Το παθαίνω κάθε χρόνο. Χούι τόχω, μόλις βγαίνουνε στο μεϊντάνι του ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ οι μπεζαχτάδες των προκομμένων μας, μια βρισιά το εξομολογούμαι την ξεστομώ, σιχτίρ από κει. Ο ένας, ανθός της Λακωνίας φιγουράρει με 100 ακίνητα, ο άλλος, αμούστακος γόνος του Αχιλλέα με καμιά 2,5 εκατομμύρια ευρώ για ώρα ανάγκης, οι αριστερούληδες της εργατιάς προστάτες, φορτωμένοι σαν αστακοί με αμοιβαία και ακίνητα, να ‘ναι καλά όλοι τους. Θεομπαίχτες και σαΐνια, χούφτωσαν τα μπικικίνια. Μας θυμίζουν κάθε τόσο πόσο βλάκες είμαστε, άφρονες που περιμένουμε την εύνοιά τους. Οδοντόκρεμα από τις Καρυές του Ἄθωνος πουλάει ο ξύπνιος! Αλοιφοβάσκανο για στύση, και δώρο προσευχητάρι σε στίχους του αγίου Κονόμα, τραγούδι η οσία Αρπαχτή: ψηφίστε τον αγύρτη μετά την αγρυπνία, να πάει η βδέλλα τα λεφτά μάτσα στη Γερμανία !
Οι αδούλευτοι, οι παπατζήδες, οι τσαμπάζηδες που μας ξεπουλούν για ένα βυσσινί έδρανο, αραχτοί σαν σουλτάνοι στο σαράι. Όχι όλοι, εντάξει, το ξέρω, μα τι να κάνεις, σ’ ένα καζάνι πίσσα, ρίξε όσο καϊμάκι θες, τζάμπα χαλνάς την ώρα σου, το καραντουμάνι ποτίζει και τα γύψινα. Σε οποιαδήποτε αφρικάνικη φυλή πυγμαίων, ή μογγόλων της παγωμένης στέπας, σαν μαθεύονταν τέτοια ρεζίλια αποκτήματα απ΄ τους βασιλιάδες και τα σόγια τους, οι τελευταίοι ερυθρόδερμοι του Αμαζονίου, θα λιώνανε από ντροπή. Θα ρίχνονταν στους βόες και τα λιοντάρια αυτοστιγμεί, όλες οι καρέκλες της βουλιμίας.
Οι παρακεντέδες, τα μουχαμπέτια της πολιτικής, εμφανίζουν κολιέ τα ξαπλωμένα μηδενικά πίσω από τα νούμερα των ντανιασμένων δεσμίδων τους. Οντάδες γεμάτοι με άκοπο παρά, οι δερβισάδες δραγουμάνοι στο βιος μας, ζούμε διακόσια χρόνια πίσω, κρίμα τις γιορτές για την επανάσταση: εδώ κρατάει ραχάτικη τουρκιά ακόμα, κεχαγιάδες και πασάδες. Επιδεικτικοί μισοχριστιανοί, παραφράζουν ασύστολα κάθε νουθεσία: Μακάριοι οἱ πεινῶντες και διψῶντες… ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. Ε΄. 6). Μπαίνουν νηστικοί και βγαίνουν πρησμένοι σαν ασκοί. Δεν έχουν άστρο, άκρες έχουν. Δεν πήραν ρίσκα, την πληροφορία πήραν και την έκαναν πλάκες χρυσού, offshore, καταθέσεις με ουρά, μετοχές και ξέχειλες θυρίδες.
Η παρακμή γενικεύτηκε, έγινε καθεστώς, κάτι σαν χρόνιος καρκίνος. Ένα θεόφτωχο ολόγυμνο έθνος, με αφέντες που πλουτίζουν από τ’ αλισβερίσια, τι δράμα ζούμε! Ωστόσο, ὅτι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ εὐχήν στήν Ἀποικία δέν μέν’ ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία..., κι αυτό καθόλου νέο δεν είναι. Το ξέραμε, αλλ’ ως φαίνεται το συνηθίσαμε κιόλας. Δεν νοείται λέει στην ελεύθερη τηλεόραση ν’ ακουστεί η φωνή του κάθε Εμφιετζόγλου. Τόση παλιανθρωπιά, κι όμως δεν μας χαλάει πια. Δεν μας ξενίζει καθόλου που και τα υπόλοιπα παρακάναλα εθνικής εμβέλειας υποτάχθηκαν στο αφ’ υψηλού φιρμάνι. Το φετφά εξέδωσαν κάτι αγάδες που προεκλογικά θα φτάσουν κοστουμαρισμένοι οι αλαζόνες στην ξώπορτα να μας ζητήσουν ψήφο. Αλλά και δαύτο το συνηθίσαμε. Κι αυτό ακριβώς είναι το δυστύχημα, ότι Συνηθίσαμε: συνηθίσαμε στην κατηφόρα, εθιστήκαμε στη διαφθορά, ανεχόμαστε κάποια βροντερώς πρόστυχα χρηματοκιβώτια. Θύματα γίναμε σε έναν οικτρό Μιθριδατισμό συμβιβαστήκαμε απλώς να ζούμε, υπομένοντας τους ανάξιους μαουνιέρηδες σε κομβικά λιμάνια του ελληνισμού.
