Γράφει ο
Αναστάσιος Βασιάδης
Η διαβούλευση που βρίσκεται σε εξέλιξη ως προς το επίκαιρο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας υπό τον τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και άλλες διατάξεις», ανέδειξε σημαντικές αντιθέσεις εκ μέρους της Ιατρικής Κοινότητας η οποία πέραν των σημαντικών αντιρρήσεων που διατυπώνει επί συγκεκριμένων άρθρων, προτάσσει πάγια αιτήματα τα οποία εκκρεμούν, θέτοντας σε μία διαρκή επισφάλεια την άσκηση της Ιατρικής.
Σύμφωνα με την νομοθετική πρόβλεψη του Υπουργείου Υγείας, «με το νομοσχέδιο οικοδομείται η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ενισχύεται το ΕΣΥ και αναδιοργανώνεται ο ΕΟΠΥΥ σε νέα ασθενοκεντρική βάση». Η πρόβλεψη αυτή ως φραστικό εύρημα διατυπώνεται με όρους ευχολογίου που προσπαθεί να καθησυχάσει τους πολίτες κατά τρόπο που παραπέμπει στο γνωστό απόφθεγμα του Giordano Bruno «Εάν δεν είναι αλήθεια, είναι καλά επινοημένο»
Ενώ με την εμπειρία την επιδημικής κρίσης που βίωσε και βιώνει ο τόπος, δίνεται η αφορμή μιας νομοθετικής προσέγγισης που θα λαμβάνει υπόψη της τον τιτάνιο αγώνα που έδωσε και δίνει καθημερινά το υγειονομικό δυναμικό της χώρας, ο συντάκτης του νομοσχεδίου φαίνεται να αγνοεί τις συνθήκες που επικρατούν στην περίθαλψη των πολιτών και τους κινδύνους που συνοδεύουν κάθε στιγμή, την άσκηση της ιατρικής. Έτσι χάνεται η ιστορική ευκαιρία για την διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που θα διασφάλιζε την ασφαλή άσκηση της Ιατρικής, ενώ θα απέτρεπε την ανάπτυξη μηχανισμών εκβιασμού και δικαστικών προσφυγών εναντίον των ιατρών.
Οι διαχρονικές παρεμβάσεις της Ιατρικής Κοινότητας προς τα κατά καιρούς αρμόδια κυβερνητικά Όργανα, προκειμένου να διαμορφωθεί νομικό πλαίσιο που να διασφαλίζει την άσκηση της Ιατρικής χωρίς την επιβάρυνση των ιατρών, εξακολουθούν να παραμένουν χωρίς αποτέλεσμα, με συνέπεια να εκδηλώνεται το φαινόμενο της λεγόμενης «αμυντικής Ιατρικής», ως καταφύγιο άμυνας των ιατρών απέναντι στις επιθέσεις που δέχονται, με εξαιρετικά επικίνδυνες συνέπειες για τη δημόσια υγεία.
Η επαγγελματική ευθύνη που συνοδεύει την άσκηση της Ιατρικής, αναφέρεται συχνότερα στις χειρουργικές ειδικότητες, λιγότερο συχνά στις παθολογικές ειδικότητες και ακόμα πιο λίγο στις εργαστηριακές ειδικότητες. Η προστασία των ιατρών από τις συνέπειες της επαγγελματικής ευθύνης, αναφέρεται με διαφορετικό τρόπο για τους ιατρούς που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία, τους ιατρούς που συνεργάζονται με τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια και στους ιατρούς που απασχολούνται στις δημόσιες και ιδιωτικές δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Η ασφαλιστική κάλυψη των ιατρών του Δημόσιου Συστήματος Υγείας για την επαγγελματική ευθύνη είναι ανύπαρκτη και ατυχώς καμία πρόβλεψη δεν υφίσταται και στο επίκαιρο νομοσχέδιο. Αντιθέτως επανέρχεται στην επικαιρότητα παλαιότερη εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία τα Δημόσια Νοσοκομεία εξαιρούνται των μέχρι τώρα υποχρεώσεων, να αποζημιώνουν τους ασθενείς που παρουσιάζουν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους και η όλη υποχρέωση των αποζημιώσεων καταλογίζεται στους ιατρούς που υπηρετούν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Αυτή η δημόσια ασφαλιστική ανεπάρκεια, δίνει τροφή σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες επιχειρούν να καλύψουν το ασφαλιστικό κενό στην άσκηση της ιατρικής με ατομικά συμβόλαια που προτείνονται στους γιατρούς, των οποίων η δραστηριότητα έχει υψηλό κλινικό κίνδυνο και επομένως μεγάλη επαγγελματική ευθύνη.
Επί πλέον καταγράφεται η δραστηριοποίηση επαγγελματικών γραφείων, τα οποία αναζητούν περιπτώσεις ασθενών που παρουσιάζουν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της κλινικής τους αντιμετώπισης, προς τους οποίους εισηγούνται την υποβολή μηνύσεων εναντίον των ιατρών που τους περιέθαλψαν.
