Ένθετο:Η μεραρχία θρύλος, η
“Ανεξάρτητη Μεραρχία” παρελαύνει στη Θράκη. Διήνυσε συντεταγμένα με
πλήρη οπλισμό 630 χιλιόμετρα, μαχόμενη συνεχώς και σώζοντας από τη σφαγή 5.000
Μικρασιάτες που την ακολούθησαν. Στη συνέχεια απετέλεσε ισχυρό συστατικό σώμα
της “Στρατιάς Έβρου”. (Μέραρχος ο Δ.
Θεοτόκης, διοικητές των τριών συνταγμάτων της οι Συνταγματάρχες: Ι.
Κωνσταντίνου, Ν. Σκύρος και Ν. Τσίπουρας, διοικητής του ορειβατικού πυροβολικού
ο Ταγματάρχης Ν. Κολομβότσος και της
Μοίρας Σκόντα ο Ταγματάρχης Κ. Τότσιος).
Μια διεισδυτική προσέγγιση της περιόδου από την καταστροφή
της Σμύρνης ως την υπογραφή της “Συνθήκης της Λωζάννης” είναι πολύ χρήσιμη στη
βαθύτερη κατανόηση των τρεχόντων γεγονότων, αγαπητοί φίλοι! Οι επίμονες “παραινέσεις”
του στρατιωτικο-πολιτικού κυβερνητικού κατεστημένου της εξ ανατολών γείτονος
για “παραδειγματική ανασκόπηση των προ 100ετίας ιστορικών γεγονότων” ασφαλώς
και δεν πρέπει να μας αφήσουν αδιάφορους…
Η άφιξη του Κεμάλ στη Σμύρνη, στις 31 Αυγούστου 1922,
σήμανε και την εκδήλωση πολυμέτωπης κρίσης μεταξύ Τουρκίας και Μεγάλης
Βρετανίας, αλλά και μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Την πυροδότησε η
δήλωση του Κεμάλ ότι μόνο η παραχώρηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης (η
οποία σχεδόν ως έξω από την Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό τον έλεγχο του
ελληνικού στρατού μετά από αιματηρές μάχες) θα απέτρεπε τη σύγκρουσή της με τις
“Δυνάμεις της Συμμαχίας”.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση του Λόυδ Τζωρτζ έκανε
προετοιμασίες για την επαπειλούμενη πολεμική σύγκρουση με τα κεμαλικά στρατεύματα,
ενώ οι Γάλλοι (έχοντας από καιρό ως απώτερο στόχο να θέσουν τους
Μουσουλμανικούς λαούς σε αντιπαράθεση με την Αγγλία και να ενδυναμώσουν την
θέση της Τουρκίας ως αντίβαρο της Αγγλικής παρουσίας στην Αίγυπτο και την
Ινδία) απέσυραν τα στρατεύματά τους από το ασιατικό τμήμα της ουδέτερης ζώνης,
διαχώρισαν τη θέση τους και υποστήριξαν ένθερμα τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Ο
κίνδυνος ήττας των ολιγάριθμων βρετανικών στρατευμάτων (μόλις 12.000 οπλιτών
έναντι πλέον των 70.000) και εγκλωβισμού του στόλου τους στη θάλασσα του
Μαρμαρά ήταν μεγάλος (τόσο, ώστε προκάλεσε έντονη πολιτική κρίση και ραγδαίες εξελίξεις
στο κυβερνητικό σκηνικό της Βρετανίας).
Όσον αφορά στην ελληνική πλευρά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 εκδηλώθηκε
η επανάσταση των στρατευμάτων που κατέφθασαν στο Λαύριο από τη Χίο και τη
Λέσβο. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ παραιτήθηκε και αναχώρησε
για την Ιταλία. Σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Σωτήριο Κροκιδά,
όμως την εξουσία κατείχε ουσιαστικά η “Επαναστατική Επιτροπή”, επικεφαλής της
οποίας ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας. Η διεθνής εκπροσώπηση της Ελλάδας ανατέθηκε
στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Όμως στο Παρίσι είχε ήδη ληφθεί η απόφαση παραγκωνισμού των
Ελλήνων και η παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους με ταυτόχρονη
εκκένωσή της από τον ελληνικό πληθυσμό, μετά από θυελλώδεις συσκέψεις μεταξύ
του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Λόρδου
Κώρζον.
