Κάτω από τον χαρακτηρισμό “πρόσφυγας” βρέθηκε συστεγασμένο ένα απίστευτα ανομοιογενές ανθρώπινο πλήθος, εκτεινόμενο από τους πολύ εύπορους (οι οποίοι είχαν μετακινηθεί στον ελλαδικό χώρο έγκαιρα κι οργανωμένα, διασώζοντας σεβαστό μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους) ως τους κατατρεγμένους των σφαγών (οι οποίοι μόλις που είχαν καταφέρει να διασώσουν το ρακένδυτο κορμί τους). Καταλαβαίνουμε επομένως ότι δεν ήταν ίδιες για όλους οι προϋποθέσεις και οι ανάγκες του βιοπορισμού.
Η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) για να προλάβει την επικείμενη ανθρωπιστική κρίση είχε αποφασίσει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην “αγροτική” εγκατάσταση των προσφύγων (διευκόλυνση κατά προτεραιότητα στην εξεύρεση κατοικίας, διανομή αγροτεμαχίων, γεωργικών εργαλείων, ζώων, σπόρων, κλπ) με το σκεπτικό της δυνητικά γρήγορης ένταξής τους στον παραγωγικό ιστό της χώρας. Η πιεστική ανάγκη επιβίωσης οδήγησε τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων της επαρχίας Ημαθίας στην επιλογή της αγροτικής αποκατάστασης, άσχετα από την προηγούμενη επαγγελματική ενασχόλησή τους.
Το τοπικό “Γραφείο Εποικισμού”, έχοντας την ένθερμη συμπαράσταση των αιρετών πολιτικών προσώπων της επαρχίας (Δήμων και Βουλής), αποδείχθηκε αποτελεσματικό σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1925 είχε διεκπεραιώσει με επιτυχία την απαλλοτρίωση είκοσι ενός τσιφλικιών, ενώ είχε ήδη δρομολογηθεί η απαλλοτρίωση ακόμη είκοσι ενός. (Για περισσότερες λεπτομέρειες, Αστήρ Βερροίας Αρ.Φ. 16 / 13 Σεπτεμβρίου 1925).
Παραχωρήθηκαν έτσι άμεσα (αλλά όχι οριστικά) κλήροι 12 ποτιστικών στρεμμάτων σε τριμελείς οικογένειες, με σχετική διαβάθμιση ανάλογα με τον επιπλέον αριθμό ατόμων της κάθε οικογένειας ή την αποδοτικότητα των εδαφών. Παράλληλα, διανεμήθηκαν άγονες και ακαλλιέργητες ως τότε περιοχές (μέσα σ’ αυτές είχε συμπεριληφθεί η σημερινή Καλλιθέα) για την εφαρμογή “εντός ορίων” κτηνοτροφίας (κάτι σαν προστάδιο της σταυλιζόμενης) και πτηνοτροφίας.
Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας έκαναν και στην περιοχή μας την εμφάνισή τους τα κοινά ανά την χώρα προβλήματα: αυθαίρετες καταλήψεις μουσουλμανικών ιδιοκτησιών από γηγενείς, πλασματικές μακροχρόνιες ενοικιάσεις και οι λεγόμενες “ανώμαλες δικαιοπραξίες” (διεκδικήσεις μουσουλμανικών κτημάτων, τα οποία κατά παράβαση του νόμου είχαν μεταβιβασθεί με ιδιωτικά συμφωνητικά σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές σε ντόπιους λίγο πριν την αποχώρηση των ιδιοκτητών τους λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών).
