Του Πάρη Παπακανάκη
Μου άρεσε τα καλοκαίρια να “δραπετεύω” συχνά πυκνά από την περίκλειστη γειτονιά της εκκλησίας των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττας (όπου ήταν το σπίτι μας), να ανηφορίζω την οδό Έλλης και διασχίζοντας στη συνέχεια τα στενά δρομάκια της συνοικίας της Κυριώτισσας, να καταλήγω στην αρχή σχεδόν της οδού Ρήγα Φεραίου, όπου ήταν το σπίτι της μαμούλας Ντίγκας* (* γιαγιά Αικατερίνη, από την πλευρά της μητέρας μου).
[ Η μητέρα μου είχε βεβαιωθεί ότι μπορούσα να κάνω τη διαδρομή με ασφάλεια και ήταν μια συμφωνημένη παραχώρηση. Ήταν άλλωστε διαφορετικές οι κοινωνικές κλπ συνθήκες της πόλης μας στα τέλη της δεκαετίας του ‘60…]
Εκεί, σ’ ένα υπερυψωμένο φυσικό πλάτωμα (σήμερα ακριβώς πάνω από το Βυζαντινό Μουσείο και δίπλα από τα ανακατασκευασμένα οθωμανικά σπίτια) ήταν ο παιδικός μου παράδεισος! Ανάμεσα σε χόρτα, αγριοσυκιές και βρωμοκαρυδιές είχε το στέκι της μια “τσακαλοπαρέα” από μεγαλύτερα αγόρια της γειτονιάς, που μου μάθαιναν όλες τις ομορφιές της ζωής: να παίζω μπίλιες, να κάνω σφεντόνες, να σκαρφαλώνω στα βράχια του γκρεμού, να κατασκευάζω και να πετάω χαρταετούς, να βουτάω το κεφάλι μου κάτω από την εξωτερική βρύση της γιαγιάς για να δροσιστώ από την κάψα του καλοκαιρινού παιχνιδιού…
Το υπερυψωμένο πλάτωμα της Ρ. Φεραίου, δίπλα από το σημερινό Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας
Ένα τέτοιο πρωινό που προμηνούσε τη ζέστη της ημέρας, ίσα που πρόλαβα την παρέα των μεγάλων αγοριών, καθώς αναχωρούσε με ξέχειλο ενθουσιασμό για “περιπέτεια”. «Σήμερα θα πάμε στο ποτάμι… Δεν μπορείς να έρθεις εσύ, είσαι μικρός!» μου είπε κοφτά ο Λευτέρης (όνομα και πράμα ο τυπάκος), ο “αρχηγός” της παρέας, και πήρε πρώτος το δρόμο προς την πλατεία Ωρολογίου (τη σημερινή οδό Μιαούλη).
Μπροστά οι μεγάλοι με γοργό βηματισμό και ζωηρά χάχανα, ξοπίσω τους εγώ τρέχοντας για να μη τους χάσω από τα μάτια μου, διασχίσαμε την πλατεία Ωρολογίου και πήραμε την κατηφοριά, αφήνοντας πίσω μας την κλινική του Αρχοντούλη, με κατεύθυνση τη γέφυρα του “Στρατού” (τη σιδερένια γέφυρα που είχε κατασκευάσει ο στρατός σε αντικατάσταση της καταστραμμένης πέτρινης γέφυρας του “Φούρναρη”).
