Για τους πρόσφυγες που επέλεξαν να αποκατασταθούν στη Βέροια ως “αστοί” (θυμίζω: οι κρατικές υποχρεώσεις απέναντί τους περιοριζόταν στην εξασφάλιση κατοικίας και μόνο) τόσο η στέγαση όσο και η επαγγελματική δραστηριοποίηση εξελίχθηκαν σε καθημερινή “αγωνιώδη μάχη”. Κατ’ αρχήν, εξ αιτίας της προτεραιότητας στην αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων, όσοι δεν είχαν διασώσει αρκετά κινητά περιουσιακά στοιχεία (κοσμήματα ή χρυσές λίρες) που θα τους έδιναν τη δυνατότητα αγοράς ή έστω ενοικίασης κάποιας κατοικίας, βίωσαν αλλεπάλληλους ξεριζωμούς από το ένα προσωρινό κατάλυμα σε άλλο (για μια δεκαετία περίπου).
Επιπλέον, μη έχοντας τη δυνατότητα
δανεισμού για να αναπτύξουν κάποια επαγγελματική δραστηριότητα, έπρεπε τα
πρώτα χρόνια να αξιοποιήσουν κάθε ικμάδα σωματικής και πνευματικής ικανότητας,
ώστε να επιβιώσουν σε μια ήδη κορεσμένη αγορά εργασίας. Με απλά λόγια, έπρεπε
να αναζητούν καθημερινά οποιαδήποτε εργασία* τους προσφερόταν, χωρίς περιθώρια
διαπραγμάτευσης της αμοιβής τους.
[ * Ο ενδιαφερόμενος για περισσότερες λεπτομέρειες ας
ανατρέξει: Εφημερίδα Λαός 23-24 ΜΑΪΟΥ 2020, «Έργον ουδέν
όνειδος»]
Το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας το μέγεθος του
προβλήματος σε όλη την επικράτειά του, προχώρησε στην υλοποίηση μεγάλου αριθμού
δημοσίων έργων (κυρίως) για να ανακουφίσει τον “αστικό” προσφυγικό πληθυσμό από τη
μάστιγα της ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό, στην επαρχία Ημαθίας έγιναν αρκετά σημαντικά
έργα, όπως: η αποστράγγιση των ελών του κάμπου (Τάφρος 39 κλπ), η αμαξιτή οδός
Βέροιας-Πιερίων χωριών μαζί με τη συνδετική γέφυρα της “Κοκκόβης” (βλέπε
σχετικά: Εφημερίδα ΛΑΟΣ
03 Απρ 2021, Ο αδάμαστος θεός Αλιάκμων! ), η (τότε) περιφερειακή οδός της
Βέροιας (σήμερα Λ. Ανοίξεως), η κατασκευή κατοικιών του “εποικισμού”, ενώ
ξεκίνησε και η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Καλαμπάκας-Βέροιας-,Κοζάνης**,
τα οποία πράγματι εξασφάλισαν όχι απλώς τον βιοπορισμό, αλλά κυριολεκτικά την επιβίωση
μεγάλου αριθμού “αστών” προσφύγων στην πόλη μας.
Πρόσφυγες εργαζόμενοι για την κατασκευή
της σιδηροδρομικής γραμμής Καλαμπάκας-Βέροιας Κοζάνης
[ ** Παρενθετικά, η γραμμή Βέροιας-Καλαμπάκας ξεκίνησε,
αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στην περιοχή μας δεν τοποθετηθήκαν οι ράγες. Το
1985 ασφαλτοστρώθηκε κι έγινε η σημερινή περιφερειακή οδός της πόλης μας].