Σ’ αυτά προστέθηκαν: η τοπικά αποκαλούμενη “σπείρα των αεριτζήδων” (Αστήρ Βερροίας Αρ.Φ. 88 / 13 Ιουνίου 1928), η οποία «…λυμαίνεται ούκ ολίγους των ενοικιαστών των ανταλλαξίμων κτημάτων, εκθέτουσα εις δημοπρασίαν τα υπ’ αυτής κατεχόμενα και αποσυρόμενη κατόπιν, αφού πρότερον “τσιμπήση” τον σχετικόν αέρα από τον ενδιαφερόμενον ενοικιαστήν (πρόσφυγα)…» και κάποιες αστοχίες (μερικές εκ των οποίων προκάλεσαν δεικτικές συζητήσεις για τις αγαθές προθέσεις) υπαλλήλων του Γραφείου Εποικισμού.
Δεν έλειψαν λοιπόν και στον τόπο μας οι σπινθήρες “ανάφλεξης αντεγκλήσεων και εκτρόπων” μεταξύ γηγενών και προσφύγων, με κορύφωση τους σοβαρούς διαπληκτισμούς μπροστά στο Δικαστικό Μέγαρο στις αρχές του Μαρτίου 1928, μετά από την έκδοση σειράς ακυρωτικών αποφάσεων επί συμβολαίων αγοροπωλησίας αγροτεμαχίων, που ωστόσο είχαν πριν τη σύναψή τους τη θετική εισήγηση των αρμοδίων υπηρεσιών.
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε ότι τα παραχωρούμενα στους πρόσφυγες περιουσιακά στοιχεία δεν ήταν δωρεά του ελληνικού κράτους (παρερμηνεία η οποία σε πολλές περιπτώσεις παρακίνησε τους γηγενείς ενάντια στους πρόσφυγες).
Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών συστήθηκε και λειτούργησε τον Οκτώβριο του 1923 η Μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής με έδρα την Κωνσταντινούπολη, έχοντας ως αρμοδιότητες τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης των πληθυσμών και κυρίως την εκκαθάριση και εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας των ανταλλάξιμων. Την αποτελούσαν έντεκα μέλη: τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκοι και τρία μέλη που ορίστηκαν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών (ο αντίστοιχος ΟΗΕ της εποχής). Την προεδρία κατείχαν διαδοχικά τα τρία αυτά ουδέτερα μέλη.
Εργαστήρι εμβολιασμού-βελτίωσης αμπελοκλημάτων (Αρχείο Σούλη Ισαακίδη)
Δηλαδή, οι παραχωρήσεις προς τους πρόσφυγες έγιναν “έναντι” της αποδεδειγμένης περιουσίας που υποχρεωτικά εγκατέλειψαν στους τόπους προέλευσής τους.
Εργασίες ζύμωσης για την παραγωγή οίνου (Αρχείο Σούλη Ισαακίδη)
Για την ιστορία, να συμπληρώσω ότι η ασυνέπεια και τα προσχηματικά κωλύματα της τουρκικής πλευράς σε πρώτη φάση καθυστέρησαν τις εργασίες της Μεικτής Επιτροπής Ανταλλαγής και τελικά “οδήγησαν” στην εξίσωση* της κατά πολύ μεγαλύτερης περιουσίας των ανταλλάξιμων Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας με την πολύ υποδεέστερη των μουσουλμάνων της Ελλάδας.
Διαδικασία αγοροπωλησίας σταφίδας
[*Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την άρνηση διακανονισμού των προσφυγικών χρεών, απομάκρυνε τμήμα του προσφυγικού κόσμου από την εκλογική βάση του κόμματος των Φιλελευθέρων και συνέβαλε στην ήττα του στις εκλογές του 1932 και του 1933].
Προετοιμασία φύλλων καπνού για αποξήρανση
Κατ’ οίκον παραγωγή μεταξοκουκουλιών
Φόρτωμα συγκομισμένων καρπών
Αποξήρανση καρπών και φρούτων στον ήλιο (Λιάσιμο)
Ευτυχώς οι έγκαιρες πυροσβεστικές παρεμβάσεις των τοπικών αρχών - υπηρεσιών αφενός και των επικεφαλής των Προσφυγικών Συλλόγων αφετέρου κατασίγασαν** τις προστριβές.