Η πλατεία Ωρολογίου τη δεκαετία του ’60. Αριστερά (το λευκό κτήριο) η κλινική Αρχοντούλη και απέναντι η οικία Ωρολογά, η αρχή για το μονοπάτι της “Βασίλισσας Βεργίνας”
Με υπερπροσπάθεια πρόλαβα και είδα τους προπορευόμενους μεγάλους να στρίβουν αριστερά, πριν πατήσουν πάνω της. Πεισματικά τους ακολούθησα και βρέθηκα να βαδίζω πασχίζοντας σ’ ένα σκιερό από την πυκνή βλάστηση λιθόστρωτο δρομάκι. Λαχανιασμένος έπεσα ξαφνικά πάνω τους, ενώ έκαναν στάση για να ξεδιψάσουν στη βρύση κάτω από το ξύλινο κιόσκι. Με υποδέχτηκαν ξαποστέλνοντάς μου όποιο “κοσμητικό επίθετο” γνώριζαν…
Μέχρι να ξεδιψάσω και να ξαναβρώ φυσιολογική αναπνοή, οι μεγάλοι λίγα μέτρα παράμερα είχαν ολοκληρώσει μια γρήγορη και ταραχώδη σύσκεψη. Δεν μπορούσα να ακούσω ακριβώς τι έλεγαν, γιατί ο θόρυβος των νερών του ποταμού σκέπαζε τη συνομιλία τους. Σε λίγο με πλησίασε ο Λευτέρης φανερά εκνευρισμένος, μ’ άρπαξε από τον γιακά και, ενώ με έσερνε σχεδόν, μου είπε επιτακτικά: «Μην ξεμακρύνεις βήμα από δίπλα μου! Ακούς σπόρε;»
Συνεχίσαμε την πορεία μας στο ίδιο μικρό μονοπάτι παράλληλα από το ποτάμι, μόνο που η βλάστηση γύρω ήταν πια οργιαστική. “Τα χρειάστηκα”, αλλά τρέμοντας περισσότερο το άγριο βλέμμα του Λευτέρη, συνέχισα να βαδίζω χωρίς να ξεστομίσω το παραμικρό παράπονο. Σταματήσαμε μετά από λίγο σ’ ένα πλάτωμα της όχθης. Στο σημείο εκείνο, πυκνά διάσπαρτα βράχια προέβαλλαν μέσα στα νερά που κυλούσαν σχετικά πιο ήρεμα στην κοίτη του ποταμού.
Ο Λευτέρης έβγαλε από την τσέπη του μια χοντρή χαρτοσακούλα παντοπωλείου κι έναν σουγιά. Ακούμπησε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα δίπλα μου τη χαρτοσακούλα δίνοντάς μου βλοσυρός εντολή να την προσέχω, διάλεξε από τριγύρω δυο τρία λεπτά κλαδιά κι έκανε με τον σουγιά μυτερή τη μία άκρη τους. Στη συνέχεια έβγαλε από τη χαρτοσακούλα ένα πολυκαιρισμένο λουκάνικο και το έκοψε σε μικρά κομμάτια, τα οποία πέρασε με επιδεξιότητα στα κλαδιά. Όλη αυτή την ώρα κοιτούσα σχεδόν εκστασιασμένος, δίχως να πω λέξη...
«Κοίταξε τώρα τι κάνουμε και… μάθε το καλά! Το καλό που σου θέλω…» μου είπε με νόημα ο Λευτέρης κι αμέσως με ακροβατική άνεση σαλτάρισε πάνω σε μία από τις ποταμόπετρες, βυθίζοντας στο νερό κοντά στη βάση της το ένα από τα δολωμένα κλαδιά. Μετά από κάποια λεπτά αναμονής σε απόλυτη σιγή, αποφασιστικά βούτηξε το ελεύθερο χέρι του στο νερό παράλληλα με το κλαδί και όταν το έβγαλε, κρατούσε με τα ακροδάχτυλά του ένα κακομούτσουνο πλάσμα με μακριά μουστάκια, μεγάλες δαγκάνες, μακρόστενο σώμα και αρκετά αρθρωτά πόδια στο πλάι. Ξαφνιάστηκα στη θέα του, αλλά έκανα μεγάλη προσπάθεια να δείχνω ψύχραιμος.
«Είναι μια καραβίδα, μικρέ…» μου εξήγησε με γάργαρο γέλιο -το πρώτο εκείνη την ημέρα- ο Λευτέρης (που προφανώς κατάλαβε ότι “είχε παγώσει το αίμα μου” από το θέαμα) «…πάρ’ την και βάλ’ την μέσα στη χαρτοσακούλα!». Ξεπερνώντας κατά πολύ τα ψυχικά μου όρια, πλησίασα με ασταθή βήματα πάνω στα βράχια, την πήρα διστακτικά από το χέρι του και με γρήγορες κινήσεις έκανα αυτό που μου είπε…
Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά, άλλοτε με επιτυχημένους βηματισμούς πάνω στις πέτρες κι άλλοτε τσαλαβουτώντας στα δροσερά νερά του Τριποτάμου. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν ανατρίχιαζα πλέον στο άγγιγμα του γλοιώδους ποταμίσιου πλάσματος και τότε μόνο άφησα το βλέμμα μου να περιστραφεί χαλαρά τριγύρω:
Λίγα μέτρα πιο πάνω, οι υπόλοιποι της παρέας προσπαθούσαν κι αυτοί με ανταγωνιστικό πάθος να ξεπεράσουν την επιδεξιότητα του Λευτέρη και να γεμίσουν με καραβίδες τις δικές τους χαρτοσακούλες. Λίγο πιο ψηλά, στις βάθρες, σε απόλυτη αντίθεση με τη δική μας ένταση, ένας κύριος με γαλήνιες κινήσεις έριχνε και μάζευε την πετονιά με το καλάμι ψαρέματος (όπως μου εξήγησε ο Λευτέρης). Από την αντίθετη κατεύθυνση, πάνω στη γέφυρα, μια συντροφιά νεαρών μας παρακολουθούσε μέσα σε ανταλλαγές σχολίων και χειρονομίες…
Ψάρεμα στον Τριπόταμο τη δεκαετία του ‘60
Νεανική συντροφιά στον Τριπόταμο στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 (Αρχείο Δέσποινας Ρούσου)
«Άσε τις ρομάντζες, μικρέ και δούλευε! Πρέπει να βγάλεις το εισιτήριό σου…» με επανέφερε ορθά-κοφτά ο Λευτέρης. Δεν κατάλαβα βέβαια τι ήταν αυτό που “έπρεπε να βγάλω” και “γιατί”, αλλά πού να τολμήσω να του κάνω ερώτηση… Πήρα λοιπόν βιαστικά-βιαστικά κι εγώ ένα δολωμένο κλαδί κι άρχισα τις πρώτες αυτόνομες απόπειρες “καραβιδοσυλλήψεων”.
Πέρασαν δυο-τρεις ώρες μέσα σε επιφωνήματα απογοήτευσης (ως επί τω πλείστον), θριαμβολογίες (αραιά και πού), κραυγές πόνου από δαγκωματιές (συχνά-πυκνά), τσαλαβουτήματα (σχεδόν μόνιμη κατάσταση) και δεχόμενος “με το τσουβάλι” πειράγματα των μεγαλύτερων του τύπου: «Πιο πολύ είναι το βάρος του λουκάνικου που ξοδεύει απ’ το βάρος των καραβίδων που πιάνει!», «Δεν πειράζει, θα είναι καλοθρεμμένες την επόμενη φορά που θα έρθουμε!!!» κλπ. κλπ. Δεν με πτοούσε όμως τίποτε από όσα μου έσερναν, καθώς μέσα μου είχε αφυπνισθεί πλέον το “αρχέγονο ένστικτο του κυνηγού”…
Σταμάτησα μόνο όταν η επιβλητική φωνή του Λευτέρη μας ανακοίνωσε: «Μάγκες, τα μαζεύουμε, τα βγάλαμε τα εισιτήρια! Πάμε!!!». Οι υπόλοιποι έβγαλαν αμέσως επιφωνήματα θριάμβου, ενώ εγώ και πάλι είχα μέσα μου την απορία “τι είναι αυτά που βγάλαμε” και “γιατί”, αλλά οι στιγμές δεν ήταν καθόλου κατάλληλες για ερωτήσεις. Έπρεπε επειγόντως να επικεντρωθώ στην υπερπροσπάθεια να ακολουθώ τον ρυθμό των μεγάλων. Σύντομα βρεθήκαμε να “παρελαύνουμε με στρατιωτικό βηματισμό” πάνω στη μεταλλική γέφυρα (εισπράττοντας πλουσιοπάροχες αποδοκιμασίες αγανάκτησης από τις νοικοκυρές των γειτονικών σπιτιών) με κατεύθυνση προς την ανηφόρα για το 5ο Δημοτικό Σχολείο…
Η γέφυρα του Στρατού τη δεκαετία του ’50 (Αρχείο Π. Ζέρβα)
(Συνεχίζεται)
ΥΓ.
Προς αποφυγή παρερμηνειών, διευκρινίζω ότι τα τελευταία χρόνια ΔΕΝ επιτρέπεται το ψάρεμα στον Τριπόταμο, λόγω δραματικής μείωσης του πληθυσμού της άγριας πέστροφας.