Του Γιάννη Μοσχόπουλου
Φ.Μ.-Γ.Σ.Α.(1926), ηχογράφηση 9.8.1997:
«[…] Οι Γιρμανοί ιδώ ήρθαν του Πάσχα, μόλις τιλείωσι ο Μάρτ’ς ήρθαν τουν Απρίλ’. Πριν έρθουν οι Γιρμανοί ήταν Ιγγλιέζοι, αλλά λίγοι δεν ήταν ιδώ μέσα. Δεν ήταν Ιγγλέζοι ιδώ. Τα τρόφιμα τα ήφιρναν ιδώ, παραμονές μόλις κατάλαβαν οι Έλληνις ότι χάνουν τον πόλιμο στ’ν Αλβανία, ήταν φορτωμένα τα τραίνα για να τα πάνουν στ’ν Αλβανία, να τα πάν Φλώρινα στα σύνορα. Ιδώ στο Γιδά έμαθαν ότι πιστοχώρησαν είχαν φύγει κατ’ Φλώρινα. Τ’άφ’καν τα τραίνα οι Ιγγλέζοι, τα πέταγαν τα τρόφιμα, είχαν μείνει κι ου Ιγγλέζος που έμενε στον Κ, έτσι ήλιγαν, κι οι Ιγγλέζοι έφερναν τα τρόφιμα 4 τραίνα κι τάφιρναν φορτουμένα τρόφιμα για να τα πάν. Αλλά μόλις ιέμαθαν ότι έπεσε έσπασ’ η γραμμή κι όρμηξαν ιδώ μας πήραν σβάρνα […], τ’άφ’σαν τα τραίνα ιδώ κι έφυγαν κι δεν είχαν που να πάνουν γιατί έσπασι κι η Δοριάνη [Δοϊράνη] μια φουρά μας πήραν σβάρνα. Ήταν τ’ν ιβδουμάδα για των Βαΐων. Μόλις ιμείς έμαθαν ότι ιέπεσαν ιδώ, μπρός όλος ο Γιδάς πρώτ(οι) για κλέψ’μο, γιάμα [: λεηλασία]. Μαγαζιά τέτοια, αλνοί έφευγαν κι τα μαγαζιά όλα γιάμα, να μη τα πάρουν οι Γιρμανοί κι τα παίρναμι μείς. Ι μισός ι Γιδάς, οι πιρισσότιροι, φουβήθ’καν κι έφυγαν. Ύστιρα στου γυρισμό, έκατσαν τρείς μέρις στου Σκοινά κι ύστιρα ηρθάμι εκεί πηράμι του γιάμα. Δυό τρείς μέρις ζάρωνάμι έτσ’, γιατί φουβούνταν, δεν ήξιραν ‘κόμα. Άμα είδαν κι καθυστερούσαν, έσπασαν οι γραμμές κι ύστιρα απου 8 μέρις ήρθαν ιδώ στην Ιλλάδα, στου Γιδά. Μετά που 8 μέρις, μα έσπαναν τ’ς γέφυρις. Ύστιρα πήγαν τά ‘καμαν γιάμα αυτά ιδώ, όλα τα πήραν κι τα μαγαζιά κι όλα. Τα κρύψαμι απάν στου νταβάνι μέσα στ’ αχούρ’. Ένα βαρέλι κουνιάκ, δυό … ζάχαρ’, πισκότα κι καπνό πήραμι πουλλύ, καπνό ιγγλέζικο, πού τα πήγιναν για τ’ς στρατιώτις, κονσέρβις, κουμπόστις, όλα τα σπίτια είχαμι πάρει, πάρα πουλλά. Μερικοί πήραν κι κριθάρ’ απου τα μαγαζιά, γιατ’είχαν απουθήκις ιδώ, είχαμι βαγόνια που πήγιναν κριθάρια, καλαμπόκια για τα άλογα, πήρι πολλά. Ήρθαν οι Γιρμανοί κι μας τα …, όχι ήρθαν οι μαυραγουρίτις πούξιραν ότι τα πιτάζουμι κι τα πούλτσι ου πατέραζμ’ και του χ’μώνα πεινούσαμι, γιαυτό ήρθι του ‘41. Οι Σαλουν’κοί ήταν έξυπνοι, ήξιραν, ήρθαν ιδώ, ποιός είχι πάρει γιάμα πράγματα, τα πήραν, τ’αγόρασαν. Άμα έβλιεπάμι μείς λιφτά, αγράμματοι κόσμους τα ιέχασι.
