Ανυπομονούσα να ξημερώσει για να φύγω στο χωριό μου.Ήταν η ώρα να σπείρω πατάτες και κρεμμυδάκια.Η μέρα ήταν ηλιόλουστη.Όταν έφτασα στο σπίτι με υποδέχθηκαν,τα ξερά φύλλα των δέντρων άλλα μαζεμένα και άλλα απλωμένα στις σκάλες.Ανεβαίνοντας η διακοσμητική μου δαμασκηνιά,με χαιρέτησε με τα ολάνθιστα ρόζ άνθη της.Όπως επίσης τα κρίνα και τα ζουμπουλάκια που μοσχοβολούσαν.Πίσω από το σπίτι οι δύο κρανιές μου ήταν ντυμένες στα κίτρινα .Όλα τα υπόλοιπα λουλουδάκια ακόμη κοιμόντουσαν....Φτάνοντας στην εξώπορτα,ξεκλείδωσα και άνοιξα τον γενικό διακόπτη.Εκκωφαντική ησυχία!Το γαύγισμα των σκύλων του γείτονα,το τιτίβισμα των πουλιών και...
-Καλώς την! έλεγα μέσα μου θα σε ξαναδώ;
-Νιαου!
-Πεινάς;Περίμενε λίγο να ανοίξω την αποθήκη,μην μπερδεύεσαι στα πόδια μου θα με ρίξεις..
Κοίταζα την γάτα μου καθώς έτρωγε με όρεξη τις κροκέτες της,και έπινε το νεράκι της.Φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς,πήρα το φτυάρι,και άρχισα να προετοιμάζω το χώμα βγάζοντας πέτρες και χόρτα.Έγινα ένα με την γη,λατρεύω την μυρωδιά της!Σαν βράδιασε άναψα την κυρά Φουφού(την ξυλόσομπα μου)και προσπάθησα να χαλαρώσω το κουρασμένο σώμα μου.Πρωί,πρωί μετά τον καφέ μου ξαναμπήκα στο χωράφι.Μέσα σε δύο μέρες έσπειρα πατάτες και κρεμμυδάκια παρέα με την γάτα μου και τα πουλιά.Την τρίτη μέρα ο καιρός άρχισε να χαλάει,ο δυνατός αέρας ξύπνησε τα νυσταγμένα φύλλα και ανάγκασε τα ροζ λουλουδάκια της δαμασκηνιάς μου να χορέψουν ήθελαν δεν ήθελαν.Με βία άρπαξε τα κλαδιά της γέρικης καρυδιάς μου από την αγκαλιά της και τα έριξε κάτω!Η βροχή δυνάμωσε το ίδιο και ο αέρας ευτυχώς δεν κράτησε για πολύ.Όταν ο ουρανός σταμάτησε να κλαίει,τα σύννεφα απλώθηκαν στις παρυφές των βουνών απέναντι και καθώς ο αέρας φυσούσε,τα έσπρωχνε μία στο βάθος του ποταμού,μία στις κορυφές των ορεινών όγκων.Και ύστερα σαν ο χορός τους σταμάτησε,μια απαλή αραχνουφαντη ομίχλη,τα έκρυψε μονομιάς όλα! Μουτρωσε ο ουρανός,έδιωξε τον ήλιο,ο αέρας σταμάτησε,τα σύννεφα σκαρφάλωσαν στις κορφές των βουνών κουρασμένα,και αποκοιμήθηκαν εκεί.Νύχτωσε!....Αποσύρθηκα στο δωμάτιο μου βάζοντας την κυρία Τσαγερό πάνω στην ξυλόσομπα μου για να απολαύσω το τσαι μου.Το βλέμμα χόρτασε ομορφιά,η ψυχή αγαλλίασε,νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τα δώρα του Θεού.Καληνύχτισα τα σύννεφα,την γάτα μου την φύση και τον μουτρωμένο ουρανό.Ελπίζω μέχρι το πρωί να έχει ξεθυμώσει...
Όλγα Κουτμηρίδου-Μεταξά