Η απόφαση αυτή διέσωζε το στρατιωτικό γόητρο της Αγγλίας,
κατοχύρωνε τα εδαφικά κέρδη της στη Μεσοποταμία (και τα πετρέλαια της Μοσούλης),
διασφάλιζε τα αποικιακά συμφέροντα της Γαλλίας στη Συρία και τον Λίβανο, παγίωνε
την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία και διεμβόλιζε την προσέγγιση της
κεμαλικής Τουρκίας-Σοβιετικής Ένωσης. Κι όλα αυτά υπό το “περιτύλιγμα” της
ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα στενά Βοσπόρου-Δαρδανελίων.
Για την υλοποίησή της ξεκίνησε στις 22 Σεπτεμβρίου στα Μουδανιά της Βιθυνίας μια παρωδία διάσκεψης των εμπολέμων, χωρίς να έχει φτάσει ακόμη η ελληνική αντιπροσωπεία, ακολουθώντας την υπόδειξη του Ισμέτ πασά (μετέπειτα Ινονού): «Ας φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα και οι Έλληνες θα υποχρεωθούν να το δεχθούν…». Για την ακρίβεια, οι διαβουλεύσεις διενεργούνταν μεταξύ Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών και Ισμέτ πασά στο κτήριο του “Ρωσικού Προξενείου” και οι αποφάσεις απλώς ανακοινώνονταν στην ελληνική αντιπροσωπεία (ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν και ο ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών Π. Οικονόμου Γκούρας), η οποία παρέμενε απομονωμένη επί βρετανικού θωρηκτού πλοίου. «Οι Έλληνες παρέμειναν βωβοί θεατές και οι Τούρκοι ήγειραν συνεχώς και νέες αξιώσεις…» (Σ. Μαρκεζίνης, 1973, «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος»).
Οι αντιπροσωπείες των “Συμμαχικών
Δυνάμεων” στην παραλία των Μουδανιών
Όπως ήταν φυσικό, η ελληνική αντιπροσωπεία αρνήθηκε να υπογράψει το πρωτόκολλο της “Συμφωνίας
Ειρήνης” και περιορίστηκε στη σύνταξη ενός κειμένου με τις ελληνικές επισημάνσεις.
Αναπάντεχα ωστόσο, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Ε. Βενιζέλος (υπό την πίεση ωμών εκβιασμών*
των “Συμμάχων”) τηλεγράφησε από το Παρίσι στην “Επαναστατική Επιτροπή” :
«Ανατολική Θράκη απολέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα» και «ανάγκη Θράκαις να
εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτή και πρόγονοί των…»
[ * Οι ακριβείς λόγοι των παραπάνω τοποθετήσεων του Βενιζέλου δεν έγιναν ποτέ
γνωστοί. Μπορούμε όμως να πάρουμε μια “γεύση” της στάσης των “Συμμάχων” από τη
ρηματική διακοίνωση, που έστειλαν στην ελληνική κυβέρνηση στις 16 Μαΐου 1923, για
ενδεχόμενη επανάληψη του πολέμου, με την οποία τόνιζαν ότι: «Αι δυνάμεις θα
έβλεπον ενδεχόμενην δράσιν της Ελλάδος εις Ανατολικήν Θράκην με εξαιρετικήν
δυσμένειαν και δεν θα επέτρεπον να καρπωθή αύτη των ωφελημάτων εν περιπτώσει
επιτυχίας…» (Λ. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού: Επιχειρήσεις εις Θράκην, ΓΕΣ/ΔΙΣ,
Αθήνα, 1969)]
Στο ελάχιστο αυτό διάστημα, υπό τον εμπειροπόλεμο Υποστράτηγο
Κ. Νίδερ, είχε επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η αναδιοργάνωση της “Στρατιάς
Θράκης”, αποτελούμενης από 6 μεραρχίες Πεζικού και μία Ιππικού, ενώ τα
διαθέσιμα πυροβόλα της κρίνονταν επαρκή, ώστε ο Νίδερ να δηλώνει τη βεβαιότητα
ότι μπορούσε να φτάσει στον Βόσπορο** .
[ ** Στην εφημερίδα «Έθνος» (25 Σεπτεμβρίου
1922) αναφέρεται ότι ο Υποστράτηγος Νίδερ, ζήτησε να του δοθεί άδεια να
παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη και να προχωρήσει με τα ελληνικά στρατεύματα προς
την Τσατάλτζα και το Βόσπορο, αίτημα που όμως απορρίφθηκε από την Ελληνική
Κυβέρνηση για να μην φανεί ασυνεπής προς τους “Συμμάχους” (παρόλο που τα
κεμαλικά στρατεύματα ήδη είχαν παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη από την
Μικρασιατική όχθη).]
