Γράφει ο Δημήτρης Πυρινός *
Ο ιστορικός χρόνος του παρόντος άρθρου ξεκινάει στις αρχές του περασμένου αιώνα, όποτε ολοκληρώθηκε εδαφικά και οργανώθηκε διοικητικά το νεότερο ελληνικό κράτος. Οι δύο όροι του τίτλου αποτελούν δύο δευτερεύοντες, δυσδιάκριτες αιτίες της οικονομικής ύφεσης στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Επιγραμματικά αναφέρω τις βασικές γνωστές «φούσκες» για την ελληνική πραγματικότητα: των άστοχων τοποθετήσεων χρηματιστηρίου, της υψηλής φοροδιαφυγής, της διογκωμένης γραφειοκρατίας, του ανεξέλεγκτου ιδιωτικού και κρατικού δανεισμού. Σημειωτέον, ότι όλα τα προηγούμενα κακώς κείμενα συνδέονται μεταξύ τους, έχοντας έναν κοινό υποστηρικτικό παράγοντα: τη λανθασμένη οικονομική και πολιτική νοοτροπία.
Γενικά η εκπαίδευση στην Ελλάδα ήταν υποχρεωτική, παρεχόταν σχεδόν δωρεάν και επέτρεπε σε όλους την πρόσβαση σε αυτήν, πράγμα πολύ δημοκρατικό. Τα ποσοστά φοίτησης στη μέση βαθμίδα ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, γεγονός πολύ θετικό. Ωστόσο, ο παιδαγωγικός προσανατολισμός και των σχολείων και των μαθητών και των γονέων αυτών, ήταν πάντα προς τους κλάδους της γενικής, κλασικής και θεωρητικής κατεύθυνσης και λιγότερο προς την τεχνική και επαγγελματική.
Η αυξημένη ζήτηση για εκπαίδευση άρχισε στα τέλη του προπερασμένου αιώνα. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στον βόρειο ελλαδικό χώρο την εποχή των βαλκανικών ανταγωνισμών ευνόησαν την υψηλή φοίτηση στην δημοτική και μέση εκπαίδευση. Ο αριθμός των ελληνικών σχολείων και μαθητών ήταν από τα ισχυρά όπλα των εδαφικών διεκδικήσεων του ελληνικού κράτους. Έτσι, παρατηρήθηκε μια θεαματική επιτάχυνση της φοίτησης στα σχολεία σε όλες τις δυνάμει εντάξιμες στο κράτος επαρχίες.
Την επόμενη μέρα από την απελευθέρωση, ο σχολικός υποχρεωτικός πλέον μηχανισμός επεκτάθηκε συστηματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο πληθωρισμός σε μέσα και ανώτερα επαγγέλματα παρουσιάζονταν ως εθνικός κίνδυνος, αφού το κράτος διέθετε τρομακτικώς δυσανάλογον αριθμόν επιστημόνων και μνηστήρων υπαλληλικών θέσεων. Αργότερα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το ελληνικό κράτος ενέταξε αυτόματα στο σχολικό σύστημα όλους τους πρόσφυγες μαθητές, των οποίων η οικονομική διέξοδος συνδεόταν κυρίως με την μόρφωσή τους, ενώ οικοδόμησε άμεσα τεράστιο αριθμό σχολικών κτιρίων. Η τάση αυτή συνεχίστηκε με αύξηση σε ποσοτικά κριτήρια και όχι τόσο σε ποιοτικά, (περισσότεροι μαθητές, εκπαιδευτικοί, κτίρια, κ.λπ.)
Έτσι, στη σημερινή πραγματικότητα τα ποσοστά των φοιτητών στα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων και του εξωτερικού, έγιναν πολύ υψηλά. Το σχολείο, το φροντιστήριο, οι γονείς, επίσης, καλλιέργησαν το στερεότυπο ότι ιδανική σχολή είναι η υψηλόβαθμη, π.χ. ιατρική, νομικά, αρχιτεκτονική. Αυτή η επιλογή δεν ανταποκρίνεται βέβαια ούτε στις δεξιότητες των μαθητών ούτε στις ανάγκες της αγοράς. Επόμενο είναι η σημερινή υψηλή ανεργία των νέων, (για την ακρίβεια, και η απασχόλησή τους σε διαφορετικά πεδία εργασίας από τις σπουδές που έχουν κάνει), πτυχιούχων ανώτερων και ανώτατων σχολών, που επιπρόσθετα κατέχουν διπλώματα ξένων γλωσσών, πληροφορικής και μεταπτυχιακών σπουδών.
Εμπόδιο στην υγιή οικονομική ανάπτυξη αποτέλεσε και η σε υψηλά επίπεδα κοινωνική κινητικότητα, στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, των κατοίκων της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα και ειδικότερα στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Οι πληθυσμοί αυτοί αποσκοπούσαν, μέσω της εκπαίδευσης, στην κοινωνική τους άνοδο και την απόκτηση συνήθως μιας θέσης εργασίας στο γραφειοκρατικό δημόσιο χώρο που δημιουργήθηκε και πολλαπλασιάστηκε στην πρωτεύουσα. Σημειωτέον, ότι ένα ποσοστό από αυτούς που δεν κατάφερναν να πάρουν μια τέτοια θέση μετανάστευσε στο εξωτερικό για τον λόγο της υπανάπτυξης στον βιομηχανικό και βιοτεχνικό τομέα.
