Του Δημητρίου Π. Τόλιου
Η επικαιρότητα καθορίζει προτεραιότητες. Ιδιαίτερη μνεία και τιμή λοιπόν αξίζει να δοθεί κατά χρονική προτεραιότητα, στο πρόσωπο της δημοσιότητας της φετινής άνοιξης στην Βέροια (έστω και μετά θάνατον). Τον Νικόλαο Καλλιγά . Από την ζωή της Βέροιας μετά τον πόλεμο δεν μπορούσαν να λείπουν στιγμές της προσκοπικής ζωής στα μεταπολεμικά χρόνια . Δεν μπορεί να μην δεν σχολιάσουμε λοιπόν στη σειρά αυτή των δημοσιευμάτων για τον βεροιώτικο προσκοπισμό τις αναφορές του αείμνηστου παλαιού προσκόπου Νικόλαου Καλλιγά στο βιβλίο Η ΒΕΡΟΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ 1940-1949 , το οποίο ο ανεψιός του Γεράσιμος Καλλιγάς επιμελήθηκε και εξέδωσε πρόσφατα, αποσπώντας την αγάπη και την αναγνώριση από τους βεροιείς που το πήραν στα χέρια τους. Ο Νικόλαος Καλλιγάς προσεγγίζει τα γεγονότα με αγάπη για τον τόπο του, με παροιμιώδη ουμανισμό στις περιγραφές του και ιδίως με μετριοπάθεια, περιγράφοντας φλέγουσες εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις, προσπαθώντας να αποτυπώσει όσον το δυνατόν πιο αντικειμενικά τις στιγμές που έζησε μέσα σε μια εποχή που πλήρωσε ακριβά ο τόπος αλλά δυστυχώς μυαλό δεν έβαλε. Όπως είπε και ο Παύλος Πυρινός στην παρουσίαση του βιβλίου, αν η πόλη είχε μερικούς Καλλιγάδες ακόμη θα ήταν μια καλύτερη πόλη. Οφείλω να πω, πριν αναφερθώ στις αναφορές του βιβλίου στον προσκοπισμό, ότι το βιβλίο αυτό έτυχε να μπορεί να το εκδώσει σηκώνοντας το οικονομικό βάρος, ο ανεψιός του συγγραφέα ο Γεράσιμος. Αλλά το βιβλίο αυτό κατά την γνώμη μου, όφειλε να αναλάβει να το εκδώσει αρμόδιος αυτιδιοικητικός, πολιτιστικός, κοινωνικός φορέας τέλος πάντων, από αυτούς που διαχειρίζονται κοινό ταμείο και κοινό χρήμα για τέτοιους σκοπούς.
Στο βιβλίο λοιπόν:.
Αναφορά στην σελ. 215 Από την λεσχη της ΕΠΟΝ … στον προσκοπισμό
« Επί Εαμοκρατίας μερικοί παλιοί πρόσκοποι όπως ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, ο Γεώργιος Κόντας, ο Ορέστης Ζαφάρας, ο Ιορδάνης Κουίκογλου, ο Αθανάσιος Δαβόρας, ο Φιλοκτήμων Παπαδόπουλος κι άλλοι προσπάθησαν να επανιδρύσουν το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (Σ.Ε.Π), που το είχε καταργήσει το 1938 ο Ιωάννης Μεταξάς. Τον Γενάρη του 1945 ο γαμπρός μου, Ιορδάνης Κουικογλου, μου ανακοίνωσε πως μ’ έγραψε -χωρίς να με ρωτήσει- στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (Σ.Ε.Π). Έμαθαν οι Επονίτες πως στη Βέροια προσπαθεί να ξαναιδρυθεί ο προσκοπισμός κι άρχισαν να κατηγορούν στη λέσχη της ΕΠΟΝ τους προσκόπους. Τους αποκαλούσαν φασίστες, προδότες, χίτες κι άρχισα να φοβάμαι, γιατί αν μάθαιναν πως είμαι πρόσκοπος, αλίμονο 300. Έτσι αραίωσα να πηγαίνω στη λέσχη έως ότου άνοιξαν οι πρόσκοποι δική τους λέσχη στην παλιά Μητρόπολη. Σ’ έναν μήνα γέμισε η παλιά Μητρόπολη από πρόσκοπους μεταξύ των πρώτων κι εγώ. Χαιρόμουν να πηγαίνω, γιατί υπήρχαν κι εκεί παιχνίδια, όμως δεν υπήρχαν πύρινοι λόγοι μίσους και φθόνου. Στη λέσχη των προσκόπων μας μάθαιναν πολλά χρήσιμα πράγματα. Πώς να δώσουμε τις πρώτες βοήθειες σ’ έναν τραυματία, πώς μπορούμε να βγούμε από το δάσος σε περίπτωση που χαθούμε τη νύχτα με τη βοήθεια των αστεριών, πώς ν’ ανάβουμε φωτιά χωρίς σπίρτα, πώς ν’ αντιμετωπίζουμε τον λυσσασμένο σκύλο ή τον λύκο μ’ ένα κοντάρι. Μας τόνιζαν πως πρέπει να είμαστε ενάρετοι και πειθαρχημένοι πολίτες. Ράψαμε με δικά μας χρήματα στολές σε χακί χρώμα με μάλλινο χοντρό ύφασμα, κοντό παντελόνι, χακί κάλτσες και μπλε μαντήλι στον λαιμό. Στη μέση φορούσαμε ζώνη με το μεταλλικό σήμα του Σ.Ε.Π, ένα παγούρι κρεμασμένο κι ένα μαχαίρι μες στη θήκη του. Φορούσαμε καπέλο με πλατύ γείσο και κρατούσαμε στο δεξί μας γερμένα κοντάρι όσο το μπόι μας. Με αυτήν τη στολή συμμετείχαμε στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου του 1945. Εμένα με κατέταξαν στην πρώτη ομάδα με αρχηγό τον Ορέστη Ζαφάρα και Ενωμοτάρχη τον Στέφανο Οικονόμου.»
