Φωτό: Τη δεκαετία του ΄80 στο καφενείο «Διεθνές» του αείμνηστου Γιάννη Καραφέντζου, οι Δροσινοί με γνωστούς βεροιώτες, έστηναν το γλέντι τους
Της Σοφίας Γκαγκούση
Τσικνοπέμπτη σήμερα και οι χριστιανοί τσικνίζουν πριν από την έναρξη της μεγάλης νηστείας της Σαρακοστής. Η μυρωδιά του ψημένου κρέατος είναι διάχυτη στην πόλη και μέσα στην δύσκολη καθημερινότητα και την ρουτίνα, η Τσικνοπέμπτη έρχεται να μας θυμίσει ότι βρισκόμαστε σε περίοδο Αποκριάς!
Τσικνοπέμπτη σήμερα και όπως κάθε χρόνο στη Βέροια, μαγαζιά, επαγγελματίες και γειτονιές στήνουν κατά το μεσημέρι τις ψησταριές και βάζουν φωτιά στα κάρβουνα για τα κοψίδια του εθίμου, μετα ρετσίνας, τσίπουρου, κρασιού ή μπύρας. Απτόητο το έθιμο ακόμα και στα χρόνια της πανδημίας. Απόκριες γαρ…Και κάποτε οι άνθρωποι γλεντούσαν με την ψυχή για την ψυχή, το κέφι ήταν αυθόρμητο και η ανάγκη της χαράς και της επανάληψής της, οδήγησαν στην ανάπτυξη συνηθειών με μοναδικό σκοπό να «καούν τα κάρβουνα» και μαζί όλες οι έγνοιες της ημέρας.
Τα καρναβαλικά δρώμενα της Βέροιας, παλιά, ήταν ιδιαίτερα ζωηρά, με αυθόρμητες εκδηλώσεις πολιτών που ξεχύνονταν στους δρόμους και στις πλατείες, ντυμένοι με σατυρικές στολές, με μάσκες, σερπαντίνες να τυλίγονται από το κεφάλι μέχρι τα γόνατα, με γαϊτανάκια, με νταούλια και ζουρνάδες και νυχθημερόν σεργιάνι, τόσο, που κάποιοι ξεχνούσα να γυρίσουν στο σπίτι τέτοιες μέρες…
Η Αποκριά των Δροσινών
Ωστόσο, οι Απόκριες της Βέροιας είχαν ταυτιστεί για πολλές δεκαετίες, από τα μέσα του 1940 μέχρι το 1993 περίπου, και με το δρώμενο των δύο μουστακαλήδων αδελφών Δροσινού, που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα και έδιναν χαρά με το γλέντι τους στους βεροιώτες, γράφοντας τη δική τους 50ετή μοναδική τοπική ιστορία. Ήταν αυτοί, που όλη η πόλη τους περίμενε, να τους χαρεί και να τους καμαρώσει.
Μέχρι και ο αστυνόμος βρήκε τον μπελά του
Μάλιστα, ο ίδιος ο Λευτέρης Δροσινός είχε διηγηθεί ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, που έδειχνε πόσο αγαπητοί και δημοφιλείς ήταν στη Βέροια: Κάποτε, είχε πει, όταν ένας αστυνομικός τους απείλησε για διατάραξη της κοινής ησυχίας, τα βρήκε μπαστούνια από τον διοικητή του, ο οποίος όχι μόνο τον επέπληξε αυστηρά για την πράξη του, αλλά τον υποχρέωσε κιόλας να συνοδεύσει τους Δροσινούς και τη χαρούμενη πομπή, μέχρι την επιστροφή τους στο σπίτι…
Με το ζουρνά και το νταούλι
Κάθε χρόνο λοιπόν με το ζουρνά και το νταούλι, τραβούσαν αγέρωχοι τον δρόμο της χαράς. Ήρεμοι μερακλήδες σταματούσαν σε κάθε ταβέρνα και καφενείο για να κεράσουν και όχι να κεραστούν, γράφει στο βιβλίο του «Βεροιώτικα χρονικά» ο Στέλιος Σβαρνόπουλος για τα αδέλφια, τον Λευτέρη και τον Μήτσο. «Ψηλοί, καμαρωτοί, με φορεσιές καινούργιες, με καλπάκια κατάμαυρα γυαλιστερά, με ζωνάρια κόκκινα, με αρειμάνια μουστάκια και τις καλοπελεκημένες γκλίτσες τους να κατηφορίζουν και να ανηφορίζουν ασταμάτητα την πόλη … Βήμα αργό και στέρεο και η ματιά γεμάτη δύναμη να παρακολουθεί την ευθεία των δρόμων. Και πίσω τα όργανα, τα πανάρχαια ελληνικά όργανα οι ζουρνάδες και το νταούλι με το κρόταλο και την κρανόβιτσα του μουσικού διαλόγου… Συρτός στα τρία γκάιντα μακεδονική μουσταμπέικος, σβαρνιάρα, νιζάμικος. Κάθε χορός και έργο τέχνης με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του Λευτέρη και με το σωστό κράτημα του Μήτσου». Οι Δροσινοί, δεν έκαναν απλά το κέφι τους, τιμούσαν την λαϊκή παράδοση υπογραμμίζοντας έντονα τα υπέροχα στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού.
Καλαϊτζής, Μπούρας και Εκατός, «ξεσήκωναν» τις Τσικνοπέμπτες
Όταν σταμάτησαν οι αδελφοί Δροσινοί, σταμάτησε και το έθιμο. Έως ότου μία παρέα τριών φίλων, ο Τάκης Καλαϊτζής (Άνθη-φυτά Δημήτρης), ο Γιώργος Σερεμέτας (Μπούρας) και ο Στράτος Εκατός, «αναβίωσαν» κατά κάποιον τρόπο το έθιμο, την ημέρα της Τσικνοπέμπτης, για επτά με οκτώ χρόνια περίπου, μέχρι το 2002. Με ζουρνάδες από την Αλεξάνδρεια και οργανοπαίκτες τον Διονύση και τον Θωμά Πάτμο, ξεκινούσαν τη μέρα με όργανα και με χορό, με αφετηρία το Ρολόι και το Σκρετ. Από κει κατηφόριζαν στη Μητροπόλεως και στο κέντρο της Βέροιας, ενώ ο κόσμος έβγαινε από τα μαγαζιά και τα σπίτια, ενθουσιασμένος από το κάλεσμα του νταουλιού που βαρούσε ασταμάτητα. Απαραίτητη η στάση σε καφενεία και ταβέρνες αλλά και το πέρασμα από σπίτι σε σπίτι φίλων και βεροιωτών που τους περίμεναν, για να καταλήξουν στην φιλόξενη οικία Καλαϊτζή μέχρι τα ξημερώματα της ΤσικνοΠαρασκευής…
Τελικά, αυθεντικά και αυθόρμητα, η ανάγκη να νικήσει η ζωή, κάνει τους ανθρώπους να το λέει η καρδιά τους και τις παρέες να γράφουν ιστορία!
Αυθεντικά και αυθόρμητα δρώμενα και γλέντια από τους Δροσινούς και από παρέες που τόλεγε η καρδιά τους!