Αν εξαιρέσουμε τις λιγοστές περιπτώσεις κάποιων εύπορων (οι
οποίοι μπήκαν απ΄ αρχής δυναμικά στον εμπορικό τομέα της πόλης), οι “αστοί”
πρόσφυγες παράλληλα με το “κυνήγι του μεροκάματου”, άρχισαν δειλά-δειλά να
δηλώνουν την παρουσία τους στην αγορά της Βέροιας ως πλανόδιοι τεχνίτες ή
μικροπωλητές, προσέχοντας πολύ να μην θίγουν την καθεστηκυία τάξη των γηγενών
καταστηματαρχών, αλλά σταδιακά να διευρύνουν τις καταναλωτικές συνήθειες των
κατοίκων με νεοφανή προϊόντα (κυρίως προερχόμενα από την πατρίδα) ή να παρέχουν
υπηρεσίες σε τομείς που δεν θα προκαλούσαν συγκρούσεις συμφερόντων. Έτσι, μέχρι
το 1935 (οπότε το Δημοτικό Συμβούλιο Βέροιας αποφάσισε να κατεδαφιστούν όλα
ανεξαιρέτως τα υποτυπώδη καταστήματα-παραπήγματα της αγοράς), δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο
να λειτουργεί δίπλα από ένα καταξιωμένο κατάστημα γηγενούς ένα παραγκομάγαζο
ενός πρόσφυγα, χωρίς να υπάρχουν έντονοι διαξιφισμοί ή αψιμαχίες.
Προσφυγικό παραγκομάγαζο στην αγορά της
Βέροιας
Μόνο μετά την υπογραφή της σύμβασης με την οποία η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε την εκκαθάριση της μουσουλμανικής περιουσίας και κυρίως μετά την σύναψη κρατικού δανείου το 1928 οι “αστοί” απέκτησαν κάποια οικονομική ευελιξία, υπό τη μορφή των λεγόμενων “προσφυγικών ομολογιών”. Δηλαδή, ο δηλωμένος ως “αρχηγός” αστικής προσφυγικής οικογένειας είχε πλέον τη δυνατότητα να ζητήσει δάνειο από την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (χορηγούμενου όχι σε χρήμα, αλλά σε μορφή τραπεζογραμματίων), το ποσό του οποίου δεν μπορούσε να ξεπεράσει το 25% από την εκτιμώμενη αξία της αποδεδειγμένης ανταλλάξιμης περιουσίας τους. Με κεφάλαιο κίνησης τις προσφυγικές ομολογίες άρχισαν πλέον να κάνουν την εμφάνισή τους και μικρά προσφυγικά καταστήματα. Επόμενος στόχος των πολύπαθων “αστών” ήταν να ανεγείρουν με αυτεπιστασία (πρωτοβουλία, μέριμνα και αυτοχρηματοδότηση των ενδιαφερομένων) τις φτωχικές μόνιμες κατοικίες τους ή να αγοράζουν τις πανομοιότυπες-τυποποιημένες που κατασκεύαζε o “επoικισμός”, όλα σε χώρους που είχε προκαθορίσει η δημοτική αρχή Βέροιας.
Προσφυγοπούλα υπαίθρια πωλήτρια παγωτού
σε γειτονιά της Βέροιας
Καθένας τους και μια ξεχωριστή ιστορία βιοπάλης:
«Δίπλα άνοιξε το καροποιείο του Παπαπέτρου. Μου είπε: Νίκο,
αν έχουμε δουλειά, θα σε φωνάξω να σιδερώνουμε τις ρόδες. Και μου ‘δινε ένα
εικοσάρικο τη μέρα. Μετά, εκεί που ήμασταν, έρχεται ένας πλασιέ από τη
Θεσσαλονίκη, που πουλούσε με δόσεις… …Πήρα
τρία ποδήλατα, υπέγραψα γραμμάτια με εγγυητή τον πατέρα μου. …Τα έβαλα στην οδό Κεντρικής, σ’ έναν τοίχο τα
ακούμπησα κι έρχονταν τα γκαρσόνια και τα νοίκιαζαν. Σιγά σιγά τα
ξεχρέωσα…» (καταγραφή: Σωτήρης Ζερδαλής,
Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Βέροια, πτυχιακή εργασία, 1998)
«Ο Α. Ν. Πολυμήχανος
Μικρασιάτης. Το μαγαζάκι του στενόμακρη παράγκα όσο χωρούσε τον ίδιο (…) Όλα τα
διόρθωνε! Κουτιά με βίδες, έψαχνε και
εύρισκε το χρειαζούμενο. Εκτός από ομπρέλες, τσακμάκια και οτιδήποτε εργαλείο
