Το τελευταίο διάστημα η δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από τα περιστατικά αποτρόπαιας βίας εναντίων γυναικών, που έχουν καταλήξει στο θάνατό τους, με υπαιτιότητα συνήθως,των συντρόφων τους. Τα συγκλονιστικά γεγονότα έρχονται και αθροίζονται σε μια μαύρη λίστα που συνεχώς αυξάνει, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, τις ευθύνες της Πολιτείας αλλά και του καθενός από εμάς ξεχωριστά.
Ορισμένοι
τοποθετούνται στο επίμαχο ζήτημα, προσπαθώντας να το αναγορεύσουν ως
αντικείμενο πολιτικής διαμάχης με εντελώς λάθος τρόπο, είτε ξιφουλκώντας ανούσια για τις λέξεις-
πρέπει η «γυναικοκτονία» να λάβει χαρακτήρα ιδιώνυμου αδικήματος υποστηρίζουν
κάποιοι μετ’ επιτάσεως- είτε κάνοντας κριτική στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο μόνο
για την κριτική, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο την κακεντρέχεια
και την υστεροβουλία, αλλά πολλές φορές και την κακή μετριότητά τους, διότι
μιλούν με σφάλματα και λογικά χάσματα.
Πράγματι,
το ζήτημα της ενδοοικογενειακής και της έμφυλης βίας είναι βαθιά πολιτικό, όχι
γιατί το επιβάλλουν οι κοινωνικοί συσχετισμοί ή αυτοί που ζητούν επειγόντως «με
βάση την απονομή του περί δικαίου αισθήματος» δικαιοσύνη, αλλά γιατί αφορά τον
πυρήνα του κράτους δικαίου, δηλαδή την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της
αξιοπρέπειας, τη μήτρα δηλαδή όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Και ως εκ
τούτου, η Πολιτεία, η δημοκρατική Πολιτεία, οφείλει να αναλάβει δράση μέσω των
διαδικασιών της, δηλαδή μέσω των θεσμών της και των οργανωμένων ενεργειών.
Εκτός
αυτού, το ζήτημα της έμφυλης και της οικογενειακής βίας είναι βαθιά πολιτικό
και για άλλους λόγους. Παρατηρώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε βίαιου
περιστατικού, βρίσκουμε συχνά κοινές συνισταμένες. Η «εξαρτημένη» οικονομικά
σύζυγος, η Ρομά ανήλικη στην οποία είχαν ασελγήσει στο παρελθόν, η «έχοντας
αφήσει πίσω της ένα πολύ κακό διαζύγιο», η «σύζυγος που βίωνε την κακοποίηση ως
παιδί από τον ίδιο τον πατέρα της». Ναι, γνωρίζω πολύ καλά ότι κάποιοι
προτιμούν να τις αναφέρουν με τα ονόματά τους, γιατί έτσι το κάνουν να φαίνεται
περισσότερο συναισθηματικό. Όμως, κατά την άποψη μου, τα βιώματά τους είναι
αυτά που αποδεικνύουν την βαθιά πολιτική διάσταση του ζητήματος, καθώς
αναδεικνύουν τις ανισότητες, την έλλειψη πρόσβασης στην εργασία, την ανεπαρκή
εκπαίδευση ως μείζονα προβλήματα που συσχετίζονται θετικά με την
ενδοοικογενειακή και την έμφυλη βία. Και εκτός όλων των άλλων, υποδεικνύουν και
τις απαραίτητες παρεμβάσεις που πρέπει να κάνουμε. Αν θέλουμε όντως, να
μειώσουμε τις πινέζες στο μαύρο χάρτη των μαρτυρικών θανάτων των γυναικών
χρειάζεται πολιτική.
Ερχόμενος
στις παρεμβάσεις, μείζον ζήτημα κατά την άποψη μου είναι η εκπαίδευση της
Αστυνομίας σε ένα στέρεο, επιστημονικό Πρωτόκολλο για το πώς πρέπει να
αντιμετωπίζονται τα θύματα οικογενειακής και έμφυλης βίας όταν απευθύνονται σε
αυτήν. Το δίχτυ ασφαλείας της Αστυνομίας για την κάθε γυναίκα πρέπει να μην
έχει κενά και να ανοίγει τον δρόμο για την προστασία της και την ένταξή της.
Εν
συνεχεία, οι δομές Προστασίας κακοποιημένων γυναικών οφείλουν να εστιάσουν στην
μακροπρόθεσμη τοποθέτηση του θύματος στο κοινωνικό σύνολο, με ασφάλεια και καθοδήγηση στην επανένταξη. Η
κανονικότητα της επιστροφής του θύματος δεν μπορεί να είναι η ίδια με πριν,
κοινώς τα θύματα δε νοείται να επιστρέφουν στο ίδιο, απειλητικό περιβάλλον από
το οποίο απέδρασαν. Άρα, πρέπει να υπάρχει μακρόπνοος σχεδιασμός, εκπαίδευση
του θύματος και στήριξη του για επαρκές διάστημα. Χρειάζεται με άλλα λόγια
στρατηγικό πλάνο απόδρασης και επανένταξης.
Γενικότερα
όμως, η στρατηγική εξάλειψης του φαινομένου χρειάζεται παρεμβάσεις όχι μόνο από
τη μεριά του θύματος. Το κράτος οφείλει να εξαντλήσει τα περιθώρια «να μην
υπάρξουν άλλα θύματα» και από τη μεριά του θύτη. Όχι μόνο δικαστηριακά, δηλαδή
υπό τη νομική διευθέτηση του εγκλήματος και της απόδοσης ποινής. Αλλά και υπό
το εκπαιδευτικό πρίσμα. Να μεριμνήσει η Πολιτεία να «συναντηθεί» ο θύτης με τον
ανθρώπινο εαυτό του, έχοντας κατά νου ότι η απώλεια του «κτήνους», προστατεύει
και τα υφιστάμενα θύματα και τα ενδεχομένως μελλοντικά.
Αντί
λοιπόν να «παίζουμε» με τις λέξεις, να μονομαχούμε για τη μονομαχία ή να
δημιουργούμε πλατφόρμες διαλόγου για εντυπωσιασμούς, να ανοίξουμε σοβαρά τη
συζήτηση του επανασχεδιασμού της κοινής στρατηγικής μας για την πρόληψη και την
αντιμετώπιση του φαινομένου. Για να αποδείξουμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε τα
βασικά δικαιώματα ως «τάσεις» ή ως «λέξεις της χρονιάς» ή ακόμα χειρότερα,ως την προσωπική, πολιτική
ατζέντα μας, αλλά ως καταστατικές αρχές μας.