Του ιερέως
Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
Τον τελευταίο καιρό, φίλοι αναγνώστες, παρακολουθώ τα Μ.Μ.Ε. (Εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοράσεις κ.λπ.) και ομολογώ ότι «πιάνεται η καρδιά μου».
Διαβάζω, ακούω και βλέπω: Δολοφονίες γυναικών, οικογενειακή και κοινωνική βία, τρομοκρατία, ναρκωτικά, ανεργία, μαφίες, διαρρήξεις… και καταλήγω στο συμπέρασμα πως η κοινωνία μας έχασε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικότητά της, που περιορίσθηκε σε μερικές άγουστες κοσμικότητες, κι έγινε στην ουσία ακοινώνητη, αφού και τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσά μας διαφεντεύει, ως επί το πλείστον, είτε το συμφέρον, είτε το πρόσχημα.
Στην επικράτηση αυτού του σχήματος των κοινωνικών σχέσεων συνέβαλαν, κατά την άποψή μου, όχι τόσο οι συνθήκες της ζωής μέσα στις μεγαλουπόλεις, όσο η διάβρωση, των συνειδήσεων από αντικοινωνικά συναισθήματα, που ρίχθηκαν από χρόνια στο χώρο μας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Νίτσε Φρειδερίκος (Γερμανός φιλόσοφος 1844-1900), φώναζε δυνατά το πιστεύω του: «Η στάσις μου απέναντι στο παρόν είναι πόλεμος με το μαχαίρι στα δόντια. Οι δυνατοί δικαιούνται να παχαίνουν με τη σάρκα των αδυνάτων. Ο άνθρωπος πρέπει να ξαναγίνει σκληρό και άγριο ζώο. Η σκληρότης είναι η αρετή και η συμπόνοια η χειρότερη από όλες τις κακίες. Καθώς τα αρπακτικά σαρκοφάγα θηρία κατασπαράζουν και κατατρώγουν τα τρυφερά αρνάκια, έτσι πρέπει να φέρονται οι δυνατοί άνθρωποι προς τους αδυνάτους και τους ταπεινούς. Ούτε δισταγμό ούτε μεταμέλεια να αισθάνεσαι. Να ξέρεις πως όλα είναι θεμιτά, εκτός της αδυναμίας».
Και ο Ανατόλιος Λουνατσάρσκυ (Σοβιετικός πολιτικός και συγγραφέας 1875-1933) έριχνε το σύνθημα: «Κάτω η αγάπη προς τον πλησίον».
Και ο Τουργκένιεφ Ιβάν Σεργκέϊεβετς (Ρώσος συγγραφέας 1818-1883), με το μυθιστόρημά του «Πατέρες και γυιοί» δίδασκε πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι κάτι το τελείως άσκοπο και παράλογο.
Αυτά τα κηρύγματα, με πολλά άλλα παρόμοια, σκλήρυναν τις καρδιές και πέτρωσαν το αίσθημα. Ξεθώριασαν τις χαριτωμένες νότες της Αγάπης μέσα μας κι επέβαλαν την προσταγή του Μίσους. Ο καθένας κλείστηκε στον εαυτό του και οι πιο τολμηροί έβλαψαν το διπλανό τους, όταν είχαν τέτοια ευκαιρία. Η κοινωνία μας έγινε μια απέραντη ζούγκλα με ένοικους ανθρωπόμορφα θηρία που αλληλοσπαράζονται χωρίς πολλές φορές, αίματα και κραυγές, αλλά με το γάντι, με την ευγένεια την επίπλαστη και υποκριτική, με το ψεύτικο χαμόγελο που ρίχνει στάχτη στα μάτια και διευκολύνει τη δουλειά του στιλέτου.
Και η σκληρότητα αυτή επεκτάθηκε και στο χώρο της πρόνοιας. Ο πόνος του άλλου μας αφήνει αδιάφορους. Αρκεί που δεν πονάμε εμείς.
Έγραφε πριν χρόνια σ’ ένα του χρονογράφημα ο Παύλος Νιρβάνας (Φιλολογικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη: Μαριούπολις Ρωσίας 1866 – Αθήνα 1937). «Έξω από τον ναόν του αγίου Διονυσίου εις τον Πειραιά, ευρέθη πτώμα γέροντος αρμενίου. Επηκολούθησεν η απαραίτητος νεκροψία, η οποία απέδειξεν ότι ο άνθρωπος απέθανε από ασιτίαν. Όλοι, φυσικά, καθησύχασαν. Δεν επρόκειτο περί εγκλήματος! Αι μυριάδες των σιαγόνων, που μασούν αδιάκοπα από το ένα πρωί ως το άλλο πρωί, εις τα διάφορα λαμπρά κέντρα της πόλεως και της εξοχής, καθησύχασαν και αυτά. Δεν επρόκειτο περί εγκλήματος! Η μακαρία κοιλία των Αθηνών, εις μίαν λέξιν της οποίας προς στιγμήν διεταράχθη η κανονική λειτουργία, ξαναβρήκε και αυτή τον ρυθμόν της. Δεν επρόκειτο περί εγκλήματος! Αλλ’ αν το να πεθαίνει κανείς από πείνα μέσα εις μίαν κοινωνίαν ανθρώπων, δεν είναι έγκλημα, θα ήμουν περίεργος να μάθω τι ονομάζομεν έγκλημα». Αλήθεια, όταν η κοινωνία μας δεν είναι κοινωνία αγάπης, της μένει τίποτε άλλο για να μη χαρακτηρισθεί κοινωνία μίσους και εγκλήματος;
Στην εποχή μας, φίλοι αναγνώστες, δεν έχουμε ανάγκη από ανθρώπους. Άνθρωποι υπάρχουν πολλοί και μάλιστα δισεκατομμύρια. Στην εποχή μας έχουμε ανάγκη από ΣΥΝ ανθρώπους. Μας λείπει δηλαδή αυτό το ΣΥΝ.
Πονάμε και δεν υπάρχει αυτό το ΣΥΝ, να μας απαλύνει τον πόνο.
Υποφέρουμε και δεν υπάρχει αυτό το ΣΥΝ, να μας παρηγορήσει.
Κλαίμε και δεν υπάρχει αυτό το ΣΥΝ να μας σκουπίσει το δάκρυ, αλλά και να δακρύσει μαζί μας. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα δάκρυα που τρέχουν για τον πλησίον μας, τα δέχεται πάντα ο Θεός, όπως παραστατικά λέγει ο ποιητής Ι. Πολέμης στο πιο κάτω ποίημά του:
Από τη γη δύο δάκρυα. Θερμά μαργαριτάρια,
ανέβηκαν και στάλαξαν στου Πλάστου τα ποδάρια.
Κι είπε το πρώτο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για το δικό της πόνο».
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «-Ούτε στιγμή μη χάνεις!
Σύρε να γίνεις βάλσαμο, τον πόνο της να γιάνεις».
Κι είπε και το άλλο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για κάποιο ξένο πόνο»!
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «Εσύ μαζί μου μείνε!
Της ευσπλαχνίας τα δάκρυα, δικά μου δάκρυα είναι».