Του Γιάννη K. Tσιαμήτρου
(Απόσπασμα από το βιβλίο του ‘Λαογραφία και Παράδοση
Ημαθιώτικων Πιερίων’, εκδόσεις iWrite, 2013)
Κεφ. Αποκριές: «…Ο διαχωρισμός των δύο Κυριακών γίνεται σε Μικρές Αποκριές και Μεγάλες Αποκριές, Οι μεταμφιέσεις αποτελούσαν το χαρμόσυνο στοιχείο της γιορτής. Αγαπημένες μεταμφιέσεις ήταν: ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του, η γουμάρα, η νύφη κι ο γαμπρός, διάφοροι καθημερινοί ανθρώπινοι τύποι, τσιγγάνοι κλπ.
Όλη την εβδομάδα, πριν από την Κυριακή της Αποκριάς (πριν από την Καθαρά Δευτέρα), μάζευαν τα κέδρα για να είναι έτοιμα για κάψιμο στην πλατεία, το βράδυ της Κυριακής. Δίνονταν το σύνθημα με ντουφεκιές να βγουν τα κέδρα για να τα κάψουν, έλεγαν τα σατιρικά τραγούδια και πηδούσαν τη φωτιά. Προηγουμένως στην ώρα του φαγητού τα παιδιά και οι μικρότεροι στην ηλικία έκαναν μετάνοιες στους γονείς, στους νούνους και στους άμεσους συγγενείς. Γενικά όλοι μεταξύ τους συγχωρνιούνταν και έτσι λύνονταν οι παρεξηγήσεις. Λέγανε τα εξής λόγια: «Συγχωρεμένα, να αποκριέψουμε με υγεία, καλή Σαρακοστή και καλό Πάσχα». Μετά έκαναν το «Χάσκαρ’’.
Ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο ο νοικοκύρης έδενε ένα βραστό αυγό συνήθως στην ρόκα έτσι ώστε να κρέμεται και να προσπαθούν τα παιδιά να αρπάξουν το αυγό με το στόμα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:
1. Όποιος δεν χορέψει απόψε, τα ποδάρια να του πέσουν και τα νύχια να του σκάσουν και πολλά πιδιά να κάνει, κι όλα θηλκά να γένουν, κι όλα θηλκά να γένουν, κι ψωμί να μη χορταίνουν.
2. Λατι να πούμι ψέματα, λατι να πούμι, ψέματα πεντί σακιά γιομάτα, ν’αφήκουμι τα ψέματα, να πούμι κι ένα αλήθιο, ποιος είδε ποιος συλλόγιασι, γουρούνι μι σαμάρι, κι μπάκακα μι κέρατα, κι σκύλο μι μουστάκι, τον ψύλλο τον καλίγωναν, στη μέση απ’το παζάρι, κι απτις κλωτσιές απόριχνι, βροντούσι του παζάρι, τον ψύλλο τον εφόρτωναν, εννιά κιλά ρεβίθια, βαζούν κι πανωσάμαρα, σαράντα κολοκύθια.
3. Στουν απάν του μαχαλά, παντριμένις χόρευαν, μι τα κόκκινα βρακιά, πάει κι μια ξιβράκουτη, δεν την θέλησαν κι’αυτή, πάει πίσω στον άντρα της -Άντρα, φιάξι μι βρακί. - Θα σι πάνου στουν κατή, θα σι πλάσου σαν γατί, σαν γατί Κουλυντρινό.
4. Μια ράχη κι άλλη ράχη, χόρευαν σαράντα βλάχοι, κι έλεγαν ινα τραγούδ, του παπά μας η γουμάρα, στην κουπριά ήταν ξαπλωμένη, καθιτί παπάς κι κλαίει, παπαδιά μοιργιουλουγάει, κι ο παπάς την παρηγουρνάει, σώπα σώπα παπαδιά, διάφορό δικό μας είνι, την κιφάλα μια τσουκάλα, για να βράσουν οι βλάχοι το γάλα.
5. Του παπά μας η γουμάρα στην κοπριά ήταν ξαπλωμένη, κάθιτι ου παπάς κι κλαίει- -Σώπα σώπα, παπαδιά, διάφορο δικό μας είναι, την κιφάλα μια τσουκάλα, για να βράσουμι του γάλα.
6. Παπάδες και Γραμματικοί, πού τόδιτι γραμμένο, πως δε φιλιούντι οι παπαδιές, κι ουδέ παπαδοπούλις, παπαδοπούλα φίλησα, κι μ’ έκοψαν το χέρ, κι ας την φιλούσα κι άλλ’ φορά, κι ας μ’έκοβαν κι τ’άλλο, κι μ’έδουσι μια λειτουργιά, ζαχαροζυμωμένη.
7. Τρεις καλές γειτόνισσες στο προσήλιο κάθουνταν, στο προσήλιο κάθουνταν, τα μνιά τις ψείριζαν, παταριές τα τίναζαν. -Κάτσιτι καλά μνιά, να σας δώσει ο Θιός καλό εν’ αγγούρι τρυφερό, κι στουν πάτου μαλιαρό, στην κουρφή να βγαζ νιρό.
8. Τις τρανές τις αποκριές, αποκριεύουν το τυρί, αποκριεύουν το τυρί, αποκριεύουν κι το μνί, είχαν δυό σακκιά ψουλές και τις βγάζαν στο παζάρ, ποια κι ποια να τ’αγοράσει, πέρασαν κ’οι παντριμένις, πήραν από δυο οι καημένις, και μια χήρα η κακομοίρα, δεν ιπρόφτασι καμμία, παίρν’ τινάζει τα τσουβάλια, βρίσκει μια μι δυο κιφάλια.
9. Από πάν απ’μια καρδιά, μας κατούρησε μια γριά, κι έπνιξι τριακόσια αρνιά, και τριακόσια πρόβατα, κ’έπνιξε του τσομπανούλ, έπνιξε και την καλύβα.
10. Θειά μου Νικολάκινα, που τσανάβουν τις φωτιές, τις τρανές τις Αποκριές, στ’ Αρχιδιάκου την αυλή, γάμος εγινότανε, φύτρωσε μια λεμονιά, πούχι πιντακόσια μνιά, πήρα του καλύτερο.
11. Καζάντισε ο Υφαντής, κι πήρε μια γουμάρα, πτην μια μεριά ήταν ψώραβη, κι απ’τν’ άλλη μαλλί δεν έχει, π’τα δυό πουδάρια κούτσηνι, και π’τ’ άλλα δεν πατούσι, π’τ’ όνα το μάτι ήταν γκαβιά, κι απ’τ’άλλο δεν ίβλεπε, π’τονά τ’αυτί ήταν κουφιά, κι απ’τ’άλλο δεν ακούει.
12. -Γυναίκες που χορεύετε τους άντρες που τους έχετε; -Τους έχουμε στα πρόβατα, κι τα λυκοφαγώματα, του μήνα μια φορά έρχουντι, τους στρώνω ιδώ του στρώνω εκεί, τους στρώνω πέρα στην αυλή, τους ρίχνω δυο προσκέφαλα, κι δυο γουμαροκέφαλα.
13. Το λεν οι κούκοι σταϊ βουνά κ’οι πέρδικες στα πλάγια (Νάσιουμ καημένε Νάσιουμ-ρεφραίν) το λέει κι ο πιτροκότσυφας στα κλέφτικα λημέρια, κι οι κλέφτις εσκορπίσανε και γίνανε μπουλούκια, ο Δέλτας πάει κατο Ζυγό κι ο Τόλιος κα τα Χάσια, κι ο Νάσιος πέρα κατ τις κουμπάρις, κουμπάρις τον καρτερούσαν μι τα πιδιά στα χέρια, η μια τον παίρνει στ’άλογο κι άλλ’τον ξεπεζεύει, κι η μικρότερη τον παίρνει στον οντά της, φλουριά κερνάει τα παιδιά και άσπρα τις κουμπάρις.
14. Κάτω στα πατώματα κι στα ξεφαντώματα, ραμπατζήδες κάθουνταν κι έπιναν καλή ρακή, πάει κι η παπαδιά να πιει, ήπιε δυο, ήπιε τρία, ήπιε τέσσερα, πάει στα δεκατέσσερα, κι έπεσε να κοιμηθεί να χουνέψει τη ρακή.
15. Με τρίγυρζαν οι έμορφες να βόσκουν τα μνιά τς, και στο βουνό τα έβγαζαν να τα χλωροβοσκήσουν, στον κάμπο τα κατέβαζαν να τα κουλουκουρίσουν (ψαλιδίσουν), κι όταν τα κουλουκούριζαν κι όλα μαλλί δεν είχαν, και της παπαδιάς το μούναρου κουλουκουρμό δεν έχει, εννιά ψαλίδια τσάκιζαν και δεκαοχτώ ξουράφια.
16. Όποιος δεν χορέψει απόψε, τα ποδάρια να του πέσουν και τα νύχια του να στάξουν και πολλά πιδιά να κάνει, κι όλα θηλκά να γένουν και ψωμί να μη χορταίνουν.
17. Αρίτσος μπαρμπερίζονταν σε μια χρυσή λεκάνη (νταμ μπουρντούμπου τι βραχνά λαλείς - ρεφραίν), και μια χελώνα πέρασε και τον καλημερνάει -Καλημεράς λεβέντη μου -Καλώς την κόρη πούρθε για δες λιμό που έχω εγώ του πρέπει η καδένα, για δες μεσούλα που έχω εγώ του πρέπει για ζουνάρι, για δες χεράκια πούχω εγώ με πέφτουν τα βραχιόλια, για ιδές ποδάρια πούχω εγώ μι τρέμουν τα παπούτσια.
18. Κάτω στο γιαλό τον άμμο, τα καβούρια κάνουν γάμο, κι αχιλώνις πανηγύρι, μι καλέσανε να πάνω, να χουρέψω και να φάγω, ντουσμπιρί, μωρε κοντέσα, τι το ζήλεψες τον χέσα; κι άιντε απάνω στο κρεβάτι, το κρεβάτι έχει αγκάθια και τροβόλια, τα τρομπόλια τρομπολίζουν, και τ’αγκάθια αγκαθίζουν.
19. Κρούνα αυγό εγέννησι επάνω στο παγούρι τρακατσαν το φαγί και μι τόνα τόκανε κι τόκανε το μουλάρι άλογο και ασγατο το ζευγάρι.
20. Μάναμ τον άντρα π’μ’μέδωκες, μάνα μου η μανούλα μου, μπω-μπω τρανός απου ήταν, μάναμ’ παλικάρι απού ήταν, στα ξύλα τον προβόδησα, φοβάται τα τσικούρια, στον μύλο τον προβόδησα, φοβάται τα ποντίκια, στη ικκλησιά τον έστελνα, φοβάται απ’τα καντήλια, σ’ βιλέντζα τον κουκούλωνα, φοβάται από τα φλόκια, στην στάχτη ανακάτωνε και βρίσκει μια βελόνα, και στον χαλικιά την πάενε να τον παρακαλέσει, να φτιάξει τσάπα και τσαπί και μια βαριά τσικούρα, στη φτέρη πάει κι ανέβηκε, να την κορφολογήσει, σαν έδωκε κι έπεσε χίλια κομμάτι γίνκι, οι μύγες παίρνουν τ’ άντερα κι οι σφήκες τα πλεμόνια, κι ο μέρμηγκας ο τζελέπης το παίρνει το κεφάλι.
21. Η παπαδιά απ’την Κόκκοβα, περπατούσι κι έκλανε, κι ου παπάς τις μάζουνε, στο καλάθ’ τις έβανι -Πάρτε μήλα πάρτε σύκα, πάρτε τ’ς παπαδιάς τον πόρδο.
22. Από παν από τη μπάρα, κατεβαίνει μια γουμάρα, Έχει πούτσις φορτωμένες πανωσάμαρα τ’αρχίδια, πάρτι πούτσις, πάρτι αρχίδια, πάρτι κόκκινα στολίδια, κι έρχουνταν σιγά σιγά να μην τσακιστούν τ’ αυγά, κι η γουμάρα βάϊζε κι ου παπάς την τσάκωνε, κι ο παπάς την ευλογούσε κι η γουμάρα τον κλωτσούσε.
23. Πέντι μήνις εξ αδράχτια πότε τ’ άγνεσα η Πλάτωνα, τ’ άμασα ένα κουβάρι ίσα μ’ ένα λεφκοτάρι, τ’ όβαλα μες το ντουλάπι μου το πήραν τα ποντίκια, και το πήγαν στο ντουβάρι, -σήκω, νοικοκύρη, να χαλάσεις το ντουβάρι, να σι φτιάξου πέντι πκάμσα (πουκάμισα) κι άλλα πέντι παλουβράκια.
24. Ψείρα ζύμωνι, ψύλλος σιμποδαύλιζε, γάμον έκαμναν μ’ ένα σπυρί σιτάρι, το ήλιαζαν στης βατσινιάς το φύλλο, κι τ’ άλεθαν σε σφουνδηλιάς την τρύπα, και φόρτουναν στου ψύλλου τα καπούλια.
25. Πέντι ποντικοί κι δικαουχτώ νιφίτσις, Γάμον έκαμναν μ’ ένα σπυρί στιαράκι, -Πού τα σάκιαζαν; -Στης ψείρας το τομάρι, κι φόρτωναν στου ψύλλου τα καπούλια, κι του άλεθαν στης μπάμπως του σφοντύλι, ψείρα ζύμωνε κοντά θιρμολογιούζε, κι η μαυρόψαλους συμπδαύλίζ το φούρνο, κάπως έκαμε και κάηκαν τα μουστάκια,-πλάλα (τρέξε), μπάμπακα, με το νιρό στο στόμα, πλάλα, γκουστιάρα, με το τσαπί στον ώμο….».