Σε είδα μεσοβδόμαδα στον ύπνο μου και δεν είχες εκείνο το πλατύ ζεστό χαμόγελο σαν να αντικρίζω τον ήλιο, αλλά ήσουν σκεπτική σα να περίμενες κάτι από μένα. Ξύπνησα μ’ αυτή την έγνοια. Μεγάλο Ψυχοσάββατο έρχεται, μου είπαν, κερί σου ζητά να πας κοντά να της ανάψεις. Σου άναψα το λευκό κεράκι, μα σκέφτηκα η μάνα μου σε όλη της την ζωή δεν ζήτησε ποτέ τίποτα για τον εαυτό της, μια ζωή πρόσφερε σε μας τα παιδιά της, σε όλο τον κόσμο.
Δεν είναι αυτό, πλησιάζει η μέρα σου...Εκείνο το μεσημέρι της Τρίτης 1 Μαρτίου 2016 που «έσβησες» μέσα στα χέρια μου. Ευχή και κατάρα εκείνη η μνήμη, το πως ξαφνικά σταμάτησα να ακούω την ανάσα σου και συνέχισα να κρατάω το χέρι σου γιατί ήξερα ότι δεν θα το ένιωθα ξανά.
Βιάστηκες τόσο να φύγεις, δεν είχες υπομονή λίγες μέρες ακόμη μέχρι τις 10 του Μάρτη να βάλουμε τα 61 κεράκια των γενεθλίων σου.
Δεν άκουσες ούτε τον πατέρα σου, τον παππού Μιλτιάδη, που σου λέγε παλιότερα: «Κράτα βρε κορίτσι μου λίγες δυνάμεις και για τα γεράματά σου!», αλλά εσύ τις ξόδεψες όλες σα να ξερες ότι δεν θα προφτάσεις να γεράσεις…
Τα χρόνια περνούν, αλλά το αίσθημα της ανάγκης σου και της απώλειας σου δεν λιγοστεύει μέσα μου.
Και δεν θέλω...
Δεν πάει άλλο, αυτός ο κόμπος στον λαιμό από τις πρώτες γραμμές δεν λέει να φύγει, με πονά και τα μάτια γέμισαν και δεν βλέπω άλλο να γράψω...
Το παλικάρι σου