Του Κώστα Γ.
Γιοβανόπουλου
Έχουμε βιώσει τις κατά καιρούς απόπειρες της ελληνικής κοινωνίας να αναδείξει έναν αδιαφιλονίκητο ηγέτη, που επιτέλους να μην μας τον φόρτωσε η οικογενειοκρατία. Να μην μας τον φύτεψαν οι στοές, να μην τον ζύμωσαν οι κομματικοί μάγειρες, να μην τον έχρισαν ξένες πρεσβείες. Έναν ηγέτη που ν’ αναδειχθεί για τα Πιστεύω του, για τον αφοσιωμένο βίο του ανάμεσά μας, να τον σηκώσουμε ψηλά δια βοής, λεβέντης με φιλότιμο, θυμιάμα ν’ αποπνέει, άξιος για τις ελληνότροπες καταβολές του. Πού ‘ντονε; Πώς φτάνουμε άραγε σε τούτο το ξέφωτο; Σπορά καμιά μας δεν ευκάρπισε, μαραίνονται οι ελπίδες στον αιώνα, ξεφτίσανε τα λόγια τα μεγάλα. Γιατί άραγε δεν βλαστάνει, δεν προκόβει μια τέτοια μορφή; Είναι δυνατόν να λάκισαν όλοι;
Οι λόγοι είναι μόνον δύο. Ένας δικός μας κι ο άλλος αυτωνών:
α) Οι μικροεπιτηδευματίες αποκάμαμε κουρασμένοι στους αγώνες μας, ζούμε για να πληρώνουμε (τις εισφορές, τους φόρους, τις τράπεζες, τη ΔΕΗ...). Ο αληθής ήρως, η μεσαία τάξη των Ελλήνων, απηύδησε με τις εξαγγελίες, άραξε το καραβάκι μας στο τέλμα τού «δε βαριέσαι...». Η χώρα ξεπουλήθηκε, τα ασημικά υποθηκεύτηκαν, οι αλλοεθνείς προοιωνίζονται ως μέλλων πληθυσμός. Συμβιβάστηκε άπελπις ο μέσος Έλλην ηττημένος από τη διαφθορά και τη βλακεία, αποδέχθηκε την αναξιοκρατία και το επίδομα, τον αλυσόδεσε η γραφειοκρατία. Ο παπάς κάνει καριέρα, ο δικαστής κι ο δικηγόρος μουγγάθηκαν βολεμένοι, ο ένστολος ονειρεύεται μόνο μια καλή σύνταξη στα 50 του, ο δασκαλάκος μετρά “τους συνωστισμούς της Σμύρνης” και τα τριήμερα. Αδιέξοδο παντού. Η οικογένεια αντικαταστάθηκε από πολύχρωμη μπαντάνα, ο σταυρός λοιδορήθηκε αφού κάποιοι αρχιερείς τον ταύτισαν με το παγκάρι, καταργήθηκε η έπαρση σημαίας στα σχολειά μας.
β) Η ιδιοτέλεια τύλιξε σαν πλοκάμι ασφυξίας την πολιτική κονίστρα. Οι τυφλοί αναρριχητές, οι αδίστακτοι φιλοτόμαροι, οι παθολογικά εγωπαθείς πήραν τα ηνία. Βρώμικοι χορηγοί πατρονάρουν τα κνώδαλα της Βουλής. Άφαντοι τραπεζίτες κανακεύουν στα γόνατά τους τα γιουσουφάκια που τάχα νομοθετούν. Στοιχηματζήδες μπράβοι γαλουχούν το πόπολο στο νταηλίκι της αγραμματοσύνης, στην πρωτόγονη αρένα της απρέπειας, πλήθη κατάχρεων στις κερκίδες και στις οθόνες. Σοκάκια κατασκότεινα, παραμονεύουν σμέρνες. Οι οπλάδες των παραγγελιών απειλούν, οι εμβολιαστές μπίζνεσμαν βραβεύονται, οι ναρκέμποροι ασκανδάλιστα μεγαλουργούν, η δημοκρατία εκδίδεται ως ερωμένη των πρόστυχων ιδιοκτητών ΜΜΕ και των γκαλοπατζήδων. Ένας απέραντος βόρβορος στην άβυσσο της αποφοράς, με ένα και μόνο σιχαμένο σκοπό ύπαρξης: Την ιδιοτέλεια, ο καθένας για την πάρτη του, η ασωτεία έγινε αυτοσκοπός, η απληστία το μέγα αφήγημα, η διαπλοκή ευαγγέλιο, ομερτά δωροδόκων.
Και ξαφνικά στο φοβερό έρεβος, στην καρδιά του τυφώνα της απογοήτευσης, μέσα στη θύελλα της άπραγης αδιαφορίας μας, σκάει ένας λαμπερός Νέστορας που επιστρέφει από το δικό του Τρωικό πόλεμο. Ο ανδρείος Εμφιετζόγλου προβάλλει μπαρουτοκαπνισμένος από το μέτωπο, ένας Αίαντας της Καππαδοκίας νικητής του χρόνου, νουθετεί τους σύγχρονους Αχαιούς στον δρόμο της αγαθότητας. Γνώρισε το ψοφοδεές «σύστημα» από τις προσωπικές του μάχες, αντιστάθηκε με φρόνημα πατριωτικό όσο λίγοι, ευεργέτησε τους εν ανάγκη, κατήγγειλε τους κάφρους της σήψης.
Όσοι εσκεμμένα τον συγκρίνουν με μικροκινήματα, τον φοβούνται, καθώς ξέρουν την αλήθεια: Οι γνήσιοι καπεταναίοι θα σμίξουν σύντομα. Δεν υπάρχει όμως μέτρο σύγκρισης στην ξεροκαλαμιά και το γιγαπλάτανο, πώς να βάλεις δίπλα στα πανέρια με αλοιφές πασατέμπο και ληγμένο σάμαλι τις αρετές ενός ομηρικού έθνους, τι δουλειά έχουν τα μπακίρια πλάι στα μαλάματα; Όσοι μεθοδικά τον αγνοούν, εκτελούν αποστολή ζόφου, βγάλαν φιρμάνι οι δειλοί σατανάδες να φιμωθεί ο λόγος του, μάταια, το εύψυχο άγγελμα δονεί βροντερά τα πέρατα.
Ο Εμφιετζόγλου έχει μόνο βιολογικό χρόνο επιτυχίας, απουσιάζουν τα περιθώρια αστοχίας, καμία πολυτέλεια φθοράς, νυχοπατά σ’ αχνάρια αγιοβάδιστα. Η ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ δεν είναι καρεκλοκένταυροι και τσομπαναραίοι, ούτε συμφέροντα ταμαχιάρηδων εμπόρων του ναού. Είναι η γεραρή ιδέα της αναγεννημένης πατρίδας, το εκτυφλωτικό ανέμισμα της γαλανόλευκης, μια πασχαλιάτικη άνοιξη στο πολιτικό κοιμητήριο, το ανηφορικό μονοπάτι προς το κάστρο της Ιθάκης, αυτή είν’ η λεωφόρος μας. Το «Μέγεθος Εμφιετζόγλου» οφείλει να συναρπάσσει, να ξεσηκώσει τους φιλαγιορείτες αλλά και σύμπαντα τα σήμαντρα των Μονών του Άθω. Σε χριστόφιλες συντροφιές να μιλούν περήφανα για το νεο-πρόδρομο των ελλαδιτών, από τ’ αρχονταρίκια να συρρέουν στα πλημμυρισμένα σταυροδρόμια, χείμαρροι δακρύων νίκης, καθαρές ψυχές οι αιτούντες τις Αξίες στις ζωές μας.
Ο ποντιακός ελληνισμός να πιαστεί σε φλογάτο πυρρίχιο, η μικρασιάτικη δημιουργικότητα να σαλπίσει μπάρκο για αδιάφθορα λιμάνια, γιορτάστε συνέλληνες η Ένωση είναι εδώ. Οι θρακικοί περήφανοι ρυθμοί να χορεύουν για το γυρισμό της νεολαίας στη γλυκιά πατρίδα, οι σαρακατσάνικες κάπες να φύγουν στον αέρα με δόξα και καμάρι. Όλοι μια αγκαλιά, πορεία μαθητείας στη σεμνή αφετηρία της ευπρέπειας, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας. Κρήτες, Μανιάτες, Θεσσαλοί, να ενωθούν πνευματικά, από Κέρκυρα σε Ρόδο το τραίνο της λευτεριάς να γεμίζει με φαντάρους γελαστούς όπως το ‘40. Ευγνώμονες Σπαρτιάτες κι Αθηναίοι ν΄ ανταμώσουν ειρηνοπρεπώς σε βόρεια Ήπειρο και Κύπρο, ο νοικοκύρης μπροστάρης είν΄ εδώ, ο ταπεινός σημαιοφόρος ανέλαβε καθήκοντα. Ασυγκράτητοι οι ακαδημαϊκοί κι οι εργάτες, πρέπει ασταμάτητοι να προστρέξουν, μεθυσμένοι από χαρά να γευτούν την εθελόθυτη παρουσία ανάμεσά μας του Άτλαντα της πατρίδας. Σ’ αυτό το πανηγύρι των Ελλήνων, χοροστάσι αυγουστιάτικο στο σαμιώτικο Πυθαγόρειο πανηγυρίζουμε του Σωτήρος, χωράμε όλοι κι άλλοι τόσοι. Αλιείς εν πνεύματι, ψαράδες του αδιαίρετου αρχιπελάγους, χωράμε στα στήθια μας το αχώρητο. Ο μονόδρομος είναι δικός μας, μάς ανήκει, να κεραστούμε μάς αξίζει ελληνισμού παλμούς. Φτάνει πια με τ’ αδιέξοδα των μετρίων, των άβουλων, των κακομοίρηδων, τέρμα με την παρακμή τους. Το “Μήνυμα Εμφιετζόγλου” επέστρεψε απ΄ το Σινά, είν’ εδώ, η αρχοντιά ή ίδια, βυζάντιο κι ημίθεων θρύλοι σμίξαν κοντά μας, πισωπατούν τα σάπια λέσια. Εμείς μαζί επιτέλους, τώρα μπορούμε, ξέρουμε τώρα, σπέρνουμε και θερίζουμε ελληνικά.