Φωτό: Ιούλιος 1942: Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η σύζυγός του Ζωή Σαμαρά (με καταγωγή από τα Γρεβενά). Όταν ο Τσιτσάνης ήλθε για να τραγουδήσει στη Βέροια, έξι μήνες μετά, φαίνεται ότι ήλθε μόνος του αφού σύμφωνα με αναμνήσεις της εποχής, έμεινε σε μονόκλινο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Μέγα Αλέξανδρος».
Προ ημερών, στις 18 Ιανουαρίου 2022, ο Δήμος Θεσσαλονίκης τοποθέτησε δύο αναμνηστικές πλάκες στην οδό Παύλου Μελά για να θυμίζουν το πέρασμα του Βασίλη Τσιτσάνη από την πόλη. Μια στο κτίριο με τον αριθμό 22 όπου ο μεγάλος ρεμπέτης και λαϊκός δημιουργός ίδρυσε και λειτούργησε το θρυλικό “Ουζερί Τσιτσάνη” και μια στο ημιυπόγειο με τον αριθμό 21 όπου έμενε τα 5 από τα 6 χρόνια που έζησε στη Θεσσαλονίκη (από το 1941 στην πόλη κι από το 1942 έως το 1946 στο ίδιο ημιυπόγειο). Καθόλου τυχαία η επιλογή για την ημερομηνία της εκδήλωσης αφού την ημέρα αυτή (18/1) συμπληρώθηκαν 107 χρόνια από τη γέννηση του Τσιτσάνη και 38 χρόνια από τον θάνατό του. Όπως και 79 χρόνια από τη μία και μοναδική εμφάνισή του στη Βέροια. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή.
Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Γεννημένος στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 κι εγκατεστημένος από το 1936 στην Αθήνα, ο Τσιτσάνης επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 1938 όταν κλήθηκε να υπηρετήσει εκεί τη στρατιωτική θητεία του, στο Τάγμα Τηλεγραφητών που βρίσκονταν στην περιοχή του Ντεπό. Απολύθηκε τον Απρίλιο του 1940 κι αμέσως επέστρεψε στην Αθήνα όμως λίγο μετά ξέσπασε ο πόλεμος, επιστρατεύτηκε και στάλθηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Με το τέλος του πολέμου την Άνοιξη του 1941 και το ξεκίνημα της γερμανικής κατοχής, πήγε πρώτα στα Τρίκαλα. Διαπιστώνοντας ότι εκεί όλα είχαν χαθεί μαζί με το βομβαρδισμένο πατρικό του κι αντιλαμβανόμενος ότι στην Αθήνα δεν υπήρχε κανένας για να τον περιμένει, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη όπου παρέμεινε μέχρι το 1946.
Για εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη ο ίδιος ο Τσιτσάνης έχει αφηγηθεί και τα εξής: «Πήγα αμέσως για δουλειά. Δούλεψα στο Καραμπουρνάκι, στους Μπαρμπαλιά, δούλεψα και αλλού και στα περίφημα ‘’Κούτσουρα’’ του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, κοντά στο Λευκό Πύργο. Στα ξένα αυτά μαγαζιά δε δούλεψα και πολύ καιρό, γιατί μετά το 1941, άνοιξα δικό μου μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21, δίπλα στο Μέγαρο του Μοσκώφ, στη Διαγώνιο. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με λίγα τραπεζάκια, ένα φοβερό μαγαζάκι που έμεινε ιστορικό. Λεγόταν «Ουζερί Τσιτσάνη» και εκεί μέσα έγραψα τραγούδια τα οποία γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο και χάλασαν κόσμο».
