Το περιστατικό που θα περιγράψω παρακάτω έγινε πριν από 50 χρόνια, παραμονές πρωτοχρονιάς του 1973. Το πληροφορήθηκα χρόνια μετά την περίοδο που ήμουν δημοτικός σύμβουλος Βέροιας (1987-1990) σε μια από τις άπειρες συζητήσεις που είχαμε στο περιθώριο των συνεδριάσεων, με θέμα τα διατηρητέα σπίτια της Βέροιας, το πολύπλοκο ζήτημα της συντήρησης και της ανάδειξής τους αλλά και την καταστροφική εξέλιξη που υπήρξε για πολλά μοναδικά δείγματα της παραδοσιακής βεροιώτικης αρχιτεκτονικής.
Εννοώ τα λεγόμενα και «αρχοντικά» της Βέροιας, σπίτια που ρήμαξαν κι εγκαταλείφτηκαν στη μοίρα τους, κατεδαφίστηκαν ως ετοιμόρροπα κι επικίνδυνα ή θυσιάστηκαν για τη διάνοιξη νέων δρόμων στο πλαίσιο της ρυμοτομικής ανάπτυξης της «νέας» πόλης. Σπίτια παραδοσιακά που κάποια χρονολογούνταν ακόμη και από τον 17ο αιώνα, διόροφα και τριόροφα, περίτεχνα «νοικοκυρόσπιτα» με μεγάλα παράθυρα, με πολύχρωμους φεγγίτες και με τις χαρακτηριστικές προεξοχές (τα «σαχνισιά») της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Κτίρια εντυπωσιακά που κέντρισαν την ιδιαίτερη προσοχή και των περιηγητών που κατά καιρούς επισκέφθηκαν τη Βέροια, όπως ο Εβλιγιά Τσελεμπή που ήλθε στην πόλη το έτος 1668 (17ος αιώνας) και έγραψε για «περίφημα σπίτια», για «ωραία αρχοντικά χτισμένα με πέτρα», για σπίτια «εύπορα και κοσμημένα».
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΣΑΠΟΥΝΤΖΟΓΛΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ‘73
Αρχοντικό Σαπουντζόγλου στην οδό Μουμουγλου
Συζητούσαμε λοιπόν κάπου εκεί στα τέλη του ‘80 για τα διατηρητέα και τα χαμένα παλιά «αρχοντικά» της Βέροιας, με το βλέμμα κυρίως σ΄αυτά που είχαν απομείνει στη «Χάβρα» κι αλλού και τότε κάποιος μίλησε για την περίπτωση του αρχοντικού Σαπουντζόγλου που κατεδαφίστηκε «πρωτοχρονιάτικα». Ομολογώ ότι εκείνη την περίοδο, πρωτάρης δημοτικός σύμβουλος αλλά και νέος δημοσιογράφος, μου ξεσήκωσε την περιέργεια εκείνο το «πρωτοχρονιάτικα» κι αναζήτησα στην κατεύθυνση αυτή, τα σχετικά με τον χρόνο της κατεδάφισης του αρχοντικού Σαπουντζόγλου. Ένα τρίπατο αρχοντικό σπίτι στην οδό Μούμουγλου, από τα πιο μεγάλα και τα πιο όμορφα της Βέροιας, πατρικό της Ελένης Βαρσάμη, συζύγου του Πολυχρόνη Σαπουντζόγλου επίσης ευκατάστατου αρτοποιού εκείνης της εποχής (πρώτες δεκαετίες του 1900) και οικία του ζεύγους και της οικογένειάς του. Κτίριο θαυμαστό για τον συνολικό σχεδιασμό του που ακόμη και σήμερα περιλαμβάνεται στη βιβλιογραφία της Βαλκανικής αρχιτεκτονικής ως χαρακτηριστικό δείγμα αρχοντικού της Μακεδονικής οικιστικής τεχνοτροπίας, συγκρινόμενο με αντίστοιχα σπουδαία αρχοντικά π.χ. της Σιάτιστας, ενώ οι αποτυπώσεις, οι κατόψεις και τα σχέδιά του σπιτιού συνεχίζουν να αποτελούν βασικό στοιχείο για τα δεδομένα αντίστοιχων αρχιτεκτονικών μελετών και παρουσιάσεων αναγνωρισμένων φορέων διατήρησης της παραδοσιακής κληρονομιάς όπως το Μουσείο Μπενάκη.
Αρχοντικό Σιορμανωλάκη στην οδό Μητροπόλεως
Κάπως έτσι άρχισα να αναζητώ στοιχεία για αυτό το σπίτι κυρίως από περιέργεια για τη σχέση της μοίρας του, με μια «πρωτοχρονιά». Και βρήκα ότι ήταν παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1973, όταν μαζί με τον παλιό χρόνο «έφυγε» από τη Βέροια κι αυτό το αρχοντικό, το τελευταίο χαρακτηριστικό κομμάτι της παλιάς αρχοντιάς της αστικής Βέροιας. Συγκεκριμένα, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1972, το οίκημα κριθηκε «ετοιμόρροπο» από την αρμόδια επιτροπή της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της τότε Νομαρχίας Ημαθίας και υπογράφηκε η οριστική απόφαση για την κατεδάφισή του. Μια απόφαση που υλοποιήθηκε αμέσως και παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1973, το αρχοντικό κατεδαφίστηκε. Εξού και το «πρωτοχρονιάτικά» που αναζητούσα.
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ, ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΠΟΤΕ
Για την απόφαση της κατεδάφισης προφανώς και υπήρξαν επιχειρήματα που συνηγόρησαν υπέρ της. Κι όταν είσαι «έξω από τον χορό» δεν μπορείς να γνωρίζεις τις συνθήκες που οδηγούν σε μια τέτοια απόφαση, σε σχέση με ένα τόσο μεγάλο ετοιμόρροπο και αναξιοποίητο κτίριο, το τεράστιο και δυσβάστακτο οικονομικό κόστος των επισκευών και της διατήρησής του, το κάθε δίκαιο αυτής της πλευράς και άλλα σχετικά που γνωρίζουν καλά ακόμη και σήμερα, οι ιδιοκτήτες παραδοσιακών διατηρητέων σπιτιών της Βέροιας που όχι μόνο τους μένουν «αμανάτι» αλλά και δεν μπορούν να αξιοποιήσουν αλλιώς την περιουσία τους πέρα από την οδό της κατεδάφισής της.
Υπήρξε όμως και μια πλευρά της βεροιώτικης κοινωνίας που εκείνες τις ημέρες, παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1973 δυσαρεστήθηκε έντονα από την κατεδάφιση του αρχοντικού Σαπουντζόγλου, του τελευταίου τόσο μεγάλου και χαρακτηριστικού δείγματος της βεροιώτικης αρχιτεκτονικής. Και δυσαρεστήθηκε όχι τόσο για την ίδια την απόφαση (διότι μάλλον κατανοούσαν τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν) όσο (και κυρίως) δυσαρεστήθηκαν για την παντελή αδιαφορία που έδειξε τότε η Πολιτεία, να ανταποκριθεί στα συνεχή αιτήματα της πόλης, για να συνδράμει στη διατήρηση του κτιρίου και να ενισχύσει την βούληση ακόμη και για την κοινωφελή αξιοποίησή του.
Διότι είναι αλήθεια ότι ο δήμαρχος Βέροιας εκείνης της περιόδου, ο Γιώργος Τσαλέρας, από καιρό είχε καταβάλει προσπάθειες για τη διάσωση του κτιρίου και την ανάδειξη- αξιοποίησή του, απευθυνόμενος προς τις τότε αρμόδιες κρατικές και περιφερειακές αρχές. Προς το υπουργείο Πολιτισμού και τον αρμόδιο Υπουργό Πολιτισμού και Επιστημών Κωνσταντίνο Παναγιωτάκη, προς τον Υφυπουργό και Περιφερειακό Διευθυντή Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννη Αναστασόπουλο , προς τον Νομάρχη Ημαθίας Δημήτριο Χατζησακκούλα και τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας, προς τις αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες και προς άλλους αρμόδιους φορείς. Μάλιστα αμέσως μετά την απόφαση για την κατεδάφιση του κτιρίου, ο ίδιος ο Τσαλέρας και επιτροπή του Δήμου που είχε συσταθεί για την υπόθεση αυτή, έκαναν επείγουσα έκκληση προς κάθε αρμόδιο φορέα, να μην υλοποιηθεί η απόφαση και να διασωθεί το κτίριο έστω και στο παρά πέντε, χαρακτηριζόμενο ως διατηρητέο μνημείο, «διότι πρόκειται για το τελευταίο γνήσιο δείγμα της περίφημης τοπικής αρχιτεκτονικής της Βέροιας» όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά.
Τελικά, