Του Γιάννη
Μαγκριώτη
Τα κόμματα, τις τελευταίες δεκαετίες, όπως και κάθε φορέας κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, αμφισβητούνται έντονα από τους πολίτες, και ιδιαίτερα από τις νεότερες γενιές. Οι λόγοι πολλοί, άλλοι έχουν να κάνουν με τις απογοητεύεις που γνώρισαν, και άλλοι με την εκτίμηση που έχουν ότι, τα κόμματα είναι κλειστές ομάδες ανθρώπων, που δεν έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για τα προβλήματά τους.
Υπάρχουν όμως και αντικειμενικά δεδομένα, που δεν ευνοούν την συλλογική και μαζική στάση των πολιτών, και τα πιο σημαντικά είναι: οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην οργάνωση της παραγωγής, στις νέες μορφές επικοινωνίας των ανθρώπων και στην κατανόηση των παραγόντων που δημιουργούν τα προβλήματα και τα διλήμματα της εποχής.
Η εποχή της 1ης και 2ης βιομηχανικής επανάστασης, με τις καθετοποιημένες παραγωγικές μονάδες, που αναπτύσσονταν στον ίδιο γεωγραφικό και εθνικό χώρο, απασχολούσαν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, με κοινές εργασιακές σχέσεις, ευνοούσε, τόσο την ανάπτυξη των εργατικών και γενικότερα των κοινωνικών οργανώσεων, όσο και των μαζικών κομμάτων, άρχισε να αλλάζει στην περίοδο της 3ης βιομηχανικής επανάστασης, των νέων τεχνολογιών και της επικοινωνίας, και άλλαξε ριζικά, στην κορύφωση της παγκοσμιοποίησης, την περίοδο της ελεύθερης μετακίνησης κεφαλαίων, ανθρώπων και αγαθών, και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Τα μεγάλα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα επέδρασσαν και επιδρούν, επίσης καταλυτικά, στις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, και της Βόρειας Αμερικής, στις απόψεις των πολιτών, στις κατώτερες οικονομικές και μορφωτικές κλίμακες και όχι μόνο, για την χρησιμότητα των κομμάτων και γενικά των φορέων της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης. Η εκλογή Τράμπ στις ΗΠΑ, το Brexit, τα αποτελέσματα των Γαλλικών εκλογών, μαζί με τις πολιτικές και κομματικές εξελίξεις στις χώρες του Νότου της ΕΕ, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Στους παράγοντες αυτούς, θα πρέπει να προσθέσουμε και, την δυνατότητα που έχουν σήμερα οι πολίτες να έχουν ενημέρωση, είτε από τα παραδοσιακά ΜΜΕ είτε από το διαδίκτυο, όπως και την έλλειψη χρόνου για την συμμετοχή σε κομματικά και πολιτικά γεγονότα, λόγω των πολλών επαγγελματικών και προσωπικών υποχρεώσεων και επιλογών, που δημιουργεί η νέα οργάνωση της οικονομίας, η θεοποίηση του καταναλωτισμού, και οι εκρηκτικές ανισότητες και στις ανεπτυγμένες χώρες.
Στην χώρα μας, για πολλούς λόγους, οι εξελίξεις αυτές, ήρθαν σε μεταγενέστερους χρόνους, γιαυτό και το κομματικό φαινόμενο αποκρυσταλλώνεται μετά το 1974, δηλαδή, μετά την πτώση της Χούντας. Εκτός από τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς, που νομιμοποιήθηκαν αυτή την περίοδο, διατηρώντας ουσιαστικά την δομή και την οργανωτική φιλοσοφία που είχαν από την περίοδο της παρανομίας, τα άλλα κόμματα, ειδικά η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που κυριάρχησαν, μέχρι την πρόσφατη πολύπλευρη κρίση, συγκροτήθηκαν πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά, από τις χαρισματικές ηγεσίες τους, με την επιλογή της αυτοοργάνωσης, ανάλογα με τα αντίστοιχα ρεύματα στην Δυτική Ευρώπη, με έντονη όμως την εθνική ιδιομορφία, ακολουθώντας την επιλογή της αυτοοργάνωσης, με καθοριστικό όμως τον ρόλο των ηγεσιών τους..
