του Κωνσταντίνου Γιοβανόπουλου
Την επίσκεψη στον αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο την όφειλα κατεπειγόντως στα παιδιά μου. Έχω την ακλόνητη βεβαιότητα πως αν μετά από εβδομήντα χρόνια σε τούτο τον τόπο θα ζουν τυχόν ανθέλληνες ή δούλοι, τουρκομάνοι ή ανθρωποειδή ρομπότ, η φυσιογνωμία του Αναστασίου θα φωτοβολεί ως άστρο επί γης του τελευταίου μεγάλου Έλληνα. Η εικόνα του θα συντρίψει τους αιώνες, δίνοντας έμπνευση χαράς στη μαγιά που θ’ απομείνει, ελπίδα ουσίας στις επόμενες γενεές γενεών.
Ο παιδαγωγός αυτός φάρος είναι το πιο απίστευτο παράδειγμα βίου που με κάνει να ριγώ. Η ενάρετη μορφή και το επικό έργο του μακαριωτάτου Αναστασίου, ξεσηκώνει το τεμπέλικο σαρκίο του πνεύματός μου από ύπνους ανεμελιάς. Αναζωπυρώνει τη δημιουργία, εκτινάσσει το σκυμμένο φρόνημα σε τόξα δόξας. Ο μέσος Έλληνας ονειρεύεται στα 62 του να έχει τα απαραίτητα ένσημα της σύνταξης, να πάρει το εφάπαξ και ν’ αράξει στον καφενέ, στο εξοχικό ή στο γηροκομείο, Ο σπουδαίος Αναστάσιος δεν γνώριζε ότι η πιο συναρπαστική πορεία της ζωής του, στα 63 του δεν είχε καν αρχίσει. Προηγήθηκε η θαυματουργή του παρουσία στην κεντρική Αφρική, με τις δεκάδες σχολεία σε Ουγκάντα, Κένυα, Τανζανία, ιδρυτής ιεραποστολικών κέντρων, διαπρεπής επιστήμων, πολυτιμηθείς ακαδημαϊκός, πολυγραφότατος συγγραφέας, περισπούδαστος ρέκτης των διαλέκτων, ανάστημα παγκόσμιο και προσκαλούμενος διανοητής ανά τα πανεπιστήμια της υφηλίου. Μετά το τροχαίο ατύχημα που τον άφησε με το 1/10 της οράσεως καθώς άπειρα μικροθραύσματα του παρμπρίζ βρέθηκαν στους οφθαλμούς του, το καθήκον τον έστρεψε προς το περιπετειώδες ταξίδι στην ξεκληρισμένη Αλβανία. Έφθασε ξένος σχεδόν εξόριστος, χωρίς καμία γλωσσική επαφή, βαδίζοντας σε στουρναρόπετρες της εγκατάλειψης και του πανικού. Ημίτυφλος υπό αφόρητους πόνους νυχθημερόν, χωρίς συνεργάτη έναν, εκεί που παραμόνευαν σπιούνοι και απιστία, ο ειρηνικός Αναστάσιος άνθισε μυροβόλος.
Με κοίταξε ερευνητικά βαθιά στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου, ένιωσα πως προσπαθούσε να δει τα μάτια μου, αν και είμαι βέβαιος που είχε κιόλας διαβάσει την ψυχή μου. Τέσσερις λέξεις συγκράτησα από το μέγα κατηχητικό λαχνό που μου έτυχε, ν΄ ακούσω προσωπικά από τα χείλη του: “Χρειάζεται γενναία Αντίσταση στην Παρακμή, μόχθος κατά Ομάδες με στρατήγημα Ποιότητας”.
Βιώνουμε τη γλοιώδη αποσύνθεση ολούθε ως ανήθικο κατακλυσμό. Η πολιτική γέμισε άνανδρα ασπόνδυλα, η δημοκρατία του τραπεζίτη κυβερνά ως απάνθρωπο άπληστο τέρας. Τα ήθη κυλήσανε στη ντροπή της ισοπέδωσης, χαχανίζουν και τα βρωμερότερα σκουλήκια βλέποντας τα νιάτα μας να σέρνονται στη λάσπη των ναρκωτικών, της αεργίας, της αγραμματοσύνης. Η Παιδεία χωρίς καμία αντίδραση φυλλοροεί μεθοδικά στο βάλτο της αμάθειας, της αφιλίας, των πορνοδιαστροφών. Σαν πρότυπα μας σερβίρονται οι άθλιοι, οι φελλοί, οι αναξιοπρεπείς, τρώμε τις σάρκες των τέκνων μας, κτήνος άλλο κανένα δεν κολάστηκε τόσο. Σαν ευτυχία ανακαλύψαμε το αίσχος της χρηματολαγνείας, μια επίφαση ανάπτυξης στον ερημία της μοναξιάς, μέθυσοι διαρκείς στη φρίκη των παραλογισμών. Αντί να συγκροτηθούμε σε συντροφιές εργασίας, αλληλεγγύης, καλλιέργειας, να γυρέψουμε τον Παπαδιαμάντη τον Καποδίστρια, το Σολωμό, αφεθήκαμε έρμαια κατά μόνας στους τζογαδόρους των ζωών μας, στους ριψάσπιδες, στους αποεθνοεποιητές. Εξέτρεψαν την κιβωτό της γλώσσας στη ρηχότητα κούφιων συνθημάτων, αποχυμωμένοι τυφλοί παραληρούν σε επιτήδειους κουφούς, επαγγελματίες της συμφοράς διοικούν. Επιτρέψαμε την αλλοτρίωση της εθνικής αριστείας, θύρες και κερκόπορτες ορθάνοιχτες στην ιδιοτέλεια, τον εγωισμό, τη χωματίλα των αδίστακτων σκευωρών. Λοιδορούμε τα αναστάσιμα μηνύματα της μάθησης, κραυγές βρισιές και σκύβαλα στη χώρα του Μέτρου, της επιστήμης, του θεοφίλου φωτός.
