Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Συμβαίνει πολλές φορές, φίλοι αναγνώστες, να συναντήσουμε νοσταλγούς της «παλιάς εποχής». Τους παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις ώρες που αναπολούν, απαριθμούν ή περιγράφουν τα «παλιά».
Όμως, παρατηρούμε ότι πολλοί από τους ακροατές των εγκωμίων της παλιάς, καλής εποχής, χαμογελούν διακριτικά και με κάποια συγκατάβαση για τους νοσταλγούς της εποχής που πέρασε. Και όταν δεν τους χαρακτηρίζουν «καθυστερημένους», τους θεωρούν «ρομαντικούς» και απροσάρμοστους στο πνεύμα της εποχής.
Ωστόσο, θα ήταν άδικο να αμφισβητήσουμε την ειλικρίνεια των νοσταλγών της παλιάς, καλής εποχής. Ρομαντικός ή όχι, όλος αυτός ο κόσμος, όταν νοσταλγεί την παλιά εποχή, είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα διακριτικά χαρακτηριστικά, για τα εξωτερικά γνωρίσματα των δύο εποχών, της παλιάς και της σημερινής. Κάτι άλλο τον τραβάει. Η ψυχική ευφορία του χθεσινού ανθρώπου. Η συναισθηματική, η εσωτερική πληρότητα. Αυτή του λείπει. Και τη νοσταλγεί. Γιατί η απουσία της του δημιουργεί μία εσωτερική αναπηρία, ένα βασανιστικό άγχος, που η σύγχρονη επιστήμη δεν φαίνεται ικανή να θεραπεύσει. Και την εσωτερική αυτή αναπηρία του σύγχρονου ανθρώπου την έκανε περισσότερο φανερή η αδυναμία του να πιστέψει, να ξαναγυρίσει στις πραγματικές πηγές της ζωής και να αναζητήσει εκεί, όπως άλλοτε στη δεξαμενή του Σιλωάμ, την άμεση θεραπεία της εσωτερικής του αναπηρίας.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο Ρώσος αστροναύτης Σισώφ, νομίζω, πριν από πενήντα και πλέον χρόνια και μετά την επιστροφή του από μια πτήση στο διάστημα, είπε, χαριτολογώντας, πως δεν συνάντησε πουθενά το Θεό. Τα λόγια του έκαναν το γύρο του κόσμου. Και οι αφελείς τα νόμισαν σαν ένα έξυπνο αστείο. Πλάνη ή παρεξήγηση. Τα λόγια του Ρώσου αστροναύτη δεν ήταν αστείο. Αντίθετα. Ήταν μια δραματική ομολογία της εσωτερικής του αναπηρίας. Τέτοιες ομολογίες μπορούμε να ακούσουμε κάθε μέρα γύρω μας από ανθρώπους, που φανερώνουν την αδυναμία τους να πλησιάσουν τον Δημιουργό.
Είναι η ίδια πάντα τραγική ομολογία, σε διαφορετική έκφραση, όλων εκείνων που, εσωτερικά ανάπηροι ζητούν το Θεό στο διάστημα, στο χάος, έξω από τον εαυτό τους, ακριβώς όπως ο Ρώσος αστροναύτης. Και πρέπει να τους συμπονά κανείς για την ανικανότητά τους να αναγνωρίσουν τον Υπέρτατο Δημιουργό, που βρίσκεται πάντα πλάϊ τους, που υπάρχει παντού, στο κάθε τι, σε όλα τα σημεία αυτού του τόσο θαυμαστού στην αρμονία του οικοδομήματος, που λέγεται «κόσμος».
Δεν κατόρθωσαν να αντιληφθούν ότι μόνο Εκείνος παραμένει το μοναδικό καταφύγιο για τη θεραπεία κάθε αναπηρίας και ειδικά της φοβερής εσωτερικής αναπηρίας του σύγχρονου ανθρώπου.
Αν ο Ρώσος αστροναύτης είχε διαβάσει τα παρακάτω σοφά λόγια των μεγάλων επιστημόνων: Αϊνστάϊν, Φον Μπράουν, Λαίμπνιτς, Πασκάλ, Πλουτάρχου, Ρενάν (άθεος), Ψυχάρη, που είπαν: «Επιστήμη και θρησκεία είναι αδελφές. Η επιστήμη εξετάζει τη δημιουργία, η θρησκεία τον Δημιουργο» (Φον Μπράουν).
«Επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι παράλυτη. Θρησκεία χωρίς επιστήμη, παραμένει τυφλή (Αϊνστάϊν). «Λίγη επιστήμη απομακρύνει από τον Θεό. Πολλή επιστήμη επαναφέρει εις τον Θεό» (Λαϊμπνιτς).
«Τον άνθρωπο και τα υλικά πράγματα, πρώτα τα γνωρίζουμε και μετά τα αγαπάμε. Το Θεό, πρώτα πρέπει να τον αγαπήσουμε και μετά να τον γνωρίσουμε» (Πασκάλ).
«Εύροις δ’αν απιών, πόλεις αγραμμάτους, ατειχίστους, απαιδεύτους… ανιέρου δε πόλεως και αθέου, ουδείς εστι, ουδ’ έσται γεγονός θεατής» (Πλούταρχος).
«Χριστέ, αν σβήσει το όνομά σου από την ιστορία, είναι σαν να σβήσει ο ήλιος από το φως του, ως να σεισθεί η γη από τα θεμέλιά της» Ρενάν (άθεος).