Του Πάρη Παπακανάκη
Κατατροπώνοντας τους “ληστές της Ελευθερίας”
Ο υποστράτηγος Βραχνός ήταν ο πρώτος επικεφαλής ελληνικών δυνάμεων της Πίνδου που αποφάσισε τη διενέργεια της αντεπίθεσης. Την 1η Νοεμβρίου εξέδωσε διαταγή για προώθηση των τμημάτων της Ι Μεραρχίας ως τη γραμμή Φούρκα-Επάνω Αρένα. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε αλλά είχε σχετική* επιτυχία (κατελήφθη μόνο το χωριό Λυκορράχη). Πάντως συνελήφθησαν αιχμάλωτοι τρεις αξιωματικοί και 210 στρατιώτες των Ιταλών, ενώ περισυνελέγησαν 120 υποζύγια.
[ * Αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν μια κρισιμότατη μάχη για την άμυνα της Πίνδου. Την ημέρα εκείνη στη Λυκορράχη προσβλήθηκε η μεταγωγική μονάδα με όλες τις προμήθειες για το προπορευόμενο προς Σαμαρίνα 8ο Σύνταγμα της “Τζούλια” . ]
Την 2η Νοεμβρίου οι άνδρες της Μεραρχίας συνέχισαν την επίθεσή τους και κατέλαβαν τα υψώματα Ταμπούρι, Προφήτης Ηλίας, Φούρκα και Τσούκα ύστερα από σκληρό και φονικότατο αγώνα σώμα με σώμα. Όσοι Ιταλοί βρίσκονταν σ’ αυτά διαλύθηκαν, ενώ όσοι κινούνταν πίσω από εκεί με κατεύθυνση προς Σαμαρίνα (το 9ο Σύνταγμα της “Τζούλια”) αποκόπηκαν από τις υπόλοιπες ιταλικές δυνάμεις. Κατάφεραν μάλιστα οι ελληνικές δυνάμεις να αποκόψουν την οδό υποχώρησης ολόκληρης της ιταλικής Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» μέσα από τις διαβάσεις του όρους Σμόλικας.
Το σχέδιο αντεπίθεσης της Ι Μεραρχίας από τον υποστράτηγο Βραχνό
«… Στον Σμόλικα, ανεβαίνοντας, ήταν ένα χωριό. Μας κράτησαν εκεί 24 ώρες, μας έδωκαν και φαγητό… Κρύο και χιόνιζε κιόλας… Μας λένε: “Φάτε καλά τώρα κι ετοιμαστείτε για να ξεκινήσουμε”. Ήταν βράδυ, μόλις πήρε να νυχτώνει. Ξεκινούμε λοιπόν. Ένας αέρας! Κι ήταν ανήφορος! Βαδίζαμε προς το ύψωμα. Απάνω ήταν η κορυφή του Σμόλικα. Ββββ.. ο αέρας, δυνατός, να σε γκρεμίσει! Ωπ! ανοίγαμε το πόδι έτσι και βαστούσαμε. Αραιά, αραιά ήμασταν. Νύχτα βέβαια. Λίγο άμα ξέφευγες στις μεριές, μπορεί να χάνοσαν. Έπρεπε να βλέπεις τον μπροστινό σου. Μοιάζαμε σαν σκιές…
… Μόλις φτάσαμε εκεί στις ράχες, ιδρωμένοι από τον πολύ κόπο γιατί είχαμε και φορτιό, ε; όπλα, παλάσκες, χειροβομβίδες, κουβέρτες, γυλιός, όλα, ... βλέπουμε έφεξε… “Κάτσετε εδώ!” μας λέει ο αξιωματικός. “Βάλτε πέτρες μπροστά σας για να προφυλαχτείτε”. Βάζουμε πέτρες… …Χιόνιζε. Χιόνιζε. Ησυχία. Κρύο. Καθόσουνα λίγη ώρα και μετά παραμερνούσες. Αν δεν κουνιόσουνα λίγη ώρα, πάγωνες…
… Το πρωί που λες, μας βάζουν με τους όλμους και τις οβίδες, και να σκάζουν συνέχεια. Όπως ήμασταν με τη σειρά, εκεί δεξιά ήταν ένα αμπρί φκιασμένο μέσα σαν γαλαρία. Εκεί μέσα ήταν καμπόσοι, και να πέσει η οβίδα ίσα στο στόμιο! Οι πιο πολλοί σκοτώθηκαν. Σκοτώθηκαν πολλοί. Τόσες πολλές οβίδες έπεσαν, που από σαράντα που ήμασταν, έντεκα έμειναν… * »
[ * Οι εμβόλιμες αφηγήσεις προέρχονται από τον Φυτειώτη Κώστα Λιόλιο, την καταγραφή των οποίων έκανε ο γιος του Τάσος Λιόλιος]
Σε πρώτο πλάνο το χωριό Φούρκα και στο βάθος οι βουνοκορφές-πεδία των μαχών
Η ελληνική επίθεση δεν έχασε την ορμητικότητά της μέχρι την 7η Νοεμβρίου και υποχρέωσε τους Ιταλούς τις επόμενες ημέρες να καταφύγουν σε απέλπιδες προσπάθειες για να διασπάσουν τον κλοιό, οι οποίες όμως απέτυχαν. Εγκατέλειπαν στο πεδίο της μάχης πυροβόλα, όλμους, ασυρμάτους τη σημαία του (αυτή του ΙΙΙ/9 Τάγματος Αλπινιστών), ως και τους νεκρούς του! Όσοι επέζησαν, υποχρεώθηκαν να παραδοθούν στην I Μεραρχία. Ως τις 13 Νοεμβρίου η περιβόητη “Τζούλια” επί της ουσίας δεν υπήρχε, καθώς είχαν σκοτωθεί πολλοί αξιωματικοί της, οι δε νεκροί στρατιώτες της υπερέβαιναν τους 300.