Ακριβώς Γιρμανός πάτ’σι την Μεγάλη Παρασκευή. Είμασταν στην εκκλησία του προυί, ένα Γιρμανό τον έφιραν κι τον έθαψαν στο ιερό, σκοτωμένο στο Νησέλι. Πήγαν απου δώ οι Γιρμανοί τρείς μοτοσυκλέτις που πέρασαν τη Μεγάλη Παρασκευή και πως το θυμήθκα τώρα, πέρασαν κι τουν ένα σκοτώθκει στο Νησέλι. Οι Ιγγλέζοι ήταν, έγινι μάχη στο ποταμό τον Αλιάκμονα στη γέφυρα. Απου κεί ήταν Ιγγλιέζοι κι απουδώ ήταν οι Γιρμανοί. […] Τον πήραν τον Γιρμανό κι τουν έθαψαν ιδώ, στο ιερό μπροστά στ’Παναγία. Θα τουν πήραν ύστιρα [εκταφή]. Ικεί που θάβουν τ’ς παπάδις τουν έθαψαν αυτόν. Πήγαν ικεί κι τ’ς χτύπ’σαν απού πέρα μιριά οι Ιγγλέζοι. Γιατί χτυπούσαν για να μην περάσ’ν, για να φύγουν. Τον φέραν τον νεκρό και τον θάψαν ιδώ. Ύστιρα πολλοί ήρθαν μετά λίγις μέρις, έγινεν η μάχη ικεί κι προυχώρησαν αυτοί, ήρθαν πολλοί, ωσπού να κάν’ν τ’ γέφυρα. Ανατιναγμένη όλα ανατινάζονταν. Γιαυτό έκαναν κι 8 μέρις να ρθούν απ’τ’Σαλουνίκ στου Γιδά, ανατινάζουνταν οι γέφυρις όλις.
Μετά βάζαν νάρκες στου δρόμου ιδώ στου Νησέλι, δεν είχαν ανατιναχθεί, λίγα αυτοκίνητα; […] Κάθι μέρα προυχουρούσαν, έφιυγαν οι Ιγγλέζοι προς τα πέρα ο ελληνικός στρατός και κατέβαιναν οι Γιρμανοί. Ικεί πήγαν οι τρείς οι μοτοσικλέτις που έκαναν ελεγκταί [εμπροσθοφυλακή] ήταν οι Γιρμανοί κι Μιγάλη Παρασκευή ήρθαν ιδώ πουλλοί Γιρμανοί κι μας κύτταζαν έκανάμι τουν επιτάφιο. Στέκουνταν αυτοί κι κοίταζαν να ικεί μι τ’αυτοκίνητου. Κι άλλοι ήρθαν. Οι τρείς μοτοσυκλέτες ήρθαν μια μέρα πιο μπρουστά για να πιάσουν τη γέφυρα, δεν θα στέκουνταν ιδώ, τι δ’λειά είχαν. Έφυβγαν απου δώ, προυχουρούσαν αυτοί κυνηγούσαν, να πάν Αθήνα ήθιλαν.
Δεν έμειναν ιδώ καθόλου, προυχουρούσαν, ιά έψαχναν για γιάμα, έρχουνταν πουλοί δεν μπορούσαν να φύγουν, ιδώ έρχουνταν στρατός δεν ήρθαν ένας κι δυό. Στ’αυτοκίνητα φουρτουμένοι οι φαντάροι αφού γέν’ταν πόλιμος. Στο Νησέλι καθυστέρησιν μια μέρα για να κάνουν τη γέφυρα. Ήταν μέσ’ στου Γιδά αυτοί έψαχναν χοιρινά, γ’ρούν(ι) άμα είχι τόπιρναν, μόλις ήρθαν επίταζαν. Κατευθείαν έμαθαν που ειχάμι τα γιάματα κι έψαχναν αμέσως. Περνούσαν αλλά τάπιρναν. Όπ’πιρνούσαν έκαναν γιάμα για να φαν. Τι θάτρουγαν, πότι θα έρχουνταν τα τρόφιμα απουκεί [Γερμανία];
Α.Κ.Δ.Δ. (1917), ηχογράφηση:
«[…] Είχα δεί ένα μνήμα με ένα στρατιωτικό κράνος πίσω απ’την ικκλησία. Ήταν ο πρώτος στρατιώτης, όπως έλεγαν οι … ιγώ τότι δεν είχα ερθεί ακόμα από την Αλβανία, αλλά όταν ήρθα το θυμάμαι το μνήμα είχι σταυρό κι απάν’ στο σταυρό είχι το κράνος, πίσου στο ιερό [της Παναγίας]. Αυτός έμαθα ότι σκοτώθ’κε τάχα όταν χτύπησαν στο Νησέλι στη γέφυρα του Νησελίου. Χτυπήθηκαν με τους Εγγλέζους […]».