το έπιανε, το έψαχνε και το διόρθωνε. Αμίλητος, ευγενικός, υπομονετικός και εδώ
που τα λέμε για λίγες δραχμούλες, φτωχός, τίμιος, εργατικός, έξυπνος.» (Γιάννης
Αλεξιάδης, Αύρες Λαύρες, 1987)
Η αμείλικτη ανάγκη της επιβίωσης γκρέμισε ασάλευτα
κοινωνικά κατεστημένα της πόλης μας. Η γυναίκα πρόσφυγας διεκδίκησε σθεναρά μερίδιο
στην αγορά εργασίας, έστω και με πολύ κακές εργασιακές συνθήκες:
«…Χωρίς κανένα δικαίωμα, χωρίς προστασία κοινωνική, και
υγειονομική περίθαλψη και μεροκάματο είκοσι οχτώ δραχμές ανέβαιναν τα χαράματα
οι ταλαίπωρες εργάτριες την ανηφοριά για τα νηματουργεία**. Κι αυτά από το 1927
και ύστερα, γιατί προτού ήταν δέκα δραχμές κι αυτές παρακαλώντας.…». (Γιάννης Αλεξιάδης, Βεροιώτικες αράδες,1983)
[ ** Στη Βέροια κατά
την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε λειτουργούσαν: το νηματουργείο «Βέρμιο» των
Σωσσίδου - Φάικ με 300 απασχολούμενους και το κλωστοϋφαντουργείο των Ζαρταλούδη
- Χατζηνικολάκη με 130 απασχολούμενους. Η συντριπτική πλειοψηφία του εργατικού
δυναμικού τους ήταν προσφυγοπούλες.]
Εργαζόμενη
σε κλωστήριο της Βέροιας (Αρχείο οικ. Βλαδήρογλου)
Κι επειδή το μεροκάματο ήταν
μεν λειψό, αλλά τα “στόματα” της οικογένειας περίσσευαν, έπρεπε να περάσουν
άλλες τόσες ώρες κάθε μέρα μπροστά από τον αργαλειό ταπητουργίας, δημιουργώντας
με απαράμιλλη τέχνη τα περιβόητα χαλιά της ανατολής (με
δεσίματα περίπλοκων κόμπων για δημιουργία τραχείας τριχωτής επιφάνειας, το
πέλος). Ο συντονισμός (ιδιαίτερα σχέδια,
ανεξίτηλα χρώματα κλπ) και το εμπορικό τάλαντο της οικογένειας Ουλκέρογλου,
τους εξασφάλιζε το απαραίτητο οικονομικό συμπλήρωμα.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν φαίνεται να δικαιώνεται η τοποθέτηση
του Γιάννη Μελετίδη όσον αφορά τις σχέσεις γηγενών-προσφύγων: «Η ένταξη των
προσφύγων στην τοπική κοινωνία της Βέροιας έγινε σταδιακά. Στην αρχή υπήρξε
επιφυλακτικότητα και από τις δύο πλευρές. Κάπου ήταν και αναμενόμενο, αφού
είχαν ιδιαιτερότητες στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στην οικονομική κατάσταση… Σιγά-σιγά άρχισαν να υπάρχουν μεταξύ τους
σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης».
Εργαζόμενες
στην ταπητουργία Ουλκέρογλου
Ωστόσο ο φιλομοναρχικός “δάκτυλος” (εκφραζόμενος ιδεολογικά
από τα συνεργαζόμενα κόμματα “Λαϊκόν” του Π. Τσαλδάρη και “Ελευθεροφρόνων” του
Ι. Μεταξά) δεν απουσίασε και από την πόλη μας. Εκδηλώθηκε όμως, όχι με τις κραυγές
και τις συγκρούσεις άλλων αστικών κέντρων, αλλά με πολιτικές μεθοδεύσεις.
Οι Δημοτικές εκλογές του 1925 και στη συνέχεια οι Βουλευτικές
εκλογές του 1926 είχαν αναδείξει σε τοπικό επίπεδο νίκες του Ιωάννη Μάρκου και
των “Καφανταρικών” υποψηφίων αντίστοιχα, του ψηφοδελτίου των “Φιλελευθέρων”. Με
τη συμμετοχή των προσφύγων στις επερχόμενες πολιτικές αναμετρήσεις (Βουλευτικές
εκλογές το 1928 και Δημοτικές του 1930) το φάσμα της συντριπτικής ήττας του
φιλομοναρχικού συνασπισμού ορθωνόταν βέβαιο και εφιαλτικό. Έπρεπε επειγόντως να
εμπεδωθεί κλίμα αποκλεισμού των “ξενόφερτων” από το εκλογικό δικαίωμα.
