Γράφει ο
Θωμάς Γαβριηλίδης
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ;
Η αλήθεια είναι όπως την τραγουδάει ο πολύπαθος ελληνικός λαός: Τούτη η γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε!
Ο άνθρωπος όμως δεν θέλει να δεχθεί την αλήθεια, όταν του φαίνεται σκληρή, και προσπαθεί να την προσπεράσει πλάθοντας ιστορίες και παραμύθια για βοτάνια και κρυστάλλινες πηγές με νερό που χαρίζει την αθανασία…
Αν η αθανασία ήταν θήραμα, όλοι οι άνθρωποι, γυναίκες και άντρες θα γίνονταν κυνηγοί.
Με τη σκέψη αυτή ο Ψευδοκαλλισθένης, ένας μυθιστοριογράφος του 2ου ή 3ου αιώνα μετά Χριστόν, ο οποίος προσπάθησε να ξεγελάσει τους αναγνώστες του υπογράφοντας το έργο του «Αλέξανδρου Βίος» ως Καλλισθένης (ιστορικός του 4ου αιώνα προ Χριστού, που συμμετείχε στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου αλλά εκτελέστηκε επειδή συμμετείχε σε μια συνομωσία) έγραψε μεταξύ άλλων ότι και ο Μ. Αλέξανδρος προσπάθησε να βρει το αθάνατο νερό. Και μπορεί ο Ψευδοκαλλισθένης να μην πέτυχε να «περάσει» ως Καλλισθένης, έγινε όμως, χωρίς όπως φαίνεται να το επιδιώξει, «ο πρόγονος» της νεοελληνικής παράδοσης που μιλάει για την αδερφή του Μεγαλέξαντρου, που έγινε Γοργόνα. Πώς έγινε αυτό; Ας δούμε πρώτα τι έγραψε σχετικά ο Ψευδοκαλλισθένης.
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
Ο Μέγας Αλέξανδρος περιπλανιόταν μαζί με τον στρατό του στην ερημιά του Αιωνίου Σκότους ώσπου έφτασε σ’ έναν τόπο όπου βρήκε μια κρυσταλλένια πηγή, που με την ευωδία της μοσχοβολούσε όλη η περιοχή.
Ο Μ. Αλέξανδρος πείνασε και είπε στο μάγειρά του τον Αντρέα να του μαγειρέψει ένα παστό ψάρι. Ο μάγειρας πήγε στην πηγή να πλύνει το ψάρι, εκεί του έπεσε το ψάρι μέσα στο νερό και ξαφνικά ζωντάνεψε!
Ο Αντρέας, ο μάγειρας, κατάλαβε αμέσως ότι αυτή ήταν η Πηγή της Αθανασίας που έψαχναν. Μάζεψε λίγο νερό σ’ ένα ασημένιο παγούρι, ήπιε λίγο και γύρισε στον καταυλισμό χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν. Έπειτα από μέρες έδωσε να πιει από το παγούρι που είχε με το αθάνατο νερό και η κόρη του Μ. Αλεξάνδρου, που ονομαζόταν Καλή (=Ωραία).
Ύστερα από κάμποσες μέρες, όταν σε μια συγκέντρωση στον καταυλισμό άρχισαν όλοι οι σύντροφοι του Μεγαλέξαντρου να λέει ο καθένας τι είδε και τι βρήκε, ο Αντρέας δεν μπόρεσε να βαστάξει άλλο το μυστικό του και διηγήθηκε την ιστορία με το ψάρι.
Τότε ο βασιλιάς Αλέξανδρος, μόλις αντιλήφθηκε ότι έχασε την ευκαιρία να γίνει αθάνατος, πρόσταξε, αφού πρώτα μαστιγώσουν τον Αντρέα, να του δέσουν μια πέτρα στο λαιμό και να τον ρίξουν στη θάλασσα να πνιχτεί. Αλλά ο Αντρέας, επειδή είχε πει από το αθάνατο νερό, δεν πνίχτηκε, παρά μόνο μεταμορφώθηκε και έγινε θαλάσσιος δαίμονας (σαν τις γοργόνες, τις νεράιδες κ.λπ.).
Ο Αλέξανδρος θύμωσε πολύ και με την κόρη του, την Καλή, που ήπιε από το αθάνατο νερό και δεν του είπε τίποτε, γι’ αυτό και την έδιωξε από κοντά του και εκείνη έφυγε μακριά του και μεταμορφώθηκε σε Νεράιδα.
Η θάλασσα μέσα στην οποία ρίχτηκε ο μάγειρας του Αλέξανδρου ο Αντρέας, από τότε ονομάζεται «Αντρεαντική» (δηλαδή Αδριατική).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ο αρχαίος ακροατής ή αναγνώστης του παραπάνω μύθου του Ψευδοκαλλισθένη (2ος ή 3ος αι. μ.Χ.) έβγαζε αμέσως το συμπέρασμα ότι, όποιος έπινε το αθάνατο νερό, ακόμα και να το ήθελε, δε θα μπορούσε πια να πεθάνει. Αν μάλιστα τον έριχναν στη θάλασσα για να τον πνίξουν ή αν ο ίδιος βουτούσε στη θάλασσα για να αυτοκτονήσει, το μόνο που θα πετύχαινε, θα ήταν να μεταμορφωθεί σε έναν αθάνατο θαλάσσιο δαίμονα.
Το συμπέρασμα αυτό δεν θα είχε ίσως καμία αξία, αν το τόλμημα του Ψευδοκαλλισθένη να ανοίξει τον ασκό της φαντασίας αποδίδοντας στο Μεγαλέξαντρο πράξεις εξωπραγματικές, δεν είχε σαν συνέπεια να αφήσει αχαλιναγώγητη τη φαντασία του πλήθους των ανθρώπων του Μεσαίωνα, που κοιμόταν έχοντας στο προσκέφαλό του το βιβλίου του «Αλεξάνδρου Βίος».
