Μάκης Δημητράκης
Η Α΄ Κυριακή των Νηστειών της Μ. Σαρακοστής, ονομάζεται ΚΥΡΙΑΚΗ της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ και γιορτάζουμε την Αναστήλωση (επανατοποθέτηση) των ιερών Εικόνων στους ναούς.
Ας θυμηθούμε όμως με χρονολογική σειρά τα σημαντικότερα γεγονότα αλλά και τα κύρια πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικούς ρόλους στο Βυζάντιο κατά τη διάρκεια μιας βαθιάς κρίσης της Εκκλησίας μας κατά τον 7ο και 8ο αιώνα.
Για εκατό και περισσότερα χρόνια, από το 726 μέχρι το 843, από την περίοδο του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου μέχρι τον αυτοκράτορα Θεόφιλο και κυρίως τη σύζυγό του Θεοδώρα η χριστιανική εκκλησία διαταράχθηκε από διαφορές ανάμεσα στους εικονομάχους και τους εικονόφιλους ή εικονολάτρες που πίστευαν πως οι εκκλησιαστικές εικόνες είχαν υπερφυσικές ή θείες δυνάμεις γεγονός που οδήγησε, κατά την προσκύνησή τους, σε φοβερές ακρότητες που άρχισαν το 726 όταν ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος αποφάσισε να επιφέρει ριζικές αλλαγές στην εκκλησία μια από τις οποίες ήταν και η απαγόρευση της προσκύνησης των ιερών εικόνων εξαιτίας ακραίων φαινομένων εικονολατρίας.
Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε ναοί και εικόνες καταστράφηκαν, χύθηκε αίμα αδελφικό χριστιανικό, οι εικόνες «βγήκαν» από τους ναούς ή τοποθετήθηκαν ψηλότερα και οι πιστοί χωρίσθηκαν σε εικονομάχους και εικονολάτρες και τέλος η ψυχική ταυτότητα των λαών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας διασπάστηκε.
Το 787 συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (σύζυγο του Λέοντα Δ΄), επίτροπο του ανήλικου γιου του Κωνσταντίνου του ΣΤ΄. Στη Σύνοδο μεταξύ άλλων αποφασίσθηκε ότι οι εικόνες δεν είναι είδωλα και ότι ο ασπασμός τους ή αλλιώς η προσκύνησή τους δε σταματά στο ξύλο ή άλλο υλικό αλλά «διαβαίνει» στο πρωτότυπο και μέσω αυτού πηγαίνει στο Θεό που είναι η πηγή και η αγιότης.
Η προσκύνηση των εικόνων δεν θεωρήθηκε ειδωλολατρία όπως υποστήριζαν οι εικονομάχοι κι αυτό γιατί η τιμή δεν απευθύνεται στα υλικά της εικόνας, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Η ευλογία και η Χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Οι θέσεις αυτές υποστηρίχτηκαν και με δογματική διατύπωση από τον περίφημο θεολόγο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.
Την διαχωριστική εκκλησιαστική πολιτική του Λέοντα Δ΄ (εικονομάχος) και της Ειρήνης της Αθηναίας (εικονόφιλη) ακολούθησαν και ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (εικονομάχος) και μετά τον θάνατό του και η σύζυγός του Θεοδώρα (εικονόφιλη), η οποία τελικά διακήρυξε δημόσια ότι ασπαζόμαστε τις εικόνες όχι λατρευτικά ούτε ως θείες αλλά ως εικόνες αρχετύπων.
Στις 11 Μαρτίου του 843 και ενώ η εκκλησία μας γιόρταζε την Α’ Κυριακή των Νηστειών της Μ. Σαρακοστής η αυτοκράτειρα Θεοδώρα σε πάνδημη τελετή καταδίκασε την εικονομαχία αλλά και την εικονολατρία και έθεσε σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 787. Μαζί με το γιο τη, μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ, έλαβε μέρος με τον κλήρο και τον λαό στη λιτάνευση των εικόνων και την αναστήλωσή τους (επανατοποθέτηση) μέσα στους ναούς.
Από τότε κάθε χρόνο γιορτάζουμε την ανάμνηση αυτού του γεγονότος κι αυτό γιατί καθορίστηκε ΟΡΘΑ και οριστικά ότι δεν λατρεύουμε τις εικόνες, αλλά τιμούμε και ΔΟΞΑΖΟΥΜΕ με ΟΡΘΟ (σωστό) τρόπο όλους τους αγίους που εικονίζονται στις εικόνες ενώ λατρεύουμε μόνο τον «Εν Τριάδι Θεό».