Η ερατεινή χώρα καταδικασμένη στην ανεπροκοπιά, κι εμάς σαν χωρικούς της Ευρώπης, να μας βυθίζουν μοβόρικα στο έλος του χρέους. Αφελληνιζόμαστε, μας διαβάζουν μνημόνια σαν οδηγίες ομαδάρχη βελγικής κατασκήνωσης. Το χειρότερο, ούτε οι ψηφοφόροι μετανοούν, ούτε τα κομματικά μαντριά κάνουν ένα βήμα μπρος από τη λυματολάσπη που τα έθρεψε τόσες δεκαετίες. Γινόμαστε οι ίδιοι το τέρας που μισούμε. Βιώνουμε την πολιτική προϊστορία, δεινόσαυροι και παράσιτα, τα θηρία ζουν και βασιλεύουν, εκκολάπτονται και διορίζονται. Χορεύουν διπλοπενιές, γλεντοκόπι στα pride πάρτι τους, μεγαλοστομίες για το προσφυγικό σε Urdu πακιστανική διάλεκτο. Έφτασε το δημόσιο χρέος στα 400 δις ευρώ μετά από τόσα μνημόνια και τέτοια οδύνη, κι οι βεζύρηδές μας τάχα το συζητάν, τρία συνέδρια κάνανε το ‘22 οι αυλάρχες εις υγείαν των κορόιδων. Πόσο ανιαρό να σου πουλάνε τα μπαγιάτικα πάλι, πράσινη “Αλλαγή”, γαλάζιο “Μαζί μπορούμε”, σε ροζάκι “Υπάρχει ελπίδα”! Τι θράσος!!!
Το ελληνικό θαύμα το αποζητούμε όλο και λιγότεροι. Τη ζέουσα χαρά τη γλώσσας μας, την κοινωνία της ενορίας μας, την ανθρωπιά της οικογένειας, τη ζεστασιά μιας παρέας φίλων στο καλύβι, το χαμόγελο μιας δωρεάς, τα λησμονήσαμε, τα απορρίψαμε, γίναμε μαϊμού προτεστάντες. Τώρα ομάδα που γουστάρουμε είναι το κουμάρι κι οι appοδόσεις. Πραιτωριανός ταγός μπορεί να περνιέται κι ένας ηλίθιος γιος Ανδρέα, ένας κλεφτοκοτάς πασαλειμμένος κηραλοιφές, ένα άεργο τεμπελόσκυλο του δεκαπενταμελούς. Θα πάθουμε βαρύ αυχενικό αλλά το κεφάλι από το κινητό δεν το σηκώνουμε για μία καλημέρα του Θεού. Τα παιδιά μας με τα διαβατήρια στο χέρι, οι γονείς μας στα άθλια αποτεφρωτήρια, οι κόρες μας άτεκνες από επιλογή.
Το Πόθεν Έσχες φανερώνει τη μόνιμη γύμνια μας σε κάθε τούρκο επιβήτορα που γουστάρει να μας απειλεί. Κι αυτά τα άπληστα ασπόνδυλα λιμά, ξέροντας μόνο να μετρούν τα φλουριά τους, αργύρια των φαρισαίων, πώς ν’ απαντήσουν, τι να ψελλίσουν οι κωφάλαλοι απάτριδες; Πώς να δομήσουν κράτος ποτέ, πώς να εμπνεύσουν θριαμβικό φρόνημα, πώς να εμφυσήσουν σθένος γενναιότητας; Ποιος από δαύτους φλέγεται έτοιμος για τη θυσία; Για την υπέρ βωμών έγερση ποιος Κυρηναίος θα σηκώσει το σταυρό, για τον Έλληνα Τρόπο της σωτηρίας πότε θα λάμψει το ανέσπερο Φως μιας αγνής Πατριωτικής Ένωσης;
Καλοφάγωτα βρε λεβέντες, και φέτος μας νικήσατε, όμως να θυμάστε: Τα φώτα στο επαρχιακό μπουζουξίδικο κάποτε σβήνουν, τέρμα τα τέλια κι οι λουλουδούδες. Η χαρτούρα για την παραγγελιά στις ζεμπεκιές, τελειώνει σύντομα. Οι χοντροί λεφτάδες στο πρώτο τραπέζι σηκώνονται, ξεσουρώνουν και σας ξεχνούν. Όπως θα σας διαγράψει κι ο κόσμος όλος, και τότε θα τη ζήσετε ὁπωσοῦν τη στιγμή: κάποιοι από εσάς θα περάσετε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, στα σκουπίδια της.