Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1948, φίλοι αναγνώστες, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, υιοθέτησε την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η ιστορική εκείνη Διακήρυξη ήταν γέννημα τα συγκλονιστικής εμπειρίας των λαών της γης, από την αποκτήνωση και τον ορυμαγδό του πολέμου. Ενός πολέμου, που καταπάτησε, κυριολεκτικά, το ανθρώπινο πρόσωπο και μαζί του ποδοπάτησε οτιδήποτε πίστεψε και ονειρεύτηκε ο άνθρωπος. Τις αξίες, τα ιδανικά, τους οραματισμούς, για μια ανθρωπότητα καλύτερη και ευτυχέστερη.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα αδυσώπητα ιστορικά γεγονότα, υποχρέωσαν τα κράτη να συνδιαλλαχθούν, με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και ειρηνόφιλης διάθεσης και να υπογράψουν το ιστορικό εκείνο κείμενο, για την προστασία και την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη μόνιμη εμπέδωση καθολικού σεβασμού προς αυτά.
Ας θυμηθούμε, επιλεκτικά, ορισμένα από τα 30 άρθρα αυτής της Οικουμενικής Διακήρυξης.
-Όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση και οφείλουν να συμπεριφέρονται, μεταξύ τους, με πνεύμα αδελφοσύνης.
-Κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την προσωπική του ασφάλεια.
-Όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, χωρίς καμία απολύτως διάκριση.
-Κανείς δεν μπορεί να συλλαμβάνεται, να κρατείται ή να εξορίζεται αυθαίρετα.
-Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψής του.
-Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιδιοκτησία του.
-Καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας.
Σήμερα, όμως, μετά από εβδομήντα και πλέον χρόνια μπορεί κανείς, αντικειμενικά, να είναι αισιόδοξος για το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου; Νομίζω πως μια καταφατική απάντηση θα ήταν δύσκολη. Γιατί;
Θα αρκεστώ σε ένα μόνο λόγο. Κι αυτός είναι η, σε διεθνή κλίμακα, αποθέωση της πολιτικής υποκρισίας.
Στην εποχή μας, η ειρήνη και η φιλία ανάμεσα στους λαούς – θεμελιακή προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπου και τον εξανθρωπισμό της ζωής – έχουν γίνει αντικείμενα ευτελών συναλλαγών, παζαρέματος ή διπλωματικής κομπίνας. Σπάνια θα διακρίνει κανείς στις πολιτικές ηγεσίες των λαών, γνήσια ειρηνόφιλη διάθεση και ειλικρινή έκφραση των προθέσεών τους. Κλασικό πια κίνητρο τα συμφέροντα, άλλοτε θεμιτά (οικονομικά, εθνικά κ.λπ.) και άλλοτε αθέμιτα (επεκτατικά).
Θα ενθυμείσθε, το καλοκαίρι του 1978, καθώς παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση τους αγώνες του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου της Αργεντινής. Τότε μας συντρόφευε καθημερινά το σλόγκαν: Per ludos etaternitas (δια του αθλητισμού αδελφοσύνη). Ηθική προτροπή από ένα δικτατορικό καθεστώς μιας χώρας, που, σύμφωνα με τις συνεχείς διαβεβαιώσεις της «Διεθνούς Αμνηστίας», παραβίαζε κατάφορα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1976, η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. ενέκρινε ψήφισμα, ανακηρύσσοντας το 1979 σε «Διεθνές έτος του παιδιού». Και αυτό γιατί άρχισε να ωριμάζει ανάμεσα στους λαούς της γης η σκέψη ότι η ευημερία του κόσμου εξαρτάται από το παιδί, που φυσιολογικά αποτελεί το αύριο κάθε κοινωνίας.
Παρά ταύτα, είναι γεγονός ότι το παιδί, σε πολλά μέρη της γης, μεγαλώνει χωρίς καμία κάλυψη, έστω και των στοιχειωδών αναγκών του (υγεία, διατροφή, παιδεία, ψυχαγωγία κ.λπ.). Στην αρχή του τέταρτου άρθρου της διακήρυξης για τα δικαιώματα του παιδιού, ρητά αναφέρεται ότι το «παιδί έχει δικαίωμα στην καλή διατροφή, κατοικία, ψυχαγωγία και ιατρική περίθαλψη».
Εξήντα πέντε και πλέον χρόνια μετά την υπογραφή της, μόνο στρουθοκαμηλισμός μπορεί να μας οδηγήσει σε αισιόδοξα συμπεράσματα. Δυστυχώς, τα γεγονότα με ακρίβεια αριθμητικής (!) μας οδηγούν σε μελαγχολικές σκέψεις για το παρόν και το μέλλον του παιδιού. Δεν θα ήθελα να αναφέρω στοιχεία ούτε να τα σχολιάσω. Εξάλλου, νομίζω, πως τα γεγονότα, πριν λίγα χρόνια στη Αιθιοπία και στη Σομαλία και η παγκόσμια κινητοποίηση των λαών για να έλθουν αρωγοί, επιβεβαιώνει του λόγου το ασφαλές.
Θα ήθελα, όμως, πριν κλείσω το άρθρο αυτό, να εκθέσω δύο σκέψεις μου.
Πρώτη: Παρόλο ότι ο άνθρωπος του αιώνα που έφυγε υπερηφανεύεται για τα επιτεύγματά του, συνεχίζει να ισχύει ο ελεγκτικός λόγος της Γραφής: «ος μεν πεινά, ος δε μεθύει» (Α΄ Κορ. 11, 21).
Δεύτερη: Εμείς τι κάνουμε ως «πολιτισμένοι» και ως «χριστιανοί» στο επείγον και επιτακτικό αυτό πρόβλημα;
Μήπως θα έπρεπε, ηγεσίες και λαοί να αφήσουμε την υποκρισία και να ξοδέψουμε περισσότερα για το χορτασμό των παιδιών όλου του κόσμου, αντί να τα απειλούμε με τους ιλιγγιώδεις εξοπλισμούς;