Γιόρταζαν τα βάσανα τα γενέθλιά τους
σε ήσυχα χωριά με λίγους κατοίκους
λίγους φούρνους.
Έλεγα και γω
να πάψω πια να καλλιεργώ τον εαυτό μου,
ν` αφιερωθώ σε γνωριμίες με ακροβάτες,
να κάνω βόλτα τους καημούς,
στις λησμονημένες περιοχές της Αντιόχειας.
Να αισθάνομαι ασφαλής
καθώς θα περιβρέχομαι από ανώφελα ΓΙΑΤΙ.
Τι τόθελα;
Απ` τον καιρό των σιτηρών
τότε που ήμουν ένα μικρό παραμύθι απροσεξίας,
η αλλοπαρμένη πραγματικότητα μου
έψαχνε την Θεία Πρόνοια.
Είχα πάρει από πίσω τους ψιθύρους,
ρωτώντας για το εμβαδόν του ορθού λόγου,
μετρώντας το άδειο, τα εμβατήρια του οξυγόνου,
την πολύτεκνη προπαραλήγουσα,
το σόι των νυχτοφυλάκων,
και τις άσωτες Παριζιάνες.
Έλειπες όμως εσύ,
απ` την συγκομιδή των ερωτηματικών,
και ο ταχυδρόμος με την «ζακέτα της λύπης»
δεν μπορούσε να φέρει εισοδήματα αισιοδοξίας.
Είχα ξεχάσει και γω την λαμπάδα
της Νουνάς μου
στα κατεχόμενα της μνήμης,
και τη φωνή,
που είχε πέσει σε καταρράκτες.
Απόμενε νάμαι
θερμαστής αναμνήσεων μονάχα!.
Αν προλάβαινα τουλάχιστον τον ΚΑΙΡΟ!
Τις μακρινές Αλήθειες του τουλάχιστον.
Όμως, καλού κακού,
παραδώσου στη Νύχτα μου λέγανε!
Οι νόμοι στο σκοτάδι είναι επιεικείς
και οι ληστές είναι ακόμη Άνθρωποι!!!
Γιάννης Ναζλίδης