Επισημαίνεται και το φαινόμενο, ορισμένα επαγγελματικά γραφεία να συνεργάζονται με ασφαλιστικές εταιρίες, με σκοπό οι ιατροί να αποδέχονται συμβόλαια κάλυψης της ιατρικής επαγγελματικής ευθύνης, ώστε να αποφεύγονται μελλοντικές μηνύσεις εναντίον τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι μηνύσεις εναντίον των ιατρών και το ύψος των οικονομικών απαιτήσεων, προσδιορίζονται μετά από έρευνα, ως προς το εάν ο ιατρός είναι ασφαλισμένος για την επαγγελματική ευθύνη ή όχι. Αυτό το φαινόμενο έχει ως αποτέλεσμα, οι ιατροί να αποφεύγουν να ασφαλίζονται προσωπικά, διότι έτσι γίνονται στόχος απέναντι στις μηνύσεις που μεθοδεύονται.
Στο παρελθόν επιδιώχτηκε από Δημόσια Νοσοκομεία να συνάψουν ομαδικά ασφαλιστικά συμβόλαια επαγγελματικής ευθύνης για τους ιατρούς που εργάζονται σε αυτά, αλλά με πληρωμή των δαπανών ασφάλισης από τους ίδιους τους ιατρούς. Η πρωτοβουλία αυτή δεν απέδωσε καθώς η δραματική μείωση του ιατρικού μισθολογίου, δεν επέτρεψε στους περισσότερους να συμμετάσχουν στα συμβόλαια επαγγελματικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να παραμένουν χωρίς ασφάλιση των κλινικών κινδύνων.
Διαχρονικό αίτημα της Ιατρικής Κοινότητας είναι να καλύπτεται ασφαλιστικά από τα νοσοκομεία, η επαγγελματική ιατρική ευθύνη των γιατρών που απασχολούνται σε αυτά.
Αυτό το αίτημα δεν τελεσφόρησε μέχρι σήμερα, ούτε υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο επίκαιρο νομοσχέδιο και έτσι κάθε ιατρός που επιθυμεί να είναι ασφαλιστικά καλυμμένος για την επαγγελματική ευθύνη κατά την άσκηση της ιατρικής, πρέπει να ασφαλίζεται προσωπικά. Κατά συνέπεια και προκειμένου να διασφαλίσουν όσον είναι δυνατόν την προσωπική επαγγελματική και φυσική τους υπόσταση, ωθούνται στην «αμυντική ιατρική», αποφεύγοντας τις χειρουργικές θεραπείες και περιοριζόμενοι σε πιο συντηρητικές αγωγές.
Το αναμενόμενο αποτέλεσμα από αυτή την κατάσταση είναι η δραματική μείωση της ποιότητας της περίθαλψης, με δυσμενείς επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία και εμφανείς επιδημιολογικές συνέπειες. Σε ό,τι αφορά τους ελευθεροεπαγγελματίες ιατρούς που συνεργάζονται με ιδιωτικές κλινικές, δεν υπάρχει επίσης κάποια θεσμοθετημένη πρόβλεψη.
Οι ιδιοκτήτες όμως των κλινικών προκειμένου να δέχονται τους ιατρούς ως συνεργάτες, απαιτούν από αυτούς να έχουν ασφαλιστεί προσωπικά για την επαγγελματική τους ευθύνη, προκειμένου να περιοριστεί στο ελάχιστο ο επιμερισμός της ευθύνης στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια. Σε ό,τι αφορά τους ιατρούς που ασκούν την ιατρική στις δημόσιες και ιδιωτικές δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, η ασφάλιση έναντι του κλινικού κινδύνου αποτελεί αυστηρά προσωπική επιλογή, δεδομένου ότι και οι κλινικοί κίνδυνοι είναι περιορισμένοι.
Παρά τις διαχρονικές παρεμβάσεις της Ιατρικής Κοινότητας προς τα αρμόδια Κυβερνητικά Όργανα, ώστε να διαμορφωθεί ενιαίο νομικό πλαίσιο διασφάλισης της άσκησης της Ιατρικής, αποτέλεσμα δεν υπήρξε και η αναγκαιότητα αυτή καλύπτεται περιστασιακά και κατά περίπτωση. Η διαβούλευση για το επίκαιρο νομοσχέδιο αποτελεί μια ευκαιρία προκειμένου να αναδειχθεί εκ νέου η αναγκαιότητα της συνολικά ασφαλούς άσκησης της ιατρικής, που τελικά λειτουργεί προς όφελος των πολιτών, πέραν της προσέγγισης περί «ασθενοκεντρικού» συστήματος υπηρεσιών υγείας, που εκ της διατύπωσης θέτει εκτός πρόβλεψης τις υπηρεσίες προληπτικής ιατρικής, καθώς το κεφαλαιώδες ζήτημα της πρόληψης δεν αφορά τους ασθενούντες αλλά τους υγιείς, ώστε να προλαμβάνεται και να αποφεύγεται η νόσηση.