Ο Οκτώβρης μπήκε με πρόσωπο καλοκαιριού.Άδραξα λοιπόν την ευκαιρία να ξαναπάω στο χωριό μου.
Φτάνοντας,το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν οι ώριμες αγκαθωπές μπαλίτσες της καστανιάς μου,που είχαν ξαπλωθεί στο γρασίδι,βγάζοντας απο τις κοιλιτσες τους τους γευστικούς καρπούς της.
Με νιαούρισμα γεμάτο παράπονο και πείνα,η μαμά γάτα μου έλεγε τα νέα της,δείχνοντας με συγχρόνως τον δρόμο προς την αποθήκη.
Παράτησα τα πράγματα μου καταγής,και πηγαίνοντας προς τα εκεί έψαχνα με το βλέμμα μου τα δύο χαριτωμένα γατάκια της.
Φοβήθηκα μήπως δεν επέζησαν,όμως χαμογέλασα όταν τα είδα να ξεπροβάλουν πίσω από τον ξύλινο καναπέ.
Έδωσα νερό και φαγητό στην οικογένεια και συμμάζεψα τις προμήθειες μου.Αχ!πόσο μου έλειψε ο Παράδεισος μου!Βέβαια δεν ακουγόταν οι παιδικές φωνές από την πλατεία,ούτε υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση στο δρόμο κάτω απο τον φράχτη.
Όμως κάθε απόγευμα άκουγα τα κουδουνάκια των αλόγων που ανηφόριζαν στο δύσβατο δασος, για να φορτωθούν τα ξύλα,που είχαν υλοτομηση οι ξυλοκόποι το πρωι.
Όλοι σχεδόν την ημέρα και την νύχτα οι προστάτες σκύλοι του γείτονα,με προειδοποιούσαν για κάθε τι ξένο που περνούσε απ εξω.Πότε-πότε άκουγα από μακριά βελάσματα προβάτων που γυρνούσαν απο την βοσκή για την στάνη τους.
Προς τα ξημερώματα άκουγα πίσω απο τον συρμάτινο φράχτη τα αγριογούρουνα να τρώνε τα πεσμένα καρύδια.
Το πρωί οι σκίουροι,συγκέντρωναν και αυτοι προμήθειες για τον χειμώνα απο τα ψηλά κλαδιά του δέντρου.Φέτος οι καρυδιές ήταν φορτωμένες,αλλά ο καρπός δεν ήταν καλός.
Μόνη παρέα με όλα τα ζώα ήταν σαν να ήμουνα η Χιονάτη χωρίς τους νάνους της.
Ο πρωινός ζεστός ήλιος δεν θύμιζε φθινόπωρο,μάλλον έμοιαζε με καλοκαίρι.όμως τα χρώματα της φύσης,που σιγά-σιγά ετοιμάζονταν για ύπνο,έδιωχναν αυτή την ψευδαίσθηση.Λόγω του ζεστού καιρού μάζεψα αρκετά ζαρζαβατικά.Από το πρωί ως το βράδυ σκυμμένη μέσα στον κήπο μου,έχανα την αίσθηση του χρόνου και δεν καταλάβαινα πότε σουρούπωνε.Κάθε τόσο μάλωνα τα μικρά μου γατάκια για τις πολλές σκανδαλιές τους.
Μία εβδομαδα στον Παράδεισο μου χίλιες γλυκές σκέψεις,αυτογνωσίας, χαλάρωσης και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό Πατέρα,γέμιζαν την ψυχή μου.
Ο ουρανός και ο κήπος με τα ζώα έγιναν μια αγκαλιά,ένας μοναδικός χώρος ησυχίας και χαράς παρόλη την σωματική μου κούραση.
Στο τέλος της εβδομάδας κλειδώνοντας την εξώπορτα,ρίχνωντας μια ματιά στον Παράδεισο μου,του υποσχέθηκα νοερά ότι θα ανταμώναμε πάλι με την πρώτη ευκαιρία.....
Όλγα
Κουτμηρίδου
Μεταξά