Οι Έλληνες ήμασταν ανέκαθεν λαός ναυτικός. Από τη Μικρασία στην Αλεξάνδρεια κι από την Κάτω Ιταλία στα μήλα των Εσπερίδων, οργώναμε τα κύματα χτίζοντας προκομμένες γειτονιές. Στων καραβιών τις πλώρες μαθαίναμε τον ουρανό, πλανήτες είχαμε για οδηγούς, μες στην καρδιά μας ένας Οδυσσέας τραβούσε το κουπί.
Όταν χανόμαστε στα κύματα ψάχνουμε ρότα κοντά στους κορυφαίους. Γυρνάς το κεφάλι ψηλά στο εθνικό στερέωμα και βλέπεις το άστρο της Αρβελέρ, μαθαίνεις για το Βυζάντιο των βασιλέων, αναθαρρείς. Στρέφεις πιο κει, λάμπει ο Αλβανίας Αναστάσιος, ηρεμεί η ψυχή σου με τον γλυκύ λόγο του Εσταυρωμένου. Κοινωνείς τις φράσεις του Γιανναρά και μέλι ρέει από τη σύνεση και την ποιότητα. Έναν Νανόπουλο γυρεύεις να θαυμάσεις που παίζει στα δάχτυλα τα ηλεκτρόνια της αξιοσύνης, τέτοιοι είναι στα δύσκολα οι αληθινοί μας πλοηγοί. Σε τέτοια ιεροπρεπή κοινότητα ανήκει κι ο Εμφιετζόγλου, ενορίτης του ελλαδικού Κόσμου. Βγήκε άξαφνα απ’ την αόρατη ύλη του ιωνικού σύμπαντος, από την απέραντη ελληνική ενέργεια ξεπήδησε σαν Τέχνης πινελιά κι όρμηξε άκακα στον πολιτικό ουρανό μας, ποιος ξέρει ποιος οίστρος Καππαδοκίας τον κέντρισε.
Μα τι γυρεύει ένας ουράνιος ανάμεσά μας, είχαμε συνηθίσει με τις βουβές νεροχελώνες του εθνικού κήπου, τους βούβαλους και τα βατράχια γύρω από το μέγαρο της πλατείας Συντάγματος... Ένα άγονο ανάκτορο που η Αμαλία μοιρολογούσε τη μελαγχολία της ατεκνίας της, μόνον όσοι μελέτησαν τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», μπορούν να αντιληφθούν την ψυχική του μούχλα και την απανθρωπία εγκατάλειψης. Στο κτήριο της Βουλής φωλιάζουν τώρα μυθολογικά τέρατα, πολακοκρόδειλοι αδωνόκεροι, βελοποπόταμοι, κουτσουμπόσαυροι, όλοι του Καβάφη αναμορφωτές.
Γίναμε στέπα του χρέους, αποικία τρωκτικών στα ακίνητα έλη, μια λερή τελματωμένη λίμνη. Ώσπου εδώ αίφνης, σκάει το φωταγωγικό φαινόμενο Εμφιετζόγλου. Ένας ευεργέτης μας θυμήθηκε, ο ευπατρίδης ήρως, ο ακατάβλητος σημαιοφόρος δήλωσε παρών. Ο δια βίου δωρητής, ο συμπαραστατικός δια του παραδείγματος, ανιδιοτελής σαν Προμηθέας, δείχνει τη δίοδο απόδρασης. Χτίζει γέφυρες, χαράσσει λεωφόρους, διαπερνά σήραγγες, ίσως καταφέρει ν’ ανοίξει και κάποιο παράθυρο στην παραπαίουσα αίθουσα της Βουλής – ξέρετε, μόνο ντουβάρια η Ολομέλεια, κι ούτε χαραμάδα μία, μήτ’ ένα φινιστρίνι να δούνε πού βρισκόμαστε, σε ποια βράχια ξώκειλε το καράβι. Να μπει λίγος ήλιος βρε παιδιά, να πνεύσει καθαρό αεράκι μια στάλα.
Εμφανίστηκε αναπάντεχα ως αθλητής της δημοκρατίας ο Πρόδρομος, ίδιος ο Ήφαιστος. Γοητευτικός μηχανικός πασχίζει τρυφερά να θεμελιώσει μιαν Ένωση, μιλάει ελληνικά αγνά όχι πρόστυχα, κάνει το σταυρό του όπως ο Παπαδιαμάντης. Φέρνει μαζί το αήττητο ηθικό πλεονέκτημα, μας δείχνει πώς να φιλιώσουμε εργατικά, ένας νέος Αριστείδης που διδάσκει δικαιοσύνη στο συμμαχικό αντάμωμα όσων πραγματικά νοιάζονται. Η άφιξή του κομίζει ένα διάπυρο μακεδονικό αστέρι που όμοιό του δεν βρίσκεται χωρίς Πίστη, αφήνει αύρα ελπίδας, μια γεύση απ΄ ακρογιάλια ομηρικά. Ανεμίζει τη γαλανόλευκη αισιόδοξα, μας δείχνει συγκινημένος πώς σώζονται οι πατρίδες. Πόσο χρειαζόμασταν ένα τέτοιον πρεσβύτη στο διακόνημα της αληθείας! Πόσο χαιρόμαστε μ΄ αυτό που μόλις ανατέλλει! Το φαινόμενο Εμφιετζόγλου ήρθε η αναστάσιμη ώρα να το ζήσουμε.
*Συντονιστής Ημαθίας της Πανελλήνιας ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