Σχόλιο: Πράγματι, η δικτατορία του Μεταξά διέλυσε με τον μεταξικό Νόμο του 1939 το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων και το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών, για να καταστήσει κυρίαρχη και υποχρεωτική την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την Ε.Ο.Ν., την οποία ίδρυσε και καθοδηγούσε ο ίδιος ο Μεταξάς. Μόλις άρχισε η κατοχή, η Ε.Ο.Ν. διαλύθηκε. Οι πρόσκοποι άρχισαν να ανασυντάσσονται κρυφά. Αρκετές προσκοπικές ομάδες έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις, χωρίς στολή, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο υπόγειο κάποιου άλλου, παρά τις τρομερές στερήσεις και τον κίνδυνο που διέτρεχαν. Τα πρώην μέλη του ΣΕΠ σε όλη την Ελλάδα συνέχισαν να τιμούν την ιδιότητα του Προσκόπου. Η ίδρυση μυστικών ομάδων και η έντονη παρουσία προσκόπων σε αντιστασιακές οργανώσεις και σε δραστηριότητες κοινωνικής προσφοράς έχουν ξεχωριστή σημασία. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, οι «διαλυμένες» προσκοπικές Ομάδες συνέρχονταν μυστικά, και ασχολούνταν με την παροχή πολύτιμων υπηρεσιών στις αντιστασιακές οργανώσεις, τον Ερυθρό Σταυρό και τον γενικό πληθυσμό που δυστυχούσε. Η υπομονή, η αισιοδοξία και η αλληλεγγύη ήταν τα σύμβολα των νεαρών εκείνων Ελλήνων κατά τις σιωπηρές τους εξορμήσεις με σκοπό να ανακουφίσουν πάσχοντες συνάνθρωπούς τους. Πολλοί πλήρωσαν με τη ζωή τους την αφοσίωσή τους στα πατριωτικά και προσκοπικά ιδεώδη. Στη Βέροια, ακόμη και μετά την αναγκαστική διάλυση και συγχώνευση των Προσκοπικών Ομάδων με την καθεστωτική Εθνική Οργάνωση Νέων (ΕΟΝ), κατά το διάστημα της κατοχής, λειτούργησε συγκροτημένα μυστική Προσκοπική ομάδα. Η Μυστική Ομάδα συνδέθηκε με το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, όταν γνωρίστηκε ο Δημήτριος Παπαδόπουλος (τοπικός έφορος τότε) με την Μουρβέτ Σούλα (μωαμεθανή), το χειμώνα του 1942, κατόπιν μεσολαβήσεως του ιερέα Λεωνίδα Παρασκευόπουλου (μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης), με σκοπό τη λειτουργία παιδικών συσσιτίων. Η προσπάθεια αυτή, έτυχε μεγάλης βοήθειας και από τον Αιμίλιο Βέγκερ, εντεταλμένο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα. Η μυστική προσκοπική ομάδα με τη βοήθειά του, ίδρυσε συσσίτια, αρχικά για 100 και σε μικρό χρονικό διάστημα για 1256 παιδιά. Ο χώρος που φιλοξενούσε τα συσσίτια ήταν η Παλαιά Μητρόπολη με τραπέζια και πάγκους των Προσκόπων και των κατηχητικών σχολείων. Ξύλα για μαγείρεμα και ζέστη, κυρίως ξερά κλαδιά και πεσμένα δένδρα, μάζευαν και έκοβαν οι Πρόσκοποι από το δάσος γύρω από το χωριό της Καστανιάς με την έγκριση του Δασαρχείου. Τα συσσίτια λειτουργούσαν σε τρεις βάρδιες, με την επίβλεψη του Δημήτρη Παπαδόπουλου, με μαγείρισσα την κ. Σούλα και βοηθούς τους Προσκόπους της μυστικής ομάδας, πολλούς ενήλικες παλαιούς Προσκόπους και κυρίες που βοηθούσαν στην προετοιμασία του φαγητού και το σερβίρισμα. Οι Πρόσκοποι της μυστικής ομάδας επισκέπτονταν τις φυλακές κάθε μεσημέρι για να διανείμουν φαγητό στους εκεί κρατούμενους. Το 1943 πραγματοποιήθηκαν δύο κατασκηνώσεις 20 ημερών στην Φυτειά και στο Πολυδένδρι με 250 και 100 παιδιά αντίστοιχα .
Το 1944 πραγματοποιήθηκε κατασκήνωση 20 ημερών στην Καστανιά. Για 20 περίπου μέρες περιέθαλψαν 700 ομήρους που εγκαταλείφθηκαν στο έλεος του Θεού σε στρατόπεδα, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού οργάνωσαν πλήρες φαρμακείο για τα παιδιά των συσσιτίων και για άλλα παιδιά. Τέλος, ασχολήθηκαν για την εκτύπωση και διανομή προκηρύξεων, ως σύνδεσμοι μεταφοράς μηνυμάτων εντός της πόλης και άλλες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα ο Αναστάσιος Φελλόπουλος –μετέπειτα τοπικός έφορος Βέροιας- από το παράθυρο του σπιτιού του στην Κεντρική οδό παρακολουθούσε τις κινήσεις των κατοχικών στρατευμάτων και μετέφερε τις πληροφορίες, ο Ιωάννης Τσιτινίδης ήταν χειριστής πολυγράφου κλπ. Οι βεροιώτες Πρόσκοποι και βαθμοφόροι που συγκρότησαν την μυστική Προσκοπική ομάδα ήταν: 1. Παπαδόπουλος Δημήτριος, τοπικός έφορος 2. Σακελλαρίδης Ιωάννης, αρχηγός ομάδας 3. Κουϊκόγλου Ιορδάνης, αρχηγός, βοηθός τοπικού εφόρου 4. Λιακόπουλος Βασίλειος, βοηθός τοπικού εφόρου 5. Ζαφάρας Ορέστης, αρχηγός ομάδας 6. Κόντας Γεώργιος, βοηθός Τοπικού Εφόρου στον κλάδο των Λυκόπουλων 7. Βαφείδης Σταύρος 8. Τσουλής Αθανάσιος 9. Φελλόπουλος Αναστάσιος αρχηγός 2ου Συστήματος 10. Τσιτινίδης Ιωάννης, υπαρχηγός 3ου Συστήματος 11. Κανελλίδης Τηλέμαχος, υπαρχηγός 5ου συστήματος 12. Σύρπης Θεοφάνης, υπαρχηγός 13. Κόρτης Στέφανος 14. Κορδονίδης Παναγιώτης, υπαρχηγός 1ου συστήματος 15. Μήτσου Χρήστος, ενωμοτάρχης 16. Οικονόμου Γεώργιος, ενωμοτάρχης 17. Χάϊτας Ηρακλής μόνιμος ανθυπασπιστής στρατιωτικής μουσικής 18. Τσιάμπουρας Θωμάς Από το Ιδρυμα Σώμα Ελλήνων Προσκόπων κυκλοφόρησε πρόσφατα η ταινία με τίτλο ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΛΜΗ ΓΕΜΑΤΗ που αναφέρεται σε αυτή την δραστηριότητα. Ίσως κάποτε προβληθεί και στην Βέροια, εφόσον το θελήσει ο τοπικός προσκοπισμός. Από τους αναφερόμενους στο βιβλίο, ο Ιορδάνης Κουικόγλου πολλές φορές ανέβηκε στην Καστανιά τα νεώτερα χρόνια και τον γνωρίσαμε εμείς οι πολύ νεότεροι πρόσκοποι. Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος έζησε και μεγαλούργησε στον βεροιώτικο προσκοπισμό . Όπως αναφέρει ο Παύλος Πυρινός σε άρθρο του στον ΛΑΟ στις 12.5.2018 ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, τοπικός έφορος Προσκόπων Βεροίας, με την υπ’ αριθμ. 26/2-7-1945 ημερήσια διαταγή του, αποφάσισε να λειτουργήσει θερινή προσκοπική κατασκήνωση στην Καστανιά «προς εκπλήρωσιν και επίτευξιν του σκοπού του προσκοπισμού». Ο λυκειάρχης και αρχηγός των προσκόπων της Βέροιας Δημήτριος Παπαδόπουλος (1912-1971) σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στην είσοδο της πόλης στην οδό Πιερίων, μεσάνυκτα Αυγούστου 1971 σε τροχαίο ατύχημα εκτροπή, επιστρέφοντας από την προσκοπική κατσκήνωση Μεθώνης. Ο Παύλος Πυρινός με συνεχή δημοσιεύματα στο παρελθόν έχει γνωστοποιήσει πολλές από τις ανωτέρω πτυχές της μεταπολεμικής προσκοπικής παρουσίας στην πόλη.