Στα έξι χρόνια που έζησε στη Θεσσαλονίκη (1941 - 1946) o Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ιδιαίτερα δημιουργικός και έγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Αχάριστη», «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», «Αρχόντισσα», «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις», «Τι σε μέλλει εσένα κι αν γυρνώ», «Αθηναίϊσα», «Αραπίνες», «Όταν συμβεί στα πέριξ» και άλλα πολλά). Παράλληλα, την ίδια χρονική περίοδο είχε την ευκαιρία να κάνει και διάφορες έκτακτες εμφανίσεις σε περιοχές κοντά στη Θεσσαλονίκη. Μια τέτοια εμφάνιση έκανε και στη Βέροια, τον Ιανουάριο του 1943.
ΣΤΗΝ «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ
Ο Τσιτσάνης ήλθε στη Βέροια την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 1943, ανήμερα της τοπικής γιορτής του πολιούχου Αγίου Αντωνίου. Είχε «κλείσει» δύο εμφανίσεις στο κέντρο «Αναγέννηση» του Βεροιώτη επιχειρηματία Κώστα Βαρακλή, που βρίσκονταν στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου (σήμερα Κεντρικής), ένα διάσημο εστιατόριο και κοσμικό καφενείο της εποχής, που ξεχώριζε από αντίστοιχα κέντρα διασκέδασης της πόλης για τη μεγάλη και ψηλή αίθουσά του, όπου φιλοξενούσε ακόμη και θεατρικές παραστάσεις. Η πρώτη εμφάνιση του Τσιτσάνη θα γίνονταν το βράδυ της Κυριακής και η δεύτερη τη Δευτέρα (18 Ιανουαρίου 1943). Για την επίσκεψη του Τσιτσάνη στη Βέροια, έγραψε ο αείμνηστος Ορέστης Σιδηρόπουλος στο βιβλίο του «Οδοιπορικό 1935-1955» (Βέροια, 2013) και μάλιστα περιγράφει μερικές λεπτομέρειες που τις μεταφέρω περιγραφικά.
Τον Ιανουάριο του 1943 παρότι η Βέροια (όπως και όλη η χώρα) έμπαινε στον τρίτο χρόνο της Γερμανικής κατοχής και οι πρώτοι πυρήνες της ελληνικής αντίστασης είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην ευρύτερη περιοχή, δεν υπήρχαν ακόμη μέτρα σκληρών περιορισμών και οι κάτοικοι της πόλης μπορούσαν να έχουν ορισμένα περιθώρια διασκέδασης κατά διαστήματα. Ένα τέτοιο «διάστημα» φαίνεται πως ήταν και οι ημέρες του εορτασμού του Πολιούχου της πόλης, Αγίου Αντωνίου (που ανέκαθεν η Βέροια τιμά με πανηγυρικό τρόπο) κι αυτό έδωσε την ευκαιρία στον επιχειρηματία Κώστα Βαρακλή να διοργανώσει δύο βραδιές «διασκέδασης» στην «Αναγέννηση» (κάτι σαν χοροεσπερίδες και πάντα με την άδεια της τοπικής Κομαντατούρ) «κλείνοντας» για τον σκοπό αυτό το καλλιτεχνικό σχήμα, του Βασίλη Τσιτσάνη, που εκείνη την εποχή ήταν γνωστό στην περιοχή από την παρουσία του, στο «Ουζερί Τσιτσάνη» της Θεσσαλονίκης. έχοντας για τον σκοπό αυτό και την ανάλογη άδεια από τις κατοχικές αρχές.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης την εποχή που τραγουδούσε και δημιουργούσε καλλιτεχνικά
στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια εποχή ήλθε και τραγούδησε στη Βέροια (1943)
«ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΔΥΟ ΤΑΒΛΙΑ»