Ε.Κ.-Κ.Π.Π.(1923), ηχογράφηση 7.8.1997:
«[…] Όταν έφυγαν οι Ιγγλέζοι, άφ’καν γιμάτα τα βαγόνια. Ήταν ιδώ στου Γιδά είχιν Ιγγλέζοι, μέσα ιδώ γυρνούσαν, στρατιώτες, ήταν γιμάτα τα βαγόνια. Ο Α. ι Μ. πήρ’ένα τσουβάλι ζάχαρ’. Παένι δε ξιέρω ποιά γ’νιέκα, χράτς του τσουβάλ’, έβαλι του πιστιμάλι [ποδιά] άδειασι το τσουβάλι. Άλλο τσουβάλι ου Μ., έξι τσουβάλια. Απ’τα ιέξι τα τσουβάλια μόνο μ’σό τσουβάλι κέρδισε. Λύθ’καμ’ να γιλούμι. Έκλιψάμι κι μείς, πηράμι ένα γιμάτου τσουβάλι, κουνσέρβις, βούτυρα, άλλο. Αυτά ήταν μέσ’στα βαγόνια σι λιέου, Ιγγλέζοι, στου σταθμό. Από κεί τα παίρναμι. Γιάγμα γίν’καν, έφυγαν οι Ιγγλέζοι, μιτά γίν’καν γιάγμα. Στα μαγαζιά δεν έκλιψα, δεν πήρα. Αλλά ύστιρα ήρθιν ι Σ ι Κ μαζί με τ’ς Γιρμανούς.
- Μήπως έχιτι Ίγγλις Ίγγλις ;
- Δεν έχουμι λιέου τέτοια πράγματα.
- Να ρθώ να ιδώ μέσ’ στου καλαμπούκι ;
- Στου σκαμένου να μην ιδείς, αλλά στου άσκαφτου, έλα σκάψι, λιέου, θα βρείς μέσα, πολλά έχου ιδώ στου άσκαφτου.
- Α, να σι σκάψω του καλαμπούκι; λιέει.
Όσα πήραμι, είχαμι ένα πηγάδι στιγνό κι τάβαλάμι μέσ’στου πηγάδ’. Κι απάν’ αράδιασάμι ντ’ξυλουθήκ’ δεν μπουρούσαν να τα βρούν. Κι όσοι ήθιλάμι να φάμι κονσέρβις, τέτοια, όργουσάμι πίσ’στου σπίτ’ σι κάθι αυλακιά έβαλάμι που ένα τέτοιου πράγμα. Τά’βγαζάμι κι έτρουγάμι. Του πηγάδι παλιακά, επειδή δεν είχαμι βρύσις ειχάμι πηγάδια. Είχι στιγνώσει ικείνου μέσα κι έβαλάμι τ’ς κάσις τα πράγματα. […]
Όταν ήρθαν οι Γιρμανοί έφυγαν αυτοί [οι Εγγλέζοι και] άφ’ναν τα βαγόνια φορτωμένα. Πάει η Σ έχει κουβαλήσ’. Πάιναν μι τα πιστιμάλια μάζιυαν ζάχαρη, άντι άλλου πιστιμάλι. Η Σ κι αν δε πήρι.
Ιμείς μας είπαν, σήμιρα έρχουντι οι Γιρμανοί, μαζέψτε λουλούδια να τ’ς υποδιχτούμι. [Ποιός σας είπε;] Αρχηγός, πρόεδρος, ποιός ήταν. Μαζεύουμι λουλούδια ιμείς και πηγάμι κεί στου Λάκη τ’Τσιτσιάνα, κεί ήταν ι δρόμος. Βλιέπουμι τρείς μηχανιές έρχουνταν, αυτοί ήταν από κάτ’, άγριοι μη μας φάν κι μας, τ’ς έρ’χνάμι λουλούδια. Έτσι μας κοίταζαν.