«Ήταν ένα υψωματάκι, κι εκεί δεν ξέρω πώς, σκαμμένο το είχαν ή ήταν φυσικό; ήξερε ο αξιωματικός ότι εκεί περίπου είναι οι Ιταλοί. Ήταν σε χαρακώματα, οχυρωμένοι… … Ξαφνικά, μας ρίχνουν ένα όλμο οι Ιταλοί. Μπούβββ! Έριξαν τον πρώτο, έριξαν καμπόσους όλμους, τρεις - τέσσερις – πέντε όλμους; Έναν πήρε από μας. Ήταν ένας σαρακατσάνος. Σκοτώθηκε, έτσι άκουσα, τον πήρε εδώ στην κοιλιά… …Σ’ αυτή την μεριά έτσι, ήταν ένα εξόγκωμα, κάτι πέτρες είχε, κάτι βράχια. Εκεί είχε έρθει μια άλλη δύναμη δική μας, μικρή, και ήρθε ο αξιωματικός να συνεννοηθούνε. Τραβάει λοιπόν ίσα εκεί στο ύψωμα, στις πέτρες. Εδώ ήταν οι Ιταλοί, εδώ εμείς. Σε πέντε λεπτά ακούμε “κα-κα-κα-καου!” βάζουν οι δικοί μας που ήρθαν, μέσ’ στα χαρακώματα των Ιταλών! Ρίχνουν καμπόσες μπαταριές εκεί! Αυτοί αμέσως σταμάτησαν, ούτε όλμο μπορούσαν να ρίξουν, ούτε τίποτα. Εμείς, ο λόχος μας, δεν ρίχναμε. “Όταν σας πούμε. Εσείς μην ταράζεστε, θα σας πούμε εμείς”. Δεν περνούν πέντε-δέκα λεπτά, και ακούμε: “Εφ’ όπλου λόγχη!”, “Απάνω!”, “Αέρα!” Και ριχνόμαστε μέσ’ στα χαρακώματα! Οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να φκιάσουν τίποτα! Ούτε να ρίξουν πυροβολισμούς, γιατί τους θέριζε το πολυβόλο μέσ’ στο χαράκωμα. Που λες, σε πέντε λεπτά έπεσε το οχυρό. Βγήκαν όξω με τα χέρια απάνω. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι!»
Ιταλοί στρατιώτες της επίλεκτης Μεραρχίας Αλπινιστών “Τζούλια” παραδίνονται…
Από την 15η Νοεμβρίου οι μάχες μεταφέρθηκαν στα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου. Πρώτος μεγάλος στόχος ήταν το Λεσκοβίκι. Μετά από σκληρές μάχες καταλήφθηκε αρχικά η οροθετική γραμμή Ρόσντολ-Μπάτρα-Πτέτσιο και στη συνέχεια η γραμμή Προφήτης Ηλίας-Ητιά-Τσούρνοκο-Λιθάρι. Στις 22 Νοεμβρίου ο 2ος Λόχος του 16ου Συντάγματος Πεζικού (θυμίζω το “Βεργιώτικο Σύνταγμα”) μπήκε θριαμβευτικά στο Λεσκοβίκι.