[ ** Έγινε σχολαστική διερεύνηση της κάθε περίπτωσης, εξαντλήθηκαν όλα τα ένδικα μέσα και μόνο μετά την οριστικοποίηση των αποφάσεων άρχισαν (από το 1930) να εκδίδονται οι οριστικοί τίτλοι κυριότητος.]
Η συνέχεια χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή, αμφίπλευρη προσπάθεια συμπόρευσης χωρίς αντιπαλότητες και επαγγελματικούς ανταγωνισμούς. Ενδεικτική του κλίματος είναι η εγκολπωτική πρόσκληση των γηγενών γεωργών προς τους πρόσφυγες στο “Υπαίθριο Τοπικό Συνέδριο” στη θέση Αγία Κυριακή Λουτρού, την Τετάρτη 18 Ιουλίου 1928, με θέματα: Οργάνωσις Συνεταιρισμών περιφερείας Βεροίας, Από κοινού πωλήσεις προϊόντων, Αγροτική και Κτηματική Πίστις (δημιουργία δηλαδή Τράπεζας δανεισμού των αγροτών) , Αντιπλημμυρικά έργα κλπ.
Από την πλευρά τους οι πρόσφυγες αγρότες προτίμησαν να μην επιδοθούν ανταγωνιστικά σε καθιερωμένες καλλιέργειες των Βεροιέων (κυρίως κηπευτικών προϊόντων), αν και είχαν αποκτήσει την τεχνογνωσία κατά την περίοδο των πρώτων χρόνων, οπότε και προσέφεραν ταπεινές εργατικές υπηρεσίες για τον βιοπορισμό τους. Στράφηκαν σε νέες, καινοτόμες (για την εποχή) καλλιέργειες δενδροκομίας οπωροφόρων, εφαρμόζοντας προοδευτικές μεθόδους κλαδέματος, ανέπτυξαν την μεγάλης έκτασης αμπελουργία για παραγωγή εξαγώγιμων ποσοτήτων οίνου και σταφίδας, εφάρμοσαν με επιτυχία μεθόδους εντατικής καλλιέργειας δημητριακών και ξηρών καρπών, ενίσχυσαν την μεταξοκαλλιέργεια, τις καλλιέργειες βάμβακος και καπνού.
Ως αποτέλεσμα, αυξήθηκε η συνολική παραγωγή της επαρχίας, δημιουργήθηκε ζήτηση νέων προϊόντων κατανάλωσης και διευρύνθηκαν κατακόρυφα οι πρόσοδοι από εμπορικές συναλλαγές. Στο τελευταίο θέμα ιδιαίτερη ήταν η συμβολή κάποιων εύπορων “αστών” προσφύγων, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν με επιτυχία στον τομέα της επεξεργασίας-τυποποίησης γεωργικών προϊόντων και του χονδρικού εμπορίου τους εντός κι εκτός Ελλάδας.
Οι νεοφερμένοι κατόρθωσαν να ξεχερσώσουν την ημαθιώτικη γη, να αφαιρέσουν τις πέτρες (μεταφορικά και κυριολεκτικά), να επαναφέρουν σημάδια ανάπτυξης σε εγκαταλειμμένους από χρόνια τόπους της, ωστόσο δεν άργησαν να γνωρίσουν και τη σκληρή πλευρά της. Η ελονοσία, η πνευμονία, η φθίση, ο τύφος έγιναν η καθημερινή μάστιγά τους και μόνοι βοηθοί τους σ΄ αυτήν τη μάχη στάθηκαν: η φροντίδα του επίσης πρόσφυγα γιατρού Σταύρου Μουράτογλου (στο υποτυπώδες Προσφυγικό Νοσοκομείο Βέροιας) και τα λιγοστά δισκία κινίνης που μπορούσε να τους χορηγήσει…
(Συνεχίζεται…)