Ανάπτυξη ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στη
Θράκη
Αντί προέλασης λοιπόν, ο Νίδερ διατάχθηκε να διευθύνει την
εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Η αποχώρηση άρχισε στις 2 Οκτωβρίου και
ολοκληρώθηκε στις 18 Οκτωβρίου. Περισσότεροι από 250.000 Έλληνες αναγκάστηκαν
να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους σε κλίμα απελπισίας... Στις
ανταποκρίσεις του για την εφημερίδα «Toronto Star» ο Έρνεστ Χεμινγουέι έγραφε
σχετικά: «Ακόμα και στην εκκένωση, οι
Έλληνες φαίνονται καλοί στρατιώτες. Έχουν έναν αέρα θαρραλέας επιμονής που θα
σήμαινε δύσκολα ξεμπερδέματα για τον Τούρκο, αν ο στρατός του Κεμάλ έπρεπε να
πολεμήσει για τη Θράκη, αντί αυτή να του δοθεί ως δώρο στα Μουδανιά…» και για
το “βουβό ποτάμι των προσφύγων” (όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε) σχολίαζε: «Το
κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει
τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα, που τα σέρνουν βόδια, ταύροι
και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και
παιδιά να περπατούν στα τυφλά…».
Παρόλα αυτά, στη δυτική όχθη του ποταμού Έβρου η “Στρατιά
Έβρου” (πλέον) συνέχισε με πυρετώδεις ρυθμούς την ανασυγκρότησή της, επιτυγχάνοντας
σύντομα να έχει δύναμη 4.446 αξιωματικών και 110.775 οπλιτών.
Στις 8 Νοεμβρίου 1922 στη Λωζάννη της Ελβετίας έγινε η
έναρξη της διεθνούς διάσκεψης για την επίτευξη συνθήκης ειρήνης. Την Ελλάδα
εκπροσωπούσε ο Ελ. Βενιζέλος, την Τουρκία ο Ισμέτ πασάς, τη Βρετανία ο Λόρδος
Κόρζον, τη Γαλλία ο Πουανκαρέ και την Ιταλία ο Μουσολίνι. Η τουρκική
αντιπροσωπεία εμφανίστηκε στη διάσκεψη με τον (συνήθη έκτοτε) “αέρα του νικητή”
και απαιτούσε να ικανοποιηθούν όλες οι αξιώσεις της (πολεμική αποζημίωση, έξωση
του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, εκχώρηση εδαφών στη δυτική όχθη του
Έβρου, δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη, διάλυση του ελληνικού στόλου, αναπροσαρμογές
στις διευθετήσεις των ζητημάτων της Μοσούλης, της Αλεξανδρέττας κλπ. κλπ. ), οδηγώντας
σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις και στην επ’ αόριστο διακοπή τους.
Οι αναδιοργανωτές των ελληνικών
στρατευμάτων της Θράκης Υποστράτηγοι Κ. Νίδερ και Θ. Πάγκαλος
Στα μέσα Δεκεμβρίου 1922 τον ασθενή Κωνσταντίνο Νίδερ
αντικατέστησε (ως αρχιστράτηγος) ο Θεόδωρος Πάγκαλος (Υπουργός Στρατιωτικών ως
τότε), ενώ ο Ε. Βενιζέλος αντίστοιχα φρόντισε να λάβει έγκυρες διαβεβαιώσεις
από τον έμπιστο απεσταλμένο του Υποστράτηγο Αλ. Μαζαράκη-Αινιάν για το αξιόμαχο
της “Στρατιάς Έβρου”.
H διάσκεψη επανέλαβε τις εργασίες της στη Λωζάννη στις 23
Απριλίου 1923, με την αδιαλλαξία της Τουρκίας, ειδικότερα στο ζήτημα της πολεμικής
αποζημίωσης, να παραμένει...
Στην Ελλάδα εντωμεταξύ, η επιτυχής αναδιοργάνωση της Στρατιάς του Έβρου είχε πείσει πλέον για την αποτελεσματικότητά της όλη
την
“Επαναστατική Επιτροπή”, η οποία στις 7 Μαΐου 1923 προσεταιριζόμενη την
αισιόδοξη πεποίθηση των αρχηγών στρατού και ναυτικού (Θ. Πάγκαλου – Αλ.
