Μετά ήρθαν οι βροχές
κι` άρχισε πάλι
αυτό με τις ομπρέλες
και τις τεράστιες τζαμαρίες των ΚΑΦΕ.
Ήταν φανερό,
πως στους δρόμους άλλοι πηγαίναν στις δουλειές
άλλοι να θυμηθούν που πάνε.
Πιο πολύ όμως ήτανε οι ανθυπολοχαγοί.
Αυτοί που είχαν αποστρατευτεί από τα ΟΝΕΙΡΑ
και πέρναγαν ώρες στα καφενεία
για το ποιος είδε πιο κοντά το φεγγάρι,
ποιος μάζευε ψιθύρους απ` τις αυλές,
ποιος έβλεπε τα βάσανα
που πήδαγαν απ` τα παράθυρα.
Έτσι ήταν τα πράγματα.
Ώσπου η Ελισάβετ
άρχισε να μοιράζει κυδώνια στη γειτονιά,
προκηρύξεις
της στρατηγικής του φθινοπώρου.
Πότε όμως θα περνούσαν
οι πολλαπλασιασμοί της ευτυχίας
ρωτούσε η φωνή του Κόσμου.
Ερχόταν οι βροχές τότε!
Η Μεγάλη Εβδομάδα της Υγρασίας.
Αυτή,
που έλεγε όλο κακά λόγια για την νεροποντές
και γύμναζε τις λέξεις να σιωπούν
όταν τάχατες
θα μπερδευότανε
η βροχή με τα δάκρυα.