Φτάνοντας στη Βέροια το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιανουαρίου 1943, ο Τσιτσάνης και η κομπανία του κατέλυσαν στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» του Γρηγόρη Λαφαζάνη, που βρίσκονταν επίσης στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου (Κεντρικής) ακριβώς δίπλα από την «Αναγέννηση» του Βαρακλή, ενώ το μονόκλινο δωμάτιο «4» του ξενοδοχείου είχε «κλειστεί» για τον τραγουδιστή και άλλα δωμάτια θα φιλοξενούσαν τους συνεργάτες του.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, η ορχήστρα έπρεπε να κάνει πρόβες και τότε όπως περιγράφει ο Ορέστης Σιδηρόπουλος προέκυψε μια ξαφνική δυσκολία. Τα ηχεία που είχαν στηριχθεί επάνω στις μαρμάρινες επιφάνειες δύο σιδερένιων τραπεζιών του καφενείου δεν μετέδιδαν τον ήχο των μουσικών οργάνων και ο «τεχνικός» που κλήθηκε να ελέγξει το πρόβλημα «σήκωσε τα χέρια ψηλά» μη μπορώντας να κάνει τίποτα. Μπροστά στο ενδεχόμενο να μην υπάρχει ήχος, αναζητήθηκε αμέσως ένας ηλεκτρολόγος – συντηρητής του δικτύου της εταιρείας «Βέρμιον» του Δημήτριου Σωσσίδη που την εποχή εκείνη ηλεκτροδοτούσε τη Βέροια. Ήταν ο Γιάννης Ταταρίδης που κατοικούσε στην οδό Δήμητρας και «άρον-άρον» τον πήγαν στην «Αναγέννηση» όπου περίμεναν με αγωνία ο Τσιτσάνης, ο Βαρακλής και οι υπόλοιποι που τον ενημέρωσαν για το αδιέξοδο που υπήρχε με την ηλεκτρική σύνδεση των ηχείων.
Τότε, σύμφωνα πάντα με τον Ορέστη Σιδηρόπουλο, ο Ταταρίδης ζήτησε να του φέρουν «δύο τάβλια» (εννοώντας το γνωστό επιτραπέζιο παιγνίδι). Απόρησαν οι άλλοι και του υπενθύμισαν ότι το πρόβλημα ήταν με τη σύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και δεν υπήρχε καιρός για… «τάβλι». Όμως ο έμπειρος τεχνικός του «Βέρμιον» επέμεινε κι επανέλαβε «φέρτε δύο τάβλια». Του έφεραν λοιπόν τα τάβλια, τα τοποθέτησε ανάμεσα στα ηχεία και στη μαρμάρινη βάση των τραπεζιών, πετυχαίνοντας ένα αυτοσχέδιο «ξεμπλοκάρισμα» της ηλεκτρικής σύνδεσης και ο ήχος μεταδόθηκε αμέσως.
Λίγες ώρες μετά, η Κυριακάτικη εμφάνιση του Βασίλη Τσιτσάνη στη σάλα της «Αναγέννησης» σημείωσε τεράστια επιτυχία, όλα κύλησαν ομαλά και οι συντελεστές της βραδιάς ετοιμάζονταν να το επαναλάβουν και την επομένη, ανήμερα πλέον του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου 1943). Κι αυτή θα ήταν μια ημέρα ξεχωριστή αφού ο Τσιτσάνης θα συνδύαζε την εμφάνιση στη Βέροια μαζί με τα γενέθλια του. Δυστυχώς όμως η βραδιά εκείνη εξελίχθηκε «ξεχωριστά» για έναν άλλο λόγο. Λίγο πριν ξεκινήσει η εκδήλωση μαθεύτηκε ότι ο ιδιοκτήτης της «Αναγέννησης» και διοργανωτής της επίσκεψης του Τσιτσάνη στη Βέροια, ο Κώστας Βαρακλής, εντελώς ξαφνικά προδόθηκε από την καρδιά του και υπέκυψε.
Η ΓΚΡΕΥ, Ο ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ
ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Κάπως έτσι πέρασε στην ιστορία, η μία και μοναδική εμφάνιση του Βασίλη Τσιτσάνη στη Βέροια. Η θρυλική αίθουσα της «Αναγέννησης» συνέχισε τη λειτουργία της και μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, αφού τα ηνία της επιχείρησης ανέλαβε με επιτυχία ο γιός του, ο Σούλης Βαρακλής, έχοντας πάντα ψηλά τον πήχη της προσφοράς στην ψυχαγωγία και στη διασκέδαση των Βεροιωτών (ανάμεσα στα άλλα στην αίθουσα αυτή ο Βαρακλής έφερε για πρώτη φορά το μπιλιάρδο στη Βέροια).