-Ιίίί θα μας σκοτώσ’ν.
-Μη φουβάστι, μας ήλιγαν αυτοί [Πρόεδρος κ.ά.], ρίξτι λουλούδια ρίξτι.
Έρ’χναν λουλούδια, ιά κι τρία τζίπ που πίσου. Ύστιρα τα παράτ’σάμι […]».
Γερμανικά Αρχεία, έκδοση 2007:
«[…] Το προβλεπόμενο σημείο διάβασης [του ποταμού Αλιάκμονα] ήταν δυτικά της ανατιναγμένης οδικής γέφυρας και νότια του Νησελίου, ενώ στο ημερολόγιο μονάδας της 2ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων το σημείο διάβασης αναφέρεται ως «Jida». Η διάβαση του ποταμού με φουσκωτές λέμβους ξεκίνησε στις 09:00 [13.4.1941], προστατευόμενη από το πυροβολικό και μερικά αντιαρματικά πυροβόλα όπλα των 5 εκ. Τα πυρά των τεθωρακισμένων και του πυροβολικού του αντιπάλου [Νεοζηλανδοί] εμπόδισαν μόνο για λίγο την διάβαση της πρώτης διμοιρίας επίθεσης στρατιωτών πεζικού, ελαφρά οπλισμένων και άκρως ευκίνητων με μοτοσικλέτες BMW ή Zündapp. Στη αρχή της διάβασης σημειώθηκαν (σοβαρές) απώλειες κυρίως στη διμοιρία των μοτοσικλετιστών ΙΙ. Μαζί τους πέρασαν και τα πρώτα άρματα με αντιαρματικά βλήματα 3,7 εκ. και το τμήμα 38 των κυνηγών αρμάτων, που ενεργούσαν υπό τις εντολές των μοτοσικλετιστών ΙΙ […]».
Κ.Μ.Α.Σ. (1917), ηχογράφηση 23.7.1998:
«[…] Ήμουν στο μέτωπο. Όταν γύρισα πίσω, τα είχαν καταστρέψει όλα, έφυγαν οι δικοί μου να σωθούν, πήγαν στην Κατερίνη, για μην τους σφάξουν οι Γερμανοί. Μυαλά ! Όταν γύρισα η κατάσταση ήταν δραματική. Ήμουν δυο μήνες χωρίς εσώρουχα και αυτά, τά’χαν κλέψει όλα. Ήρθα από ‘κει [Αλβανία] με τη στρατιωτική κιλότα και το χιτώνιο. Από δώ [τα είχαν κλέψει] οι επιτήδειοι. Δεν έμεινε τίποτα. […] και πρόβατα και γελάδια μας είχαν πάρει τότε […]».
Δ.Μ.Γ.Α.(1923), σημειώσεις:
«[…] Εδώ μέσα στο δικό μας το οικόπεδο ήρθαν δυο γερμανικά φορτηγά. Βγήκε ο πατέραζμ’, έβγαλε την τραγιάσκα και τους χαιρέτισε. Με νοήματα ζητούσαν αυγά να φάνε και τους έδωσε […]».