Τις επόμενες ημέρες, και ενώ η Ι Μεραρχία συνέχιζε την πορεία προς τα δυτικά, το ψύχος ήταν δριμύτατο στην περιοχή. Προκάλεσε τεράστιες δυσχέρειες στις συγκοινωνίες και στην τροφοδοσία των μονάδων και οι ελληνικές απώλειες άρχισαν να αυξάνονται με ανησυχητικό ρυθμό, όχι λόγω της δράσης των Ιταλών αλλά εξαιτίας της κακής διατροφής, της φθοράς των υποδημάτων και των κρυοπαγημάτων.
«…Μέσα σε οκτώ μέρες έφαγα μόνο ένα όγδοο ψωμί, αυτό ήταν. Τι περιμέναμε; Φτάσαμε να μην μπορούμε να μιλήσουμε. Άμα κάτσεις νηστικός κάμποσες μέρες, δεν μπορείς ύστερα να μιλήσεις. Μας μιλούσαν και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, από πείνα. Μια μέρα που, επιτέλους, μας έδωκαν λίγο ψωμί να φάμε: “Γλήγορα τρώτε” λέει “κι εμπρός…”. Εμείς όμως δεν μπορούσαμε να φάμε, δηλαδή δεν μπορούσαμε να μασήσουμε και να καταπιούμε, γιατί είχε ξεραθεί, είχε πληγιάσει το στόμα,..
…Ύστερα, ήρθε το βράδυ που λες, πού να κοιμηθώ εγώ. Είχα και τα κρυοπαγήματα, είχαν χειροτερέψει πάρα πολύ. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, βογκούσα, δεν μπορούσα να σταθώ. Ήταν πρώτη γραμμή, δεν μπορούσες να βγάλεις τα άρβυλα. Τα πόδια είχαν μαυρίσει, πρήστηκαν, έσπασαν κι έβγαζαν νερά. Το αίμα είχε γίνει νερό. Λοιπόν, προχώρησα λίγο παρακάτω, ήταν ένα δέντρο εκεί και μετά ένα χαράκωμα, ένα αμπρί. Λοιπόν εκεί πήγα να κοιμηθώ. Είδα εκεί έναν τενεκέ που μας έδιναν τρόφιμα κι ήταν άδειος. Λέω: “Αυτό εδώ δεν το μεταχειρίζονται πια, θα βάλω μέσα τα πόδια να μην είναι παγωμένα”. Βάζω τον τενεκέ στα πόδια να μην τα παίρνει ο αέρας κι άμα χιονίζει κάπως να προφυλάγονται. Κι έτσι ψευτοκοιμήθηκα λίγο τη νύχτα…»
Με συνεχείς μάχες από ύψωμα σε ύψωμα η I Μεραρχία την 8η Ιανουαρίου 1941 ξεκίνησε την επιχείρηση για την απελευθέρωση της Κλεισούρας, η κατάληψη της οποίας ολοκληρώθηκε ύστερα από δύο ημέρες. Την 23η Ιανουάριου ολοκληρώθηκε η κατάληψη των υψωμάτων Καφ-ε-Λιουζίτ, παρά την πεισματώδη αντίσταση την οποία προέβαλαν οι Ιταλοί κι από τις 31 Ιανουάριου ως τις 20 Φεβρουάριου η Μεραρχία ανέλαβε την αμυντική οργάνωση της Τρεμπεσίνας.
Η πορεία της Ι Μεραρχίας, τμήμα της οποίας ήταν το 16ο Σύνταγμα Πεζικού (“Βεργιώτικο Σύνταγμα”)
Ο Βεροιώτης δεκανέας Αρχιμήδης Μπακαλίδης, σκοτώθηκε στη μάχη του Κορτετσίου για την απελευθέρωση της Μοσχόπολης (Αρχείο Αρχιμήδη Γρηγοριάδη)
Οπλίτες του 16ου Συντάγματος Πεζικού. (Βεργιώτικο Σύνταγμα) στα 1940.
Στο ένθετο: Ο 20χρονος Αργυρίου (Αργυριάδης) Γεώργιος, στρατιώτης του εν λόγω συντάγματος, ο οποίος σκοτώθηκε στο χωριό Μπάλι της Αλβανίας, στις 8 Φεβρουαρίου 1941. (Αρχείο Έλσυς Ρέπα)
Πορεία προς Στενωπό Κλεισούρας, αρχές 1941.
Στο ένθετο: ο αφηγητής των εμβόλιμων αποσπασμάτων Κώστας Λιόλιος από τη Φυτειά περί το 1945 (Αρχείο Τάσου Λιόλιου)
Συνεχίζεται…