Χατζηκυριάκου) αποφάσισε την αντικατάσταση του Ε. Βενιζέλου από τον υπουργό
Εξωτερικών Απόστολο Αλεξανδρή. Ο τελευταίος διά του Ελ. Βενιζέλου έδωσε στην
τουρκική αντιπροσωπία προθεσμία για τη σύναψη συμφωνίας ειρήνης μέχρι τις 26
Μαΐου. Αντίστοιχα οι αρχηγοί στρατού και στόλου είχαν λάβει εντολή έναρξης
επίθεσης την επομένη κιόλας ημέρα.
Στιγμιότυπο από τις προετοιμασίες της
Μοίρας Σκόντα της “Ανεξάρτητης Μεραρχίας”
Λεμβόζευκτες γέφυρες έτοιμες για τη
διάβαση του Έβρου ποταμού
Λιγοστές ώρες (κάποιοι υποστηρίζουν λεπτά) πριν την έκδοση
διαταγής για έναρξη συνδυασμένων πολεμικών επιχειρήσεων από την “Στρατιά Έβρου”
, το Β’ Σώμα Στρατού και τον ελληνικό στόλο, η τουρκική αντιπροσωπεία, διά του
επικεφαλής της Ισμέτ πασά, δήλωσε την άρση των αντιρρήσεών της και την πρόθεσή
της για υπογραφή συνθήκης ειρήνης (τη γνωστή “Συνθήκη της Λωζάννης”).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το παρασκήνιο λήψης αυτής της
απόφασης, το οποίο καταγράφεται στα (απαγορευμένα επισήμως στην Τουρκία ως
σήμερα) «Απομνημονεύματα του ο Ριζά Νουρ μπέη» ***, δεύτερου στην ιεραρχία της
τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη.
[ *** Αποσπάσματα σε μετάφραση έφερε στο φως της δημοσιότητας ο αείμνηστος
καθηγητής Νεοκλής Σαρρής]
Μετά από έναν γλαφυρό σχολιασμό: «Πληροφορηθήκαμε ότι
υπάρχει ένας θεότρελος ονόματι Πάγκαλος, τον γνωστικό δεν τον φοβάσαι, όμως τον
μουρλό που θέλει να προχωρήσει από τον Έβρο, τον φοβάσαι…», περιγράφει πώς
συναντήθηκε επειγόντως με τον αρχηγό της τουρκικής αντιπροσωπείας Ισμέτ πασά, με
τον οποίο εξέτασαν το ενδεχόμενο ελληνικής επίθεσης και τη δυνατότητα
αναχαίτισης της από τις κεμαλικές δυνάμεις:
Ριζά: Και η επίθεση του Πάγκαλου είναι σίγουρη. Δεν συμφωνείς;.
Ινονού: Οπωσδήποτε.
Ριζά: Και δεν υπάρχει δυνατότητα άμυνας, δεν είναι έτσι;
Ινονού: Ναι.
Ριζά: Τότε δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Οι δυο μας να πάρουμε αμέσως μιαν
απόφαση παραιτούμενοι άλλων αξιώσεων να ξεπεράσουμε αυτόν τον τρομερό κίνδυνο.
Διαφορετικά υπάρχει καταστροφή.
Ινονού: Η κυβέρνηση θα μας καταστήσει υπεύθυνους.
Ριζά: Θα γίνει πόλεμος και αν χαθεί η Κωνσταντινούπολις, υπεύθυνη θα είναι η
ίδια η κυβέρνηση.
Ινονού: Ναι! Αν δεν παραιτηθούμε, ο Πάγκαλος θα
επιτεθεί και αναμφίβολα θα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Και όλα θα πάνε
στράφι.Θα περιοριστώ σ’ αυτή τη συνοπτική (ελπίζω όμως αρκετά
διαφωτιστική) παράθεση των γεγονότων, αγαπητοί φίλοι! Τα συμπεράσματα, οι προεκτάσεις και οι
αναγωγές στο σήμερα, αφήνονται σε εσάς…
Προτεινόμενη σχετική βιβλιογραφία:
Γεώργιος Σπέντζος: «Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ», «Βαλκανικά Σύμμεικτα» 16 (2005-2014)
διαθέσιμο και στο διαδίκτυο
Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΡΑΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Εκδόσεις
ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2004
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ.16, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Γρηγόριος Δαφνής, «Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ,
1997.
Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014.