Στην σελίδα 230 του βιβλίου
Πρόσκοπος στην κατασκήνωση της Καστανιάς το 1945
Προπολεμικά όσοι στρατιώτες αρρώσταιναν από φυματίωση ή άλλες αρρώστιες κι έπρεπε να δυναμώσουν, τους έστελναν το καλοκαίρι στο αναρρωτήριο της Καστανιάς. Το αναρρωτήριο αυτό έπαψε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και οι υπεύθυνοι του προσκοπισμού ζήτησαν από τον μέραρχο να επιτρέψει στους προσκόπους να κατασκηνώσουν στον χώρο του αναρρωτηρίου. Το καλοκαίρι του 1945, λοιπόν, όλοι οι Πρόσκοποι συγκεντρωθήκαμε στο Σώμα -έτσι λέγαμε την παλιά Μητρόπολη. Ήμασταν φορτωμένοι με κουβέρτες, με το σακίδιο στην πλάτη, το μαχαίρι στη θήκη κι ένα κομμάτι σχοινί ωραία τυλιγμένο, κρεμασμένο στη ζώνη. Ήρθαν τα Τζέιμς (GMC στρατιωτικά φορτηγά), τα φορτώσαμε με όλο τον εξοπλισμό της κατασκήνωσης, ανεβήκαμε κι εμείς και ξεκινήσαμε όλο χαρά. Κάθε ομάδα ανέβαινε στο δικό της αυτοκίνητο με τον ενωμοτάρχη της. Ήμασταν όλα πολύ χαρούμενοι. Πολλοί Πρόσκοποι ανέβαιναν για πρώτη φορά σε αυτοκίνητο και έβγαιναν έξω από την Βέροια . Τραγουδούσαμε προσκοπικά τραγούδια και λέγαμε αστεία. Περάσαμε κατά τον Τριπόταμο και τους Γεωργιανοὺς καὶ φτάσαμε στην Καστανιά και από εκεί στην κατασκήνωση αναρρωτήριο. Μόλις κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα πιάσαμε αμέσως δουλειά . Στήσαμε τις σκηνές, διορθώσαμε και βάψαμε το αποχωρητήριο, υψώσαμε την σημαία.
Σταματήσαμε λόγο για να φάμε και να ξεκουραστούμε κι αμέσως αρχίσαμε και πάλι την δουλειά ως το βράδυ. Στρώσαμε τα στρώματα καταγής, φάγαμε ξηρά τροφή, κατεβάσαμε την σημαία και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Κάθε ενωμοτία βρισκόταν στη σκηνή της. Σε λίγο, ο Ξενοφών Δεληφώτης, χτύπησε σιωπητήριο με την σάλπιγγά του. Κοιμηθήκαμε αμέσως, γιατί ήμασταν κουρασμένοι Βάλαμε και σκοπούς στην είσοδο να φρουρούν με το κοντάρια. Αυτό δεν μας άρεσε καθόλου. Ήταν πολύ δύσκολο για είναι παιδί 12-16 χρονών να κάθεται μια ώρα μόνος έχοντας ένα κοντάρι στο χέρι μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο -γιατί τη νύχτα στην Καστανιά έκανε πολύ κρύο να ακούει τις φωνές των λύκων, των τσακαλιών και των νυχτοπουλιών. Όταν μαθαίναμε πως η ομάδα μας είχε τη φύλαξη της κατασκήνωσης, πέφταμε σε μεγάλη μελαγχολία. Την άλλη μέρα ήρθαν τα αυτοκίνητα της ΟΥΝPA (UNRA Οργανισμός Περίθαλψης & Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών) φορτωμένα με τρόφιμα από την Αμερική και τον Καναδα. Όταν τα ξεφορτώναμε τα κοιτούσαμε και μας έτρεχαν τα σάλια. Και τι δεν έφεραν». Και του παλιού το γάλα! Τσουβάλια με ζάχαρη, μπισκότα, μαρμελάδες κουτιά με γάλατα εβαπορέ και ζαχαρούχα, κακάο, τσάι, σοκολάτες, μπισκότα, βούτυρο σε βαρέλια, τυριά μέσα σε μεταλλικά κουτιά. Τα τρόφιμα τα στοιβάζαμε σε μια μεγάλη σκηνή κι έφταναν μέχρι επάνω. Κάναμε και το μαγειρίο δίπλα σε μια πηγή με παγωμένο νερό. Κάθε μέρα είχε υπηρεσία διαφορετική ομάδα. Βοηθούσαμε τον μάγειρα. Σηκωνόμασταν πολύ πρωί, ανάβαμε φωτιά με ξύλα που φέρναμε από το δάσος γεμίζαμε τα καζάνια με νερό το βράζαμε, ρίχναμε το γάλα από τα κουτιά, το οποίο