Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Όσο περνούν τα χρόνια και διαβαίνουν οι καιροί, φίλοι αναγνώστες, σιγά-σιγά ξεθωριάζουν και σβήνουν, οι παλαιότερες θρησκευτικές συνήθειες, γιατί δεν μπορούν να αντέξουν στην ορμή των νέων ιδεών. Κι όπως πάνε τα πράγματα, μπορούμε με πεποίθηση να πούμε, πως δεν θα μείνουν ούτε σαν ανάμνηση ούτε καν σαν κατάλοιπα μιας φιλοσοφημένης εθιμοτυπίας, που ήταν γεμάτη από πλούσιο ηθικό και συναισθηματικό περιεχόμενο. Και να συλλογίζεται κανείς, πως ήταν τόσο απλές, τόσο δυνατές, τόσο στοχαστικές οι συνήθειες εκείνες, που γέμιζαν το θυμικό σου από ικανοποίηση και αποτοξίνωναν όλο τον πνευματικό σου κόσμο. Μιας, όμως, και δεν μπορούμε εδώ να περιγράψουμε λεπτομερώς τις θρησκευτικές συνήθειες της Μεγάλης Εβδομάδας και της Λαμπρής, θα περιοριστούμε να αναφέρουμε λιτά, στρωτά, αβίαστα και σε χοντρές γραμμές μερικά μόνο από τα δυνατά θρησκευτικά έθιμα της παλαιότερης εποχής.
Έτσι, αρχίζοντας από τις πανελλήνιες συνήθειες κατά την περιφορά του Επιταφίου, τονίζουμε ιδιαίτερα ότι σε καμιά άλλη γιορτή του χρόνου δε παρετηρείτο τόσο μεγάλη συρροή κόσμου στις εκκλησίες. Όλο το χωριό ερημωνόταν. Τα κέντρα (καφενεία και ταβέρνες) έκλειναν, γιατί όλοι πήγαιναν στην Εκκλησία, για να προσευχηθούν και να ακούσουν όλη την ακολουθία των εγκώμιων, που εψάλλοντο χωρίς παραλείψεις, με όλους τους στίχους που έχει το βαρυσήμαντο Τριώδιο και να ακολουθήσουν ύστερα σύσσωμοι την μεγαλοπρεπή περιφορά του Επιταφίου, που ήταν στολισμένος με τα αγνά και μυρωδάτα αγριολούλουδα της εποχής. Κεριά, λιβάνια, προσκυνήματα, ψαλμοί, υμνωδίες, εξαΰλωση, ανάταση.
Μετά την περιφορά, το κουβούκλιο του Επιταφίου δεν το έμπαζαν μέσα στο Ναό, αλλά το κρατούσαν ψηλά μπροστά στην κυρία είσοδο, για να περάσουν κάτω από αυτόν όλοι οι χριστιανοί και να εισέλθουν στο Ναό. Εισέρχονταν δε όλοι μέσα για να ακούσουν με κατάνυξη τα τελευταία λόγια της υπέροχης εκείνης ακολουθίας και να πάρουν για φυλαχτό λουλούδια ή κερί από τον Επιτάφιο. Κανένας δεν αποχωρούσε κατά τη διάρκεια της περιφοράς, γιατί το θεωρούσαν αμαρτία.
Μια άλλη δεύτερη ιερή συνήθεια, που η ανάμνησή της μας συγκινεί, ήταν η τελετή της Αγάπης. Στις 4 δηλαδή η ώρα του απογεύματος της Κυριακής του Πάσχα, συγκεντρωνόταν πάλι όλο το χωριό στο Ναό, για να ακούσουν τους υπέροχους ύμνους και ιδίως το Ευαγγέλιο της Αγάπης. Μετά το τέλος της ακολουθίας έβγαινε ο ιερέας έξω στο προαύλιο του Ναού, ντυμένος στα γιορτινά ιερατικά του άμφια, κρατώντας το Ιερό Ευαγγέλιο.
Έξω, εκεί στο προαύλιο, ήταν βαλμένα στη σειρά τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα και οι ιερές εικόνες της Αναστάσεως. Εκεί, προσέρχονταν με τη σειρά όλοι οι χριστιανοί και ασπάζονταν το Ευαγγέλιο, το δεξί χέρι του ιερέα και τέλος αυτόν τον ίδιο τον ιερέα, στο μέτωπο. Ο δε ιερέας ευχόταν στον καθένα χωριστά το «Χριστός Ανέστη» και προσέφερε σε όλους από ένα κόκκινο αυγό. Τέλος, εκεί έξω, όλοι οι συγγενείς και φίλοι αντάλλασσαν το φίλημα της Λαμπρής, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Έτσι, ικανοποιημένοι από την εκτέλεση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων, μετέβαιναν όλοι μαζί στην πλατεία του χωριού, όπου άρχιζε το λαϊκό πανηγύρι, με τα όργανα της εποχής.
Σήμερα άλλαξαν τα πάντα. Φεύγουμε όλοι βιαστικοί από την Εκκλησία, δίχως να εκτελούμε τέτοιες συνήθειες που μύριζαν θρησκεία-αγάπη-Χριστό. Εμείς οι γεροντότεροι νοσταλγούμε τις ωραίες εκείνες συνήθειες, αλλά αδυνατούμε να τις αναζωογονήσουμε, γιατί μείναμε λίγοι και γιατί η νέα γενιά δεν πολυπιστεύει στη σκοπιμότητα της διατήρησης των εθίμων εκείνων. Να έχουν, φίλοι αναγνώστες, άραγε δίκιο ή μήπως έχουμε πέσει όλοι θύματα της ιλιγγιώδους αλλαγής όλων των πεποιθήσεών