνονταν ο «κουτσός Πελέ» όταν χρειάζονταν να καλύψει τον κενό θρόνο του βασιλιά. Ο κόσμος του ποδοσφαίρου τον θαύμαζε και ο κόσμος της Βραζιλίας τον λάτρεψε. Όταν «έφυγε» στις 20 Ιανουαρίου του 1983 στο Ρίο ντε Τζανέιρο σε ηλικία μόλις 49 ετών, από κίρρωση του ήπατος (η cachaca ήταν η δεύτερη αγάπη του μετά τη μπάλα) , στη νεκρώσιμη ακολουθία παρευρέθηκαν πάνω από 100 χιλιάδες λαού για να τον αποχαιρετήσουν. Σήμερα ο τάφος του είναι κάτι σαν «προσκύνημα» για τους λάτρεις και πάνω του παραμένει πάντα χαραγμένη η επιγραφή «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά των ανθρώπων – ο Μανέ Γκαρίντσα».