Γ.Μ.Α. (1899), ηχογράφηση:
«[…] Δεν πέρασε καιρός και μας ήρθαν οι Γερμανοί με φόβο και λαχτάρα. Τους δεχθήκαμε πρωί πρωί και αρχίσαν να σπάνουν τα δένδρα απ’ το φράχτη του σπιτιού μου για να σκεπάζουν τα αυτοκίνητά τους. Εγώ τότε είχα πέντε γελάδια και εικοσιπέντε πρόβατα και τα πήγα στο Βάλτο για να τα γλιτώσω, όπως και άλλοι χωριανοί, την οικογένεια δε στο Βρυσάκι για πιο ασφάλεια, γιατί πίσω στους Αμπελότοπους είχαν στήσει κανόνια για να πολεμήσουν τους δικούς μας. Σχεδόν οι χωριανοί είχαν φύγει απ’ το χωριό τους προς τον Όλυμπο. Μετά ήρθε στρατός και άλλος. Έγινε λεηλασία στο σταθμό και στην αγορά. Κάτοικοι απ’ τα χωριά και στρατιώτες ανοίξαν τα μαγαζιά και τα ρήμαζαν. Εγώ έτυχα εκείνη τη μέρα εκεί. Οι στρατιώτοι οι Γερμανοί είχαν μπεί μέσα στο μαγαζί του Τ που το είχε ο Κ τότε υφασματοπωλείον και έπαιρναν υφάσματα, μετά ήρθε ένας αξιωματικός και τους επέπληξε για την κλοπή. Είχαν πάρει δύο τόπια υφάσματα και με τα δώσαν εμένα. Από μακρυά όμως με παρακολουθούσαν και όπως πήγα στο σπίτι και τα έκρυψα μέσα σ ένα κοφίνι ήρθαν από πίσω με τα πιστόλια στο χέρι και απειλούσαν να τους δώσω τα υφάσματα κι εγώ αμέσως τους τα έδωσα. Μετά πήγα στο Βάλτο για να φέρω τα πρόβατα καθώς και τις αγελάδες που είχαν γέννηση και την οικογένεια από το Βρυσάκι και μετά τη δουλειά με φόβο [..]».
Α.Μ.-Κ.Θ.Ζ. (1925), ηχογράφηση 8.8.1997:
«[…] Στο γιάγμα ιγώ ήμαν ιλεύθερ’ κι κάθουμαν στ’Β. Απ’ τα τραίνα απ’τα μαγαζιά όλα. Πολλά ήταν τα βαγόνια, ήταν γιμάτα γαλέτα, κουνιάκ(ι), ζάχαρη, κάτι τέτοια, όλο τέτοια, μπισκότα. Ιγώ μ’κρό ήμαν πήγα. Ου παππούς ι Λ βαρέλια είχεν κουνιάκ(ι), οι πιο πουλλοί κουνιάκ(ι). Η μπάμπου Β κι αυτή γαλιέτις είχι, ζάχαρ’ μι τα τσουβάλια. Η Κ η Μ είχι πάρει υφάσματα απού τα μαγαζιά του Τ, Χ, για να μη τ’ς τα πάρουν, γιατί άρπαξι για ν’αρπάξου, τα είχιν καβάλα τα κάθουνταν παναθειό. Ό,τι μπουρούσιν ο κάθι ένας.
Το ‘41 ήρθαν οι Γιρμανοί. Δεν ειχάμι ψουμί να φάμι. Ικεί στουν Παουλάτου είδα τους Γιρμανούς. Παουλάτο, που είνι του κατηχητικό [σημερινό κτίριο Γ.Ε.Χ.Α.] ικείνο ήταν ένα Μπαουλάτο του ήλιγαν, μια απουθήκ’ μιγάλη. Ικεί συγκεντρώνουνταν οι Γιρμανοί. […] Έγινι το Γιάγμα ήρθαν οι Γιρμανοί. Κάθουνταν ικεί στου Μπαουλάτου. Μι τ’ς Γιρμανούς, πέρασαν με τα κάρα, φόρτωσάμι τα πλιάτσικα, έφυγάμι ως πού πήγαμι, μέχρι κατά τ’θειά σ’ τ’ Μ στ’ν άκρη [ανατολικά του Γιδά] […]».
Δ.Π.Ι.Ε. (1931), ηχογράφηση 18.10.1997:
«[…] Πάηνα κι έβλιπα π’άν’ξαν τα βαγόνια, του γιάμα που ήλιγαν. Ένας Γιρμανός πάηνι γυρνούσιν μι τ’μηχανή, θα’φυβγάμι κι μείς όπως έφυγαν όλοι. Αυτοί ήξιραν πέρασ’ ι Άγιους Κουσμάς και είπι ότι «ποιοί θάχ’ν τυχιρό να πά’ να αλλάξουν μαζί κι να πιράσ’ν τουν Αλιάκμονα στ’ζ πρόποδες του Ουλύμπου ποιοί θα φτάσουν θα ζήσουν». Τώρα οι Γιρμανοί τακτικός στρατός τ’ς εμπόδιζεν που έγραφαν τα χαρτιά ιέτσι; Ευτυχώς ήταν Α.Μ. κι πήγαν ικεί κι δεν μπουρούσαν να γυρίσ’ν πίσου, ανατινάξαν τ’ς γέφυρις. Ο Θ ο Π με το όνομα που είχι τ’μπαμπά τ’, Θ τ’Σ ιέφυγι άφ’κι τα ζώα τ’ ακυβέρνητα ικεί, τα σκότουσαν οι Γιρμανοί 7 κιφάλια βουβάλια, τά’φαγαν κι ησύχασαν. Κόσμους έφυγι Γιρμανός στρατός να μαγειρέψ’ν, α, είδαν τα βουβάλια ακούμι τ’Σ τα [βου]βάλια τα σκότ’σαν Γιρμανοί. Κι μείς θα φεύγαμι, πιάναμι τα πρόβατα, φόρτωναμ’ απάν να πάμ’ να πιράσουμι απου ‘κεί, να πιράης τα πρόβατα να τα πιράσουμι απ’τ’ν άλλη μιριά π’του πουτάμι. Φουνάζει ι Μ.
