Του Πάρη Παπακανάκη
Με τον ακαταμάχητο ενθουσιασμό της νιότης “καταβροχθίσαμε” την ανηφόρα που ορθωνόταν σαν φόβητρο στη συνέχεια της γέφυρας του “Στρατού”, περάσαμε από τα ριζά της τούμπας πάνω στην οποία ήταν χτισμένο το 5ο Δημοτικό Σχολείο και κατευθυνθήκαμε προς τα “εβραϊκά μνήματα”. Η ερημιά και η ιδιαιτερότητα του τοπίου με τα διάσπαρτα, παραμελημένα ταφικά μνημεία μού δημιούργησαν προσωρινά κάποια εσωτερική ανησυχία, αλλά αναθάρρεψα σύντομα καθώς συναντήσαμε τα πρώτα σπίτια της συνοικίας του Προμηθέα.
Αμέσως με εντυπωσίασε το πόσο πολύ διέφερε απ’ τις πυκνόκτιστες κι οχυρωματικής δομής γειτονιές του κεντρικού ιστού της πόλης που εγώ γνώριζα ως τότε. Η “συνοικία” δεν ήταν παρά ολιγάριθμα μικρά (στην πλειοψηφία τους) σπίτια με περιποιημένους κήπους, σκορπισμένα μέσα σε απέραντες αλάνες. Μόνο γύρω από τον κεντρικό δρόμο που βαδίζαμε (σημερινή οδό Ακροπόλεως) παρουσίαζε κάποια οικιστική πυκνότητα. Παρόλα αυτά σου έδινε την αίσθηση ότι έσφυζε από ζωή. Από κάθε κατεύθυνση κατέφθαναν χαρούμενες παιδικές φωνές. Η κάθε αλάνα φιλοξενούσε το παιδομάνι κάποιας διπλανής γειτονιάς…
Μπροστά από την τούμπα του 5ου Δημοτικού Σχολείου Βέροιας τη δεκαετία το ‘50 (Αρχείο Ευφροσύνης Κοιμτζόγλου)
Το εβραϊκό κοιμητήριο, πριν την ανάπλαση της περιοχής
(Αρχείο Γεράσιμου Καλλιγά)
Απόσπασμα αεροφωτογραφίας του 1970.
Σημεία αναφοράς:1) Το 5ο Δ.Σχ. Βέροιας, 2) Η γέφυρα Θερμοπυλών (όπου σήμερα γίνεται η Λαϊκή Αγορά), 3) Η οδός Ακροπόλεως, 4) Το ρέμα “Λιανοβρόχι”
Σε κάποια από τις πιο μεγάλες αλάνες (δεν μπορώ να προσδιορίσω τον ακριβή χώρο στις μέρες μας) συναντήσαμε μια αγοροπαρέα από τη γειτονιά της “Παναγίας Δεξιάς” (όπως μας συστήθηκαν κατά τα συνηθισμένα τότε αγορίστικα κοκορεύματα). O Λευτέρης προπορεύθηκε με θάρρος, έκανε κάποιες συνεννοήσεις μαζί τους και επιστρέφοντας μας ανακοίνωσε: «Μάγκες, έκλεισε διπλό! Ξεκινήστε μόνοι σας τον αγώνα! Εγώ πηγαίνω να ξεπουλήσω* και θα είμαι πίσω σε κανένα τέταρτο...».
[ * Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ο πανέξυπνος Λευτέρης είχε δημιουργήσει ένα προσωπικό (και αυστηρώς απόρρητο) δίκτυο πελατών, τους οποίους σε δεδομένη ευκαιρία προμήθευε με καραβίδες και ποταμίσια ψάρια για να εξασφαλίζει έξτρα χαρτζιλίκι…]
Στην ενδοπαρεΐστικη σύσκεψη που ακολούθησε, σύμφωνα με τους “ιερούς κι απαράβατους” κανόνες της αλάνας, μου ανατέθηκε η (υποτιμητική) θέση του τερματοφύλακα (ως ο μικρότερος, θεωρούμουν και ο λιγότερο αποτελεσματικός ποδοσφαιρικά). Όμως αυτή η όχι και τόσο κολακευτική απόφαση έμελλε σύντομα να αναβαθμίσει σημαντικά τη θέση μου στην εσωτερική ιεραρχία της τσακαλοπαρέας!
Η ωριαία περίπου ποδοσφαιρική αναμέτρηση “Κυριώτισσας-Παναγίας Δεξιάς” είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου ντέρμπυ της Εθνικής Κατηγορίας: πάθος για τη νίκη, περίτεχνες ενέργειες, επιδοκιμασίες, κλαδέματα, αψιμαχίες, πανηγυρισμούς, επιφωνήματα απογοήτευσης…
Η υπεροψία κυρίως των αντιπάλων απέναντί μου (λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας) ήταν αυτή που μού πρόσφερε εκείνη την ημέρα αρκετές ευκαιρίες για κρίσιμες αποκρούσεις, αλλά και… πολλαπλάσιες σποροπροσφωνήσεις** .