Η φαντασία του κόσμου οργίαζε, ενώ όλοι πίστευαν ότι υπήρχε πράγματι πηγή με αθάνατο νερό και ότι οπωσδήποτε την είχε βρει ο Μεγαλέξαντρος, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους τους, πώς και δεν πρόλαβε να πιει το αθάνατο νερό και άφησε τον χάροντα να του πάρει την ψυχή πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Οι απαντήσεις, κάποτε, άγνωστο πότε, άρχισαν να δίνονται. Η νεοελληνική παράδοση για τη Γοργόνα την αδερφή του Μεγαλέξαντρου είχε μπει στα σκαριά.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ
Ο Μεγαλέξαντρος έπειτα από πολύ ψάξιμο κατακουρασμένος και καταϊδρωμένος βρέθηκε μπροστά στην πηγή με το αθάνατο νερό, που έπεφτε σταγόνα-σταγόνα από την καρδιά ενός βράχου και σιγά-σιγά μπροστά της γινόταν μια λίμνη, που ξαφνικά εξαφανιζόταν, τη ρουφούσε η γη, και έπειτα από ώρα ξανά εμφανιζόταν.
Ο Μεγαλέξαντρος γέμισε ένα μικρό γυάλινο παγουράκι, αλλά δεν ήπιε τότε, επειδή ήταν πολύ κρύο σαν κρύσταλλο κι αυτός ήταν καταϊδρωμένος. Πήγε γρήγορα στο παλάτι του, άφησε βιαστικά το παγουράκι με το αθάνατο νερό πάνω σ’ ένα τραπέζι και μπήκε αμέσως στο λουτρό. Σκόπευε να πιει το αθάνατο νερό ξεϊδρωμένος και καθαρός.
Όταν η αγαπημένη του η αδερφή, που την έλεγαν Γοργόνα, έτσι την είχαν βαφτίσει, αυτή που τον αγαπούσε πολύ και συγύριζε καθημερινά το παλάτι του, είδε το γυάλινο παγουράκι με το αθάνατο νερό πάνω στο τραπέζι, νομίζοντας ότι ήταν νερό από τη βρύση του παλατιού, επειδή διψούσε, το ήπιε με σκοπό να πάει αμέσως να το γεμίσει με φρέσκο για τον αδερφό της.
Τη στιγμή, που η Γοργόνα έπινε το αθάνατο νερό, έβγαινε απ’ το λουτρό ο Μεγαλέξαντρος, την είδε και αναστενάζοντας της είπε: «Αχ, αδερφή μου, τι μου έκανες!».
Μόλις η Γοργόνα άκουσε ότι ήπιε το αθάνατο νερό που θα έκανε τον αδερφό της αθάνατο, τόσο πολύ στενοχωρήθηκε που έχασε τα μυαλά της. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή, και, πριν προλάβει κανένας να τη σταματήσει, έπεσε στη θάλασσα για να πνιχτεί. Δεν πνίχτηκε όμως, αλλά μεταμορφώθηκε αμέσως σε αληθινή, όνομα και πράμα, Γοργόνα. Μισή άνθρωπος και μισή ψάρι!
Από τότε η Γοργόνα η αδερφή του Μεγαλέξαντρου ζει μες στην αγωνία, να μην πεθάνει ο αδερφός της εξαιτίας της. Περιπλανιέται στα πέλαγα και, όταν συναντά ένα ελληνικό καράβι, το σταματά και ρωτά τον πρώτο ναύτη που θα δει «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;». Αν ο ναύτης είναι δασκαλεμένος και της απαντήσει «Ζει, κυρά μου, Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!». Το πρόσωπό της γαληνεύει και μαζί γαληνεύει κι η θάλασσα και το καράβι πάει στο καλό του…
Αλίμονο όμως σε εκείνο το καράβι που οι ναύτες του δεν είναι δασκαλεμένοι. Αν κάποιος αδασκάλευτος, όταν τον ρωτήσει η Γοργόνα «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» απαντήσει «Ο Μεγαλέξαντρος; Αυτός κυρά μου, είναι πεθαμένος εδώ και χρόνια!» η Γοργόνα αγριεύει, τρελαίνεται, χτυπάει με την ουρά της τη θάλασσα, σηκώνονται κύματα βουνά και καταπίνουν το καράβι…
Έτσι περίπου μου είχε διηγηθεί την ιστορία για τη Γοργόνα, την αδερφή του Μεγαλέξαντρου, πριν από πάρα πολλά χρόνια στο σπιτάκι μας στη Νάουσα ο κοσμογυρισμένος παραμυθάς αδερφός της μάνας μου, ο θείος μου ο Γιάννης, «Ο Καράγιαννες», όπως τον έλεγε η μάνα του, η γιαγιά μου η Πόντια η Ανατολή, επειδή ήταν τόσο πολύ μελαχρινός όσο και γλυκομίλητος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου. Προλεγόμενα και ιστορική εισαγωγή Α.Α. Πάλλη 1935. Εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1961.
2. Ελληνική Μυθολογία Jean Richepin, Αθήνα 1953.
3. Μακεδονία 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτ. Αθηνών.
4. Αργυρώς Τατάκη «The Medusa of Beroea: A Historical Interpretation». Ανάτυπο από τα «Μελετήματα» του Κ.Ε.Ρ.Α. Τόμος 10/1990.
5. Ι. Σταματάκου, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, εκδοτ. οικ. Π. Δημητράκου Α.Ε> (Αθήνα 1949).