Η ποθητή ευκαιρία βρέθηκε στις διεργασίες για τις ενοριακές
εκλογές του 1927 προς ανάδειξη των εκκλησιαστικών Επιτρόπων, οι οποίοι κατά το
τοπικό εθιμικό είχαν και αρμοδιότητες-λειτουργίες συνοικιακών συμβούλων. Έτσι,
με το πρόσχημα ότι οι πρόσφυγες δεν είχαν συμπληρώσει δεκαετή μόνιμη κατοίκηση
στη Βέροια, δρομολογήθηκε ο αποκλεισμός τους από τη διαδικασία και πράγματι δεν
συμπεριλήφθηκαν στους εκλογικούς καταλόγους. Τη συνέχεια της μεθόδευσης ανέλαβε
να προωθήσει τοπική εφημερίδα, ο ιδιοκτήτης της οποίας έτρεφε έντονα
φιλομοναρχικά αισθήματα, με συχνά απαξιωτικά σχόλια αναφορικά με το εκλογικό
δικαίωμα των “αλλοφερμένων περιοίκων της Βέροιας”.
Απέναντι στους παραπολιτικούς σχεδιασμούς, οι πρόσφυγες
εκδήλωσαν άμεσα και έντονα την αντίδρασή τους συσπειρωμένοι γύρω από τις
τοπικές οργανώσεις τους. Μάλιστα την Κυριακή 15 Μαΐου 1927 οργάνωσαν μαζική
συγκέντρωση-συλλαλητήριο στο σημείο αναφοράς τους, την πλατεία της συνοικίας
Τσερμέν, με κεντρικούς ομιλητές τους κ.κ. Μουράτογλου και Κυριτόπουλο. Στη
συνέχεια συντάχθηκε σχετικό ψήφισμα διαμαρτυρίας και παραδόθηκε στις δημοτικές και
κρατικές αρχές.
Το εγχείρημα πολιτικής έξωσης των προσφύγων ακυρώθηκε οριστικά
από τις ενέργειες του τοπικού Συλλόγου Φιλελευθέρων και κυρίως από τη σθεναρή
στάση του τότε Δημάρχου Βέροιας Ιωάννη Μάρκου, συμπεριλαμβάνοντάς τους στους
εκλογικούς καταλόγους του Δήμου.
[Για την ιστορία, στις Βουλευτικές εκλογές του 1928 αρκετοί
πρόσφυγες ήταν και υποψήφιοι σε διάφορα ψηφοδέλτια, από τους οποίους μάλιστα ο
Αβραάμ Γρηγοριάδης εκλέχθηκε βουλευτής της επαρχίας Ημαθίας]
Πολλά ακόμη μπορούν και πρέπει να λεχθούν, αγαπητοί φίλοι,
αλλά (προς το παρόν) για την οικονομία του χώρου ας τα συνοψίσουμε στο
περιεκτικό σχόλιο της κ. Μαργαρίτας Δαμιανίδου: «Αυτοί οι ανεπιθύμητοι
πρόσφυγες συνδιαμόρφωσαν το πρόσωπο της νεότερης Ελλάδας με επιρροές στα
γράμματα, στην μουσική, στον αθλητισμό κ.α»
Για να ολοκληρώσουμε το αφιέρωμα “μνήμης των 100 χρόνων προσφυγιάς”
και με δεδομένο ότι στη συντριπτική πλειοψηφία οι σύγχρονοι Βεροιείς έχουμε κάποια
προσφυγική ρίζα, καταθέτω προς κρίση κι επεξεργασία την άποψη ότι:
ο κ. Δήμαρχος και το
Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης μας έχουν την επετειακή ευκαιρία (αλλά και την
ηθική υποχρέωση ως συμφιλίωση του Δήμου Βέροιας
με την Ιστορία του) να μεριμνήσουν για την ανέγερση ενός «Μνημείου
Προσφύγων» στο (προσφερόμενο για ένα τέτοιο έργο) σημείο αναφοράς τους, την
πλατεία της συνοικίας Τσερμέν