[ ** «Ρε, τον σπόρο!!!» έλεγαν με έκπληξη και χαρά οι συμπαίκτες μου,
«Ρε, τον σπόρο…» έλεγαν με μάτια που πετούσαν σπίθες από εκνευρισμό οι αντίπαλοι. ]
Με τη λήξη του αγώνα βρέθηκα να τραμπαλίζομαι επικίνδυνα στους ώμους των μεγαλύτερων της παρέας, οι οποίοι θριαμβολογώντας για τη νίκη μας χάραξαν αμέσως πορεία προς το περιβόητο “Λιανοβρόχι”, κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο…
Ποδοσφαιρικός αγώνας σε αλάνα (Αρχείο Μποζίνη Θωμά)
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα φτάσαμε στο φρύδι του φυσικού πλατώματος κι εκεί με περίμενε νέα, μεγαλύτερη έκπληξη! Ξαφνικά σε αρκετό βάθος κάτω από τα πόδια μας αναδείχθηκαν: ένας εντυπωσιακός σχηματισμός μεγάλων βράχων και ένα μικρό ποταμάκι, το οποίο -αν και δεν σου “γέμιζε το μάτι”- έμοιαζε να “κατατρώγει λίγο-λίγο τα σωθικά” των επιβλητικών βράχων καθώς κυλούσε ήρεμα ανάμεσά τους!
Σε κάποιο σημείο της βραχόκλειστης κοίτης ξεχώριζε από ψηλά ο σχηματισμός μιας μικρής λίμνης, όπου δεκάδες αγόρια και κορίτσια απολάμβαναν, όχι τόσο το κολύμπι, αλλά τα τρελά παιχνίδια της ελευθερίας στο νερό, όπως μαρτυρούσε η ολόγεμη από φασαρία, γέλια και χαρούμενες παιδικές φωνές ατμόσφαιρα!
Ενώ κατεβαίναμε με προσοχή το απότομο μονοπάτι, βαδίζοντας προστατευτικά πίσω μου ο Λευτέρης μού εξηγούσε ταυτόχρονα ότι κάποιος μπαρμπα-Γιάννης είχε κατασκευάσει με τα χέρια του κάτι σαν πετρόχτιστη γέφυρα με πολύ πλατιά πέλματα βάσης στην κάθε όχθη, το στενό άνοιγμα της οποίας μπορούσε να το φράζει με χοντρές ξύλινες σανίδες κι έτσι να σχηματίζεται η λίμνη.
Όταν όμως στη συνέχεια του λόγου του ανέφερε ότι για να κάνει μπάνιο κάποιος έπρεπε να πληρώσει μία δραχμή, ειδάλλως ο μπαρμπα-Γιάννης θα του έπαιρνε τα ρούχα, με μιας “μαρμάρωσα” στη θέση μου… «Τι συμβαίνει, ρε σπόρε; Τι έπαθες;» με ρώτησε, ενώ έκανε προσπάθεια να μην με ποδοπατήσει. «Δεν έχω μία δραχμή!» κατάφερα να ψελλίσω... «Κι εμείς τι κάνουμε εδώ; Μπρίκια κολλάμε; Άντε, προχώρα!» μου αποκρίθηκε. Διαισθητικά από το βλέμμα του κι όχι από τα λεγόμενά του σιγουρεύτηκα ότι είχε τη λύση στο πρόβλημά μου και επομένως δεν θα ήμουν υποχρεωμένος να διασχίσω χωρίς ρούχα τη μισή Βέροια για να επιστρέψω στο σπίτι μου…
Φτάνοντας στην ακρολιμνιά καθίσαμε για ξεκούραση πάνω σε κάτι πέτρες. Μόλις πήραμε δυο-τρεις ανάσες, ο Λευτέρης πετάχτηκε όρθιος λέγοντας: «πάω για να βγάλω εισιτήρια» και με αποφασιστικότητα κατευθύνθηκε προς μια προχειροφτιαγμένη καλύβα δίπλα από το ιδιόμορφο γεφυράκι-φράγμα. Τα επόμενα δέκα λεπτά, οι υπόλοιποι της παρέας έκαναν σαν να ήταν ζωσμένοι από φίδια αγωνιώντας για την εξέλιξη του πράγματος και μόνο εγώ μισοξαπλωμένος απολάμβανα τις εικόνες των χαρούμενων παιδιών τριγύρω, απόλυτα γαλήνιος και χαλαρός! Είχα όμως δύο σοβαρούς λόγους γι’ αυτό: κατ’ αρχήν ήμουν βέβαιος πλέον για την αποτελεσματικότητα του αρχηγού μας (κι ας ήταν θολό ακόμη στον νου μου εκείνο το «Μπρίκια κολλάμε;»), κυρίως όμως, γιατί για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα ήξερα τι ήταν αυτό που “έπρεπε να βγάλουμε” και “γιατί”…
Σε λίγο εμφανίστηκε ο Λευτέρης μαζί με έναν άγνωστο κύριο πάνω στο γεφυράκι συζητώντας και δείχνοντας προς τη δική μας κατεύθυνση. Ο κύριος κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα πρώτα εμάς, μετά την παλάμη διερευνητικά και τέλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Οι καταιγιστικές σκηνές που επακολούθησαν δύσκολα περιγράφονται!