ήταν άλλοτε εβαπορέ κι άλλοτε ζαχαρούχο. Δεν υπήρχε περιορισμός στην ποσότητα. Τρώγαμε όαο θέλαμε καθώς η αποθήκη ήταν γεμάτη «Ο θείος Τρούμαν» έστελνε τρόφιμα και το σύνθημα μας ήταν ήταν : θείε Τρούμαν στείλε μας κι άλλα» Στις 6 το πρωί χτυπούσε ο Δεληφώτης το εγερτήριο με τη σάλπιγγα Σηκωνόμασταν, πλενόμασταν με το παγωμένο νερό, στρώναμε τα κρεββάτια μας και παρατασσόμασταν σε γραμμή στην πλατεία της κατασκήνωσης, όπου ήταν και ο ιστός της σημαίας. Κάναμε έπαρση της σημαίας και προσευχή και πηγαίναμε στην τραπεζαρία. Εκεί μια άλλη ομάδα προσκόπων σέρβιρε το πρωινό. Το πρωινό αποτελούνταν από γάλα με μπισκότα, μαρμελάδα και βούτυρο και η ομάδα που ήταν υπεύθυνη πρωινού έπαιρνε την κουτάλα και γέμιζε τα κύπελα των προσκόπων. Άλλος σέρβιρε ψωμί, άλλος το γάλα, άλλος βούτυρο, τυρί, άλλος τα μπισκότα κι άλλος την μαρμελάδα. Πρώτη φορά τρώγαμε όσο θέλαμε και μάλιστα βούτυρο μαρμελάδα, τυρί, μπισκότα. Το πρωινό στο σπίτι μας στη Βέροια ήταν μια φέτα ψωμι με λίγο ταχίνι ή με λίγδα και ρίγανη. Πέντε χρόνια μεγαλώσαμε με τη στέρηση του φαγητού και τώρα που το είχαμε άφθονο, τρώγαμε όσο θέλαμε. Μάλιστα γεμίζαμε τα πιάτα δεύτερη φορά. Κι ενώ ήμασταν όλοι αδύνατοι, κάναμε κάτι μπαζάκες... Στη Βέροια πριν τον πόλεμο ένας είχε τη μεγαλύτερη κοιλιά κι αυτός ήταν
ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΛΛΙΓΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
« Η ΒΕΡΟΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ 1940-1949»
ο Μπαζάκας. Κι αν κάποιος χόντραινε έλεγαν. «Αυτός έκανε μια κοιλιά σαν του Μπαζάκα» και τη χοντρή κοιλιά τη λέγαμε μπαζάκα, - Έφαγα πολύ κι έκανα μια μπαζάκα! Μετά το φαγητό κάναμε γυμναστική στο γήπεδο και μετά τη γυμναστική καθόμασταν κατά ομάδες κάτω από μια οξιά και μας έκανε μάθημα ο αρχηγός της ενωμοτίας. Το μεσημέρι πάλι σερβιριζόταν φαγητό από την ομάδα υπηρεσίας στην τραπεζαρία, Φασόλια, μακαρόνια, πατάτες, κρέας και στο τέλος μια σοοκολάτα. Μετά το μεσημέρι, ο Δεληφώτης έδινε πάλι με τη σάλπιγγά του την εντολή για τον απογευματινό ύπνο. Το απόγευμα, μας ξυπνούσε πάλι ο Δεληφώτης με τη σάλπιγγα. Πηγαίναμε στο γήπεδο και κάναμε σουηδική γυμναστική, άλματα, τροχάδην, μπάλα και άλλα. Το σούρουπο γυρίζαμε τραγουδώντας. Κάθε Κυριακή βράδυ ανάβαμε πυρά. Μαζεύαμε ξερά ξύλα από το δάσος και τα φερναμε στο γήπεδο. Μαζευόμασταν γύρω - γύρω από την πυρά, τραγουδούσαμε και παίζαμε θέατρο. Καλοί ηθοποιοί ήταν ο Μαρμαράς, ο Αχιλλέας Χατζόπουλος, ο Νάκης ο Γεωργιάδης. Έπαιζαν τον «οδοντογιατρό». Ένα κάθισμα, ένας ασθενής κι ένας γιατρός με μια μεγάλη τανάλια στο χέρι. Ο γιατρός ρωτούσε τον ασθενή τι θέλει, εκείνος έλεγε πως τον πονάει το δόντι του κι ο γιατρός πάλι τον ρωτούσε αν πονάει πολύ. Ο γιατρός χασομερούσε κι ο άρρωστος τον παρακαλούσε να κάνει γρήγορα. Αυτός όλο και χασομερούσε. Τέλος, τον ρώτησε ποιο δόντι του πονάει κι αυτός απάντησε ο αριστερός τραπεζίτης. –Υπάρχει αριστερός τραπεζίτης; Αναρωτήθηκε ο γιατρός εννοώντας τους ιδιοκτήτες των τραπεζών. . Εν τέλει, ο οδοντίατρος αντί να του βγάλει τον τραπεζίτη του έβγαλε άλλο δόντι και σηκώθηκε ο άρρωστος και τον κηνυγούσε και σκάγαμε εμείς στα γέλια. Αργότερα του λέει, δεν είμαι ο γιατρός εγώ ο κουρέας είμαι ! και πάλι τον κυνηγούσε γύρω από την πυρά κι εξακολουθούσαμε να γελάμε. Ο Μαρμαράς μιμούνταν έναν μεθυσμένο Βεροιώτη, τον Γρηγοριάδη. Μ΄ ένα μπουκάλι στο χέρι, τρίκλιζε κι έλεγε τα λόγια του Γρηγοριάδη. Ο Χατζόπουλος ήταν κοντός και χοντρός, φόραγε κάτι προβιές και με ένα σχοινί δεμένο στο λαιμό έκανε την αρκούδα. Ένας άλλος πρόσκοπος ντυμένος με παλιά ρούχα έκανε τον γύφτο του αρκουδιάρη, ο οποίος κρατούσε ένα ταψί στο χέρι, το χτυπούσε ρυθμικά και τραγουδούσε γύ φτικα τραγούδια. Αυτά και άλλα πολλά έκαναν οι πρόσκοποι γύρω από την πυρά. Την Κυριακή το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία της Παναγίας Σουμελά, 4 χιλιόμετρα μακριά. Δεν πηγαίναμε από τον δημόσιο δρόμο, αλλά μέσα από το δάσος ντυμένοι με την επίσημη στολή, χωρισμένοι σε ομάδες, παραταγμένοι σε γραμμή, με ρυθμικό βήμα, τραγουδώντας προσκοπικά τραγούδια. Στις 15 Αυγούστου, στη μεγάλη γιορτή της Παναγίας Σουμελά, πηγαίναμε από νωρίς και πιάναμε θέσεις για να κρατήσουμε την τάξη. Μας είχαν δώσει ένα παλιό συμμαχικό αυτοκίνητο και μ’ αυτό κάναμε μεταφορές τροφίμων και ανθρώπων. Όταν φύγαμε από την κατασκήνωση είχαμε πάρει όλοι πάνω από τρεις οκάδες. Θυμάμαι του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη γινόταν παρέλαση. Πήγαμε πρόσκοποι απ’όλες τις πόλεις της Μακεδονίας. Το 1945 έστειλαν και μέλη από την προσκοπική ομάδα της Βέροιας μεταξύ των οποίων και μέλη από την προσκοπική ομάδα της Βέροιας μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ. Ημουν ψηλός και με έβαλα πρώτο στη γραμμή. Μας έδωσε ο μέραρχος ένα Τζέιμς και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη παρελάσαμε κι όλος ο κόσμος μας χειροκροτούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.»
Σχόλιο: Το κείμενο συνοδεύεται από ασπρόμαυρη φωτογραφία της παρέλασης του 1945 στην Θεσσαλονίκη, φωτογραφία που έχει δημοσιεύσει στον ΛΑΟ το 2018 και ο Παύλος Πυρινός. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον αείμνηστο Ξενοφώντα Δεληφώτη, σπουδαίο ηλεκτρολόγο της Βέροιας, ο οποίος αναφέρεται συχνά από τον συγγραφέα. Στις πρώτες συναντήσεις των παλαιών προσκόπων μετά την μεταπολίτευση, δεν ξεκινούσε το πρωινό αν δεν έρχονταν ο Δεληφώτης με την σάλπιγγα να ηχεί το εμβατήριο της πρωινής επιθεώρησης, για να ξαναθυμηθούν τα παλιά. Ο Π.Πυρινός αναζήτησε στο παρελθόν μαρτυρίες και έλαβε από τον παλαιό πρόσκοπο Σταύρο Σαββόπουλο τα ονόματα της πρώτης προσκοπικής Μουσικής Ομάδας, 1. Δεληφώτη Ξενοφώντα, 2. Σαββόπουλο Σταύρο,3. Καλινιώτη Αντ.,4. Τσικερδάνο Διογένη 5. Βαφείδη Αναστασίο 6. Βαφείδη Γεωργίο 7. Τσικερδάνο Αντώνιο 8. Νικολόπουλο Ορέστη 9. Κατσαμάκα Αντ. 10. Σίμο Μέρο 11. Τσοπανέλη Νίκο 12. Παντελίδη Μιχάλη 13. Αχτσή Ιωάννη 14. Σαρόγλου Ιωάννη 15. Φελλόπουλο Αναστάσιο 16. Γεωργιάδη Άρη 17. Πιτσιλό Θεοδ. 18. Κούκο Κωνσταντίνο 19. Χριστόπουλο Γεωρ. 20. Μάτσο Ιωάννη 21. Τσιτινίδη Ιωάννη και 22. Λούρη Γεωρ.
