Μέρα εύθυμης αδιακρισίας.
Τι ωραία!
Τα καλοκαίρια καθρεφτίζονταν
σαν ενθύμια παλιών ημερών.
Έρωτες ασφυκτιούσαν,
στις «αργίες» των αισθημάτων.
Ήμουν σε έξαρση ειν` αληθεια,
περικυκλωμένος από μνήμες.
Οι κήρυκες εμβολίαζαν την
πραγματικότητα
τραγουδώντας,
…τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου…
Θυμάσαι μου λέγαν;
Θυμάσαι που ήσουν υπολοχαγός;
Που ήσουν λιανοπωλητής ευρυχωρίας;
Που ήσουν ανθυπασπιστής χωρίς
λόγο;
Που άκουγες τις φωνές
απ` τις γυναίκες που τρέχαν στα ποτάμια;
Θυμάσαι πόσοι πλανόδιοι
μουσικοί
είχαν αποσιωπηθεί
κατά την διάρκεια των βροχοπτώσεων;
Πόλη χωρίς καμπαναριό είσαι.
Περιοχή που παίζεις με πράσινες
λέξεις.
Θυμάσαι μου λέγανε;
Τα αισθήματα
που τα είχαν ξεχάσει στην πλατεία;
Την ΜΕΡΑ που έκλαιγε σαν μωρό;
Την ώρα που νύχτωνε στις
φωτογραφίες;
Θυμάσαι
που από μικρός ρωτούσες γιατί
ΥΠΑΡΧΕΙΣ;