Ακούμπησα σεμνά το ροζιασμένο χέρι του. Μια λιγνοκόκκαλη παλάμη 93άρη τύλιξε τη δική μου με την ευγένεια ενός μύθου. Με συνεπήρε μονομιάς με τη θέρμη της στον αγιότοπο της Αγάπης, χερουβείμ σαν να μου αποκαλύφθηκαν στο δικό μου δρόμο για τη Δαμασκό, χιονονιφάδες πυρός με χόρτασαν κουράγιο. Με διαπέρασε η ευθύνη της καλοσύνης του, ένας ισάγγελος καλογέρεψε τις ενοχές μου, ληστής ένιωσα που μου δίνονταν η ευκαιρία: να επιστρέψω ό,τι οφείλω στον συνάνθρωπο, να προσπαθήσω όσο μπορώ στις μάχες των έργων, να ταπεινωθώ στα καταφύγια της μετανοίας, να ζητήσω επιτέλους την άνωθεν βοήθεια ο απρεπής. Προσεύχομαι να είναι ο Εμφιετζόγλου της Πατριωτικής Ένωσης ο συνοδοιπόρος μου προς το μεγαλείο της προσφοράς, δεν ξέρω αν θα πετύχω να ποτίσω στοιχειωδώς το δένδρο της συντροφικότητας, αγνοώ αν καταφέρω να συναντήσω σύμμαχο την πολύποθη πνευματικότητα στα δημόσια κοινά που κλήθηκα να αναμιχθώ. Χρειάζομαι ζωτικά τόσο πολύ να συγχωρήσω, με λογισμό και μ΄ όνειρο να νικήσω το μέγα μου φόβο: την εξευτελιστική έκθεση και τη φορτική συνάφεια με ανόητες συναναστροφές.
Θαρρώ, τη γέφυρα που έχτισε μέσα μου με την αύρα των λόγων του, με τη θύελλα της γαλήνης του ο Αναστάσιος, δεν μπορώ παρά να τολμήσω να τη διαβώ ως ελεύθερη επιλογή. Ένας σπάνιος άνεμος κατάφασης με κοινώνησε. Είναι η στιγμή που τελειώνουν οι αναστολές, το πολυμέτωπο εθνικό διακύβευμα είναι απαιτητικό, αυτή είναι η βοή της μίας και μόνης συνταγής. Αντίσταση στον εκφυλισμό πάση δυνάμει. Είναι καιροί που οφείλουμε προσωπικά να στοιχιστούμε κόντρα στη φθορά, να βάλουμε το είναι μας ασπίδα απέναντι στον εκπεσμό. Όμως μόνον με ασυμβίβαστη Ποιότητα, με χαρακτήρα Κυρηναίου, με διάκριση Σόλωνος, και μόνον κατά ομάδες θα αξίζει το άλμα, αλλιώς οι ελεεινοί δόνακες θα σκαρφιστούν τις φορεσιές να μας ντύσουν γραφικούς. Ομαδηδόν, ειδάλλως χαθήκαμε βορά στις ύαινες.
Ευθυτενής σαν σαλπιγκτής σε έπαλξη, με ξεπροβόδισε, σαν τάχα νά ‘μουνα σημαντικός, ίσαμε την εξώπορτα. Αβραμιαίος οικοδεσπότης, τρυφερός γεροπλάτανος ο Αναστάσιος της νουθεσίας, βγαλμένος από την αγιογραφία της Παλαιάς Διαθήκης, ένας άλλος λευκογένης Προφήτης Ηλίας ευρισκόμενος μεταξύ κορυφών και νεφών. Φιλώ το χέρι σου πολίτη της Τιμιότητας, ευγνώμων μένω εσαεί αγνέ Αναστάσιε.
Γιοβανόπουλος Γ. Κωνσταντίνος