Φωτο Συνάντηση παλαιών προσκόπων δεκαετίας 1980, Καστανιά, την σάλπιγγα κρατά ο αείμνηστος Τάσος Φελλόπουλος εις ανάμνηση των στιγμών αυτών (αρχείο ΔΠΤόλιος)
Στην σελίδα 255 -256
Στην κατασκήνωση της Καστανιάς το 1946
«Όταν επιστρέψαμε από την Καστανιά τον Αύγουστο του 1945 στη Βέροια, είπαμε στους φίλους μας πόσα ωραία περάσαμε και προπάντων πόσο πολύ τρώγαμε στην κατασκηνωτή των Προσκόπων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όλοι να θέλουν να ερθούν στην κατασκήνωση την επόμενη χρονιά. Έτσι λοιπόν, το 1946 ήρθαν στην Καστανιά πολλοί περισσότεροι πρόσκοποι κι από το πολύ φαί που τρώγαμε καθημερινά, τα τρόφιμα άρχισαν να τελειώνουν. Ο αρχηγός της κατασκήνωσης, Δημήτριος Παπαδόπουλος ανησύχησε και κατέβηκε την Αθήνα, για να παρακαλέσει τους υπεύθυνους του Προσκοπισμού να μας στείλουν κι άλλα τρόφιμα. Αφησε αντικαταστάτη «αντ’ αυτού», τον Γεώργιο Κόντα, τον παλαιότερο πρόσκοπο, ντόπιος Βεροιώτης που μιλούσε και βαριά βεροιώτικα. Όταν χτυπούσε το χειροκίνητο τηλέφωνο της κατασκήνωσης και ζητούσαν τον Παπαδόπουλο, το σήκωνε ο Κόντας κι έλεγε «ο Ανταυτού» και για αυτό του βγάλαμε το παρατσούκλι «ο Ανταυτού». Ο Παπαδόπουλος αργούσε να έρθει από την Αθήνα και τα τρόφιμα άρχισαν να τελειώνουν επικίνδυνα. Τότε ο Ανταυτού στέλνει ένα τηλεγράφημα στον Νομάρχη γράφοντας στα ντόπια βεροιώτικα. Τα τρόφιμα μπητ’σαν. Αν δεν με στείλεις ταχιά τρόφιμα, τα βάζω στο τζαντε τα μπαζακλιάρικα» Το παίρνει το μήνυμα του ο Νομάρχης, που ήταν παλαιοελλαδίτης, το διαβάζει και δεν το καταλαβαίνει. Τότε φώναξε έναν υπάλληλο της Νομαρχίας, τον Καρανάσιο, που ήταν κι αυτός ντόπιος βεροιώτης και του εξήγησε το μήνυμα. Μπήτησαν=τελείωσαν, ταχιά=γρήγορα, τζαντές= ο δρόμος, μπαζακλιάρια=εμείς τα παιδιά. Στην αρχή ήμασταν αδύνατα, όμως, από το πολύ φαγητό κάναμε μια μεγάλη κοιλιά σαν του Μπαζάκα, εξού και το «Μπαζακλιάρικα» . Την ίδια χρονιά πήραμε μέρος και στην κατάσβεση του δάσους της Καστάνιας. Πρόσκοποι, στρατός, χωροφύλακες και χωρικοί της Καστανιάς όλοι μαζί τρέξαμε και την προλάβαμε πριν επεκταθεί. Εμείς οι πρόσκοποι κόψαμε φτέρες και με αυτές χτυπούσαμε τη φλόγα. Ευτυχώς που το δάσος ήταν από μεγάλες οξιές και δεν επεκτάθηκε γρήγορα η φωτιά.» Άλλο γεγονός στο οποίο συμμετείχαμε ήταν όταν τον Ιούνιο έπεσε και πολύ ακρίδα στην περιοχή της Παναγίας Δοβρά και μάλιστα ήταν τόσες πολλές οι ακρίδες που δεν άφησαν ούτε ένα φύλλο πράσινο στη γύρω περιοχή. Αμέσως κινητοποιήθηκε η Νομαρχία, πήρε πίτουρα από τον αλευρόμυλο του Μάρκου και τα πότισε με δηλητήριο. Εμείς ανεβήκαμε με στρατιωτικό αυτοκίνητο στην περιοχή της Δοβρά, όπου μας έδωσαν από έναν κουβά κι αρχίσαμε να σκορπάμε τα δηλητηριασμένα πίτουρα Οι ακρίδες τα έτρωγαν κι αμέσως φορούσαν. Μπορείτε η γη να γέμισε με ψόφιες ακρίδες ωστόσο γλύτωσαν τα χωράφια της περιοχής από την καταστροφή (με σχετική συνοδευόμενη φωτογραφία ασπρόμαυρη από το αρχείο της ΕΠΠ Βεροίας 26 Σεπτεμβρίου 1946 Καταπολέμηση ακρίδας από τους προσκόπους της Βέροιας)»
Σελ 257 Συμμετοχή στην παρέλαση, στη Θεσσαλονίκη
« Tον Οκτώβριο του 1946 ξεκινήσαμε πάλι καμιά τριαντάρια πρόσκοποι με το Τζέιμς (στρατιωτικό όχημα GMC), για να πάρουμε μέρος στην παρέλαση στην Θεσσαλονίκη Εξω από την Θεσσαλονίκη φυσούσε πολύ ο Βαρδάρης και κρυώναμε . Τότε ο οδηγός σταμάτησε, κατέβασε τον μουσαμά κι ενώ σκοτείνιασε ο θάλαμος του Τζέιμς, εμείς αισθανόμασταν καλύτερα, γιατί μειώθηκε ο αέρας. Έξω ο Βαρδάρης συνέχιζε να φυσά σαν τρελός. Ξαφνικά ακούσαμε έναν θόρυβο. Το αυτοκίνητο από τον πολύ αέρα έπεσε στα πλάγια. Πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο και τα σακίδια, τα παγούρια, τα κοντάρια όλα επάνω μας. Γίναμε όλοι ένας σωρός. Όταν μας άνοιξε ο οδηγός τι να δει! Ένα κουβάρι από παιδιά, σακίδια, κοντάρια. Όλοι ήμασταν ευτυχώς ελαφρώς τραυματισμένοι. Αν δεν κατέβαζε την τέντα ο οδηγός, θα πέφταμε έξω κι ίσως να είχαμε και νεκρούς. Πολλοί από εμάς χτυπήσαμε είτε στα χέρια είτε στα πόδια γι’ αυτό και δεν κάναμε παρέλαση. Βλέπαμε να παρελαύνουν οι πρόσκοποι της Θεσσαλονίκης και στεναχωριόμασταν.»
Σχόλιο: Θα φανεί περίεργο αλλά όλα τα ανωτέρω τόσο γλαφυρά καταγεγραμμένα από τον συγγραφέα, επαναλήφθηκαν ξανά πολλές φορές στην προσκοπική ζωή μέχρι σήμερα. Τα σκετς με μικρές παραλλαγές, παραμένουν στο ίδιο πνεύμα της πυράς του «αριστερού τραπεζίτη». Είναι το πνεύμα του Ιδρυτή. Οι προσκοπικές ομάδες κάθε εποχής έχουν να διηγηθούν εκτροπές και αστοχίες φορτωμένων αυτοκινήτων με προσκόπους και υλικά. Είναι η ομορφιά της ασυναγώνιστης προσκοπικής ζωής και είναι κρίμα, που ενώ γνωρίζαμε εν ζωή τον συμπολίτη μας Νικόλαο Καλλιγά, ο οποίος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας δεν γνωρίζαμε τον θησαυρό , το μεράκι και το μνημονικό που έκρυβε για να καταγράψει συγκροτημένα ωραίες στιγμές της βεροιώτικης ζωής μετά τον πόλεμο . Νομίζω ότι κάθε δάσκαλος των μεγάλων τάξεων του δημοτικού ή του γυμνασίου της πόλης, άφοβα μπορεί να βάλει αποσπάσματα από το βιβλίο στην τάξη για μερικές ώρες για να μάθουν τα παιδιά την ιστορία του τόπου που ζουν.!
Ιδιαίτερα με εντυπωσίασε η περιγραφή του Καλλιγά της μάχης της Νάουσας, το 1949 σελ. 308 επ. και η αποχώρηση των ανταρτών από την πόλη. Για την συμμετοχή όμως των προσκόπων της Βέροιας στη διάσωση γυναικόπαιδων και τραυματιών στην μάχη της Νάουσας και την παλληκαριά του Βαγγέλη Χαχάκη θα γράψουμε σε επόμενο φύλλο.