Ο Λευτέρης άρχισε να τρέχει προς το μέρος μας φωνάζοντας από μακριά κάτι, οι υπόλοιποι βγάζοντας ακατάληπτες κραυγές χαράς άρχισαν να πετάνε τα ρούχα τους όπου να’ ναι και να πηδάνε με φόρα μέσα στη λίμνη, σηκώνοντας με δυνατούς παφλασμούς τεράστιους πίδακες νερού κι εγώ -βρεγμένος πλέον από την κορφή ως τα νύχια- πάσχιζα να αποκωδικοποιήσω τη σχέση που είχαν όλα αυτά με το “Μπρίκια κολλάμε;”…
Από τον βαθύ στοχασμό με αφύπνισε και πάλι ο Λευτέρης, ο οποίος -ξεκαρδισμένος από την εικόνα που παρουσίαζα- με καθοδήγησε να βγάλω το μπλουζάκι μου και να το απλώσω πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, στη συνέχεια με βοήθησε να φτάσω μέχρι το νερό κι αφού μου καθόρισε με αυστηρότητα τα όρια στα οποία μου επιτρεπόταν να κινούμαι (βλέπετε δεν ήξερα να κολυμπώ ακόμη), έκανε ένα μεγαλοπρεπές μακροβούτι μέχρι τα άλλα παιδιά της παρέας.
Απόμεινα ακίνητος από έκσταση σ’ εκείνη τη θέση για περισσότερο από μία ώρα, “ρουφώντας αχόρταγα” με όλες τις αισθήσεις μου τα γέλια, τα βουτήγματα στο νερό, τον καταγάλανο ουρανό, τον λαμπερό ήλιο, τα δροσερά πιτσιλίσματα στο πρόσωπό μου, τα παράξενα σχήματα των άγριων βράχων που μας περιτριγύριζαν…
«Λοιπόν, είναι ωραία η ζωή!» άκουσα μια μεστή ανδρική φωνή πίσω μου. Έστρεψα ξαφνιασμένος και αντίκρισα τον άγνωστο κύριο που με το απλό κούνημα του κεφαλιού του είχε πυροδοτήσει όλη αυτήν την έκρηξη χαράς. Του χαμογέλασα και κούνησα με τον δικό του τρόπο καταφατικά το κεφάλι μου…
[Σήμερα σκέφτομαι ότι είχα την τύχη να συνομιλήσω με ένα πρόσωπο που είχε πάρει διαστάσεις μύθου μεταξύ των παιδιών της εποχής, τον μπαρμπα-Γιάννη Ρήγα !!! ]
Για να μη μακρηγορώ, μετά από ένα ολιγόλεπτο στέγνωμα στον ήλιο, πήραμε τρισευτυχισμένοι όλοι τον δρόμο της επιστροφής με γέλια και τραγούδια. Η δική μου όμως ευτυχία έμελλε να διαρκέσει μόνο μέχρι τη συμβολή Μιαούλη και Ρήγα Φεραίου, απ’ όπου διέκρινα στο βάθος τη φιγούρα της μάνας μου να με περιμένει με τα χέρια στη μέση (γνώριμος οιωνός για ό,τι θα επακολουθούσε) !
Μόνο η παρέμβαση της μαμούλας Ντίγκας με πραγματική αυτοθυσία (σαν την κλώσα που σκεπάζει τα κλωσόπουλά της) κατάφερε να δώσει ένα τέλος στις “κατά συρροή και επανάληψη” ηθοπλαστικές προσγειώσεις της μητρικής παντόφλας επί των οπισθίων μου…
Είμαι βέβαιος ότι οι συνομήλικοι και μεγαλύτεροι, καθώς διαβάζετε αυτό το κείμενο, αναγνωρίζετε πολλά κοινά με προσωπικές σας εμπειρίες και πότε-πότε σιγομουρμουρίζετε: «δεν έγραψε αυτό…», «παρέλειψε εκείνο…». Απολογούμαι προκαταβολικά λοιπόν, ολοκληρώνοντας έτσι τη συνάντησή μας: Συμπαθήστε με, αγαπητοί φίλοι! Πώς να χωρέσει όλη η “μαγεία” των παιδικών μας χρόνων σε λίγες μόνο γραμμές;