Γράφει ο Κώστας Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
Στεκόταν για ώρα έξω από το μικρό μαγαζί. Ηταν τόσο περίεργο που συνέχιζε να υπάρχει,ενώ δίπλα του η γειτονιά είχε γεμίσει πολυκαταστήματα.Ο δρόμος είχε πολλή κίνηση. Φορτηγά ξεφόρτωναν παντού εμπορεύματα. Τίποτα δεν θύμιζε τον παλιό ήσυχο δρόμο όπως τον θυμόταν. Μόνο το μικρό μαγαζί που η μοναχική παρουσία του είχε κάτι το εξωπραγματικό.
Την είδε που εξυπηρετούσε έναν πελάτη. Εκείνος είχε ανοίξει το ταμείο και με χαμόγελο κάτι της έλεγε. Αυτή τον άκουγε σκεπτική. “Θα την κλέβει στα ρέστα” σκέφτηκε και ένιωσε τον θυμό του να μεγαλώνει. Μας πώς την άφησαν μόνη της στο μαγαζί; Ηθελε να τρέξει μέσα να το αποτρέψει,αλλά κάτι μέσα του τον εμπόδισε.
Θυμήθηκε ότι στο πίσω μέρος υπήρχε ένα πορτάκι που έβγαζε στη μικρή αποθήκη που επικοινωνούσε με το μαγαζί. Ενα μικρό παραβάν τα χώριζε. Μπήκε μέσα χωρίς να κάνει θόρυβο. Η αποθηκούλα είχε μείνει ίδια. Ενας μικρός νιπτήρας,ένα μεταλλικό τραπέζι,μια σιδερένια στενή σκάλα που έβγαζε σε ένα πατάρι όπου φυλάσσονταν σε κάποια σημεία εμπορεύματα και υλικά συσκευασίας.
Πίσω από το παραβάν την κοιτούσε με πόση επιδεξιότητα τύλιγε το προιόν. Παρότι δεν έβλεπε τα τελευταία χρόνια,ήταν συγκινητικό να παρατηρείς τα λεπτά κουρασμένα χέρια της που είχαν κρατήσει στη μνήμη τους όλες αυτές τις περίτεχνες κινήσεις.
Σε λίγο αυτή παραμέρισε το παραβάν και μπήκε μέσα. Πήγε στο νιπτήρα και ξέπλυνε τα χέρια της. Της μίλησε σιγανά,σχεδόν ψιθυριστά για να μην την τρομάξει. Αυτή έτρεξε αμέσως και τον αγκάλιασε. Τον έσφιξε τόσο δυνατά που του ήλθαν δάκρυα στα μάτια. Κανένας δεν ήθελε να κάνει πρώτος την κίνηση να αφήσει τον άλλο. Δεν θυμάται πόση ώρα έμειναν έτσι. Οταν άνοιξε τα μάτια του είχε χαθεί. Ηταν η μητέρα του.
ΥΓ. Στον Τέλη Σιδηρόπουλο που του άρεζαν τα μικρά κείμενά μου. Ελπίζω να του αρέσει κι αυτό. Να ήξερε πόσο μας λείπει η στοχαστική και γλυκιά παρουσία του.