-Τακτικός στρατός είνι, α βγάλουμι μια γιρμανικιά σημαία τι μας πειράζ’;
Αυτοί φαίνιτι τ’ς μίλ’σαν, είχαν τα όπλα φύλαγαν. Ι Κουστάκ’ς ι Κ έφυγαν αυνοί μες στα πρόβατα τ’αδιρφού μ’ βρέθ’κι στο κάρο ζτ κλιμιά ένα χαρτί σημείουμα. Φουνάζει:
-Δημητρό τρέξι, τι γράφει;
-Φεύγουμι. Να ρθείτι κι σείς να μας βρείτι στου Σερμιλί.
Τότι το Νιοχώρ’ Κυψέλ’ ήταν τρία ουνόματα, ήταν του Σερμελί μόλις πιράης τ’γέφυρα θα ιδείς ένα εκκλησάκι, ικεί ήταν του Σερμελί κι μιτά πάν’ στου βουνό μαζώχ’καν, γιατί είχε συγγενείς αυτοί ‘κει στου Σερμελί, έχ’ν χουρτάσει τα σκ’λιά γάλα, αρμέγαν τα πρόβατα να μη στίψ’ν. Ικείν’ του μπαρμπα Θ. το Π. που ήταν τζανταρμάς έϊ φτουχειά οικουγένεια μπού δεν είχαν γιλάδια, έφκειασι δυό αρμιξιές, πουλλά πρόβατα είχαν 200 γαλάρια ήταν γιροί, ήταν μαζουμένοι όλοι έφκειασεν τυρί δεν του θέλουν τό’τρουγαν τα σκλιά τ’ς […]».
Δ.Π.Γ.Α.(1917), ηχογράφηση 31.7.1997:
«[…] Μόλις άκουσαν ότι μπήκαν οι Γερμανοί, όλοι οι έμποροι, οι καταστηματάρχες φοβήθηκαν ο καθένας. Ποιός κοίταζι μαγαζί, ποιός κοίταζι σπίτι. Όπου φύγει φύγει ο καθένας. Άλλος Βέροια άλλος αλλού, όπως μπορούσε ο καθένας. Ευκαιρία βρήκαν ορισμένοι, θ’κοί μας ήταν, πάνε και έκαμαν το γιάγμα. Τι κονιάκια, τι υφάσματα, τι ζάχαρες, τι σαπούνια, ό,τι έβρισκε ο καθένας. Έμπαιναν και τάπαιρναν στο σπίτι τους, τα σπατάλιζαν, τα πούλησαν. Εγγλέζοι δεν ήταν εδώ. […] Το ‘41 ήρθαν οι Γερμανοί, Απρίλιος μήνας. Γιατί 5 Απριλίου έφυγα για στρατιώτ’ς εγώ. Ακριβώς εκείνη τη μέρα πρωί πρωί, τέσσερις η ώρα, ήταν Σάββατο έσπασαν και οι Γερμανοί τα σύνορα μπήκαν μέσα [στην Ελλάδα]. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί πολύ πείνα δημιουργήθηκε στο Γιδά. Τα πήραν όλα οι Γερμανοί ό,τι βρήκαν. Από μας δεν πήραν τίποτα, γιατί δεν είχαμε και τίποτα να πάρουν. Αποθήκες δικές μας που είχαν οι Έλληνες συγκεντρωμένο σιτάρι, τα πήραν όλα. Γι αυτό και υπήρξε πείνα […]».-