Η μετακίνηση αυτή εννοείται πως εμπόδισε ή και διέκοψε τη συνέχεια της οικογενειακής επαγγελματικής δραστηριότητας στην ύπαιθρο, είτε ως αγρότης, είτε ως τεχνίτης. Η είσοδος αλλοδαπών εργατών τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα με τα παραπάνω.
Η εσωτερική αυτή μετανάστευση, συνετέλεσε στη δημιουργία του δεύτερου όρου του τίτλου του άρθρου, της υπεροικοδόμησης: Ο αγροτικός και ημιαστικός πληθυσμός που μετακινήθηκε στις πόλεις, δεν εγκατέλειψε το σπίτι στην ύπαιθρο, ενώ φυσικά νοίκιασε ή αγόρασε ένα διαμέρισμα στην πόλη. Ο νόμος της αντιπαροχής, σε συνδυασμό με τον άκρατο πολεοδομικό επεκτατισμό των πόλεων τον βοήθησε να αποκτήσει ακόμη ένα ακίνητο.
Οι εργολάβοι σε συνδυασμό με τα ανεξέλεγκτα δάνεια των τραπεζών, έδωσαν ακόμη ένα φθηνό σε υλικά, αλλά ακριβό σε εμπορική και αντικειμενική αξία, ακίνητο. Στο ποσοστό ιδιοκατοίκησης που δημιουργήθηκε ήρθε να προστεθεί και η δεύτερη, συχνά αυθαίρετη, εξοχική κατοικία στην φτωχή κατά τα άλλα Ελλάδα. Και με την οικοδόμηση στον ερασιτεχνικό τουρισμό, (βλέπε επίσης και τα άστοχα και ανεξέλεγκτα κοινοτικά κονδύλια), ορεινό και παραθαλάσσιο, τα μεγέθη για την οικοδομή αυξήθηκαν. Να μην παραλείψουμε βέβαια και τα δημόσια κτίρια:
Την στρατιωτική οικοδόμηση όπου είχαμε διάσπαρτα στις πόλεις στρατόπεδα και κέντρα νεοσύλλεκτων και το ίδιο φαινόμενο, σε πιο έντονο βαθμό με τις γνωστές τοπικές διεκδικήσεις, την ίδρυση των πανεπιστημιακών σχολών σε κάθε νομό και πόλη. Και ο σκοπός από τις τοπικές κοινωνίες δεν ήταν η πολιτιστική και κοινωνική αναβάθμιση της περιοχής, ήταν απλά η ενοικίαση διαμερισμάτων και καταστημάτων για την είσπραξη ενοικίων, με βραχυπρόθεσμα και μόνο οφέλη. Τα δημόσια ακίνητα για τα ιδιωτικά!
Επίσης, τα Ολυμπιακά ακίνητα αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά όπως και τα προηγούμενα δημόσια ή δημοτικά κτίρια, δεν αξιοποιούνται πάντα με κερδοφόρο για το κράτος τρόπο. Τέλος, υπάρχει και η τεράστια περιουσία της εκκλησίας σε ακίνητα για τα οποία αναμένεται η αξιοποίησή τους από την ίδια.
Κλείνοντας το θέμα, να αναφέρω σχετικό συγκριτικό πίνακα για τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη: στις τελευταίες θέσεις με τα χαμηλότερα ποσοστά βρίσκονται, με αύξουσα σειρά, η Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία, Γαλλία και Φινλανδία, ενώ τους υψηλότερους δείκτες ιδιοκτησίας ακινήτων έχουν, επίσης με αύξουσα σειρά, η Βουλγαρία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Ουγγαρία και Ρουμανία. Σαφώς και τα μεγέθη είναι αντιστρόφως ανάλογα με τα ποσοστά της εκβιομηχάνισης και της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Πολύ κοντά στις δεύτερες εντοπίζεται η Ελλάδα στην οποία υπήρχε πάντα η νοοτροπία για μια ασφαλή αλλά σε μεγάλο βαθμό αντιπαραγωγική επένδυση όπως αυτή των ακινήτων.
Σαφώς και η ιδιοκτησία ενός ή παραπάνω ακινήτων είναι μια προστασία των ελλήνων πολιτών απέναντι στην απουσία του σωστά δομημένου κράτους πρόνοιας. Ωστόσο μια δίκαιη φορολόγηση των ακινήτων θα πρέπει να ενεργοποιήσει την επιχειρηματικότητα ιδιοκτητών αναξιοποίητων ακινήτων και να είναι παράλληλα με την οργάνωση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους.
Αυτονόητο θεωρώ ότι ο σωστός προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος είναι αναγκαίος. Tα επαγγελματικά και τεχνικά σχολεία πρέπει να γίνουν η πρώτη επιλογή των νέων, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η μορφή της εκπαίδευσης πρέπει να συμβαδίζει με τις τοπικές πραγματικότητες για να αποτελέσει μοχλό στην ανάπτυξη ενός κράτους μακροπρόθεσμα.
* Δρ Ιστορίας,
Πτυχ. Παιδαγωγικών
και Οικονομικών Επιστημών