Η αυτοοργάνωση, δηλαδή η εσωτερική αναδιοργάνωση, ενός φορέα, είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία, κατά την οποία ένα σύστημα επιδιώκει να αλλάξει τα δομικά του στοιχεία. Συνήθως, όταν αναφέρεται σε κόμματα, παίρνει διάφορες μορφές, ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, μπορούμε να αναφέρουμε τέσσερις εκδοχές, από το 1974 μέχρι σήμερα:
1. Την εξαρχής οργάνωση των δομών του, όταν ιδρύεται, όπως το ΠΑΣΟΚ το 1974, από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
2. Την επανίδρυσή του, όταν διέρχεται μεγάλη κρίση και έχει ανάγκη να επιδείξει μεγάλες αλλαγές, όπως το ΠΑΣΟΚ το 1989.
3. Την ενσωμάτωση πολιτών, που κινούνται στον κοινωνικό περίγυρο του κόμματος, για να αποδιαρθρώσει τους εσωτερικούς παγιωμένους μηχανισμούς, όπως προσπάθησε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2004.
4. Την οργανωτική συγκρότηση ενός σώματος πολιτών, που συμμετείχε σε πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες, όπως επιχειρεί η νέα ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ, με τις 270.000 πολιτών, και όσων άλλων το επιθυμούν, που ψήφισαν στον πρώτο γύρο των πρόσφατων εσωκομματικών εκλογών.
Η μορφή της αυτοοργάνωσης, όπως εύκολα καταλαβαίνουμε, εξαρτάται από τις επιδιώξεις της ηγεσίας, τα προβλήματα που θέλει να αντιμετωπίσει και την συγκυρία που την πραγματοποιεί.
Στην σημερινή εκδοχή της, είναι σαφές ότι, επιδιώκει να διευρύνει την κομματική βάση, για να συγκροτήσει ένα ισχυρό μηχανισμό πολιτικής και εκλογικής κινητοποίησης, που θα το βοηθήσει να επικοινωνήσει και με πολίτες, πέραν αυτών που δημοσκοπικά δείχνουν να το προτιμούν, τους τελευταίους μήνες.
Ένας επίσης διακηρυγμένος στόχος είναι η πολιτική διάδραση με τους πολίτες και τις κοινωνικές ομάδες, που άμεσα το ενδιαφέρουν, με βάση το ιδεολογικό του πλαίσιο, με στόχο τον διάλογο και την διαμόρφωση θέσεων, για γενικά και ειδικά προβλήματα, σε θεματικό, τοπικό, περιφερειακό, και εθνικό επίπεδο.
Είναι εμφανές ότι: οι πυραμιδικές, παραδοσιακές δομές, δεν είναι πλέον ελκυστικές, ούτε αποδοτικές στην σημερινή εποχή.
Σήμερα απαιτείται, μια υβριδική δομή και λειτουργία των κομμάτων, που θα διασφαλίζει:
1. Την συνεχή διάδραση των κομματικών δομών με την κοινωνία, σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και θεματικό πεδίο, μέσα από τις φυσικές συναντήσεις και την διαδικτυακή επικοινωνία, με τους πολίτες, που θέλουν να εκπροσωπούν, και την κοινωνία των πολιτών.
2. Την διαφάνεια και την δημοκρατία στην λειτουργία τους, και στην σχέση με τους πολίτες.
3. Τα διαδικτυακά δημοψήφισμα, με σχετική δεσμευτικότητα των αποφάσεων, για τοπικά, περιφερειακά ή ευρύτερης σημασίας θέματα, μετά από διάλογο, με τεκμηρίωση τόσο της αποδοχής του αποτελέσματος, όσο και της απόρριψης.
Φυσικά, αυτή η διαδικασία, τόσο στην αφετηρία της, όσο και στην εξέλιξή της, δεν μπορεί να είναι χαοτική. Για να έχει ουσία, να είναι ελκυστική και φυσικά να έχει αποτελέσματα, πρέπει, σε κάθε επίπεδο ανάπτυξής της, η αντίστοιχη ηγεσία του, να τροφοδοτεί τον διάλογο και την επικοινωνία, με πρωτογενές πολιτικό και προγραμματικό υλικό, το οποίο, στην συνέχεια να το ανασυνθέτει σε πολιτική και προγραμματική πρόταση δράσης,
Εάν, στο εγγύς μέλλον τα κόμματα, αλλά και οι φορείς της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης σε όλα τα επίπεδα και τα πεδία, δεν αλλάξουν ριζικά, θα χάσουν κάθε αξία και σημασία, με αποτέλεσμα, είτε να διεκπεραιώνουν αποφάσεις ισχυρών οικονομικών ομάδων είτε κλειστών συντεχνιακών συμφερόντων.
Κάτι που δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό γίνεται τα τελευταία χρόνια. Εξέλιξη, που θα είναι καταστροφική, εάν δεν αντιστραφεί, για την κοινωνία και ειδικά για τους νέους και αδύναμους, την δημοκρατία και την χώρα.