Διαφημιστική καταχώρηση στην εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» της Θεσσαλονίκης (Μάιος 1942) για τις εμφανίσεις του Βασίλη
Τσιτσάνη στη ταβέρνα της πόλης «Κούτσουρα» του Γιώργου Δαλαμάγκα που βρίσκονταν στη γωνία Ν,Φωκά και Τσιμισκή. Από τον χώρο αυτό, ο Τσιτσάνης εμπνεύστηκε το τραγούδι «Μπαξέ Τσιφλίκι».
Να θυμίσω ενδεικτικά ότι ανάμεσα στα γνωστά ονόματα καλλιτεχνών που ακολούθησαν εκείνη την ιστορική εμφάνιση του Βασίλη Τσιτσάνη στη λαμπερή σάλα της «Αναγέννησης» ήταν και η εμφάνιση του ζεύγους Καίτη Γκρέυ και Στέλιου Καζαντζίδη (αρραβωνιασμένοι εκείνη την εποχή) που ήλθαν στη Βέροια κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έχοντας μπουζούκι τον ανεπανάληπτο δεξιοτέχνη Στελάκη Μακρυδάκη (την κολώνα της Columbia γνωστό στην τότε καλλιτεχνική πιάτσα και ως «ο κουφός» επειδή όταν γάζωνε με τις πενιές του δεν άκουγε άλλον κανένα). Και αναφέρω πρώτα τη Γκρέυ διότι εκείνα τα χρόνια αυτή ήταν η μεγάλη βεντέτα και η ντίβα σε σχέση με τον άσημο ακόμη αρραβωνιαστικό της. Μου έχουν πει μάλιστα ότι το ζευγάρι των δύο σπουδαίων καλλιτεχνών επισκέφθηκε και το άλσος του Αγίου Νικόλαου Νάουσας (στο περιθώριο της εμφάνισης στη Βέροια) κι έμεινε ενθουσιασμένο από τη απαράμιλλη ομορφιά του. Είναι όμως μια άλλη ιστορία που κάποια στιγμή ίσως δοθεί η ευκαιρία να γράψω περισσότερα.
Η αίθουσα της «Αναγέννησης» κατεδαφίστηκε τον Αύγουστο του 1967 (μαζί με το παρακείμενο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος») για να δημιουργηθεί χώρος για ανέγερση πολυκατοικίας και ο διάδοχος ιδιοκτήτης της, ο Σούλης Βαρακλής, συνέχισε την πετυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητά του, ανοίγοντας ένα νέο καφενείο με την επωνυμία «καφέ ο Σούλης» στην οδό Μητροπόλεως αυτή τη φορά, στο ύψος του τότε κινηματογράφου «Παλλάς» των αδελφών Δουλγέρογλου, στον χώρο όπου σήμερα υπάρχει το «McOza Cafe-Bar» των αδελφών Τσιάρα.
Όσο για τον Βασίλη Τσιτσάνη, μετά την απελευθέρωση, το 1946, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και επέστρεψε στην Αθήνα μόνιμα για να γνωρίσει τεράστια επιτυχία και να δημιουργήσει το «θαύμα» του. Πέθανε στο Λονδίνο το 1984, πάλι στις 18 Ιανουαρίου (όπως και την ημέρα που γεννήθηκε) με 69 χρόνια διαφορά. Σπάνια περίπτωση ίσως και σημαδιακή αν σκεφτούμε ότι σε ελάχιστους έχει συμβεί αυτό, ανάμεσά τους και στον Καβάφη που γεννήθηκε και πέθανε στις 29 Απριλίου (το 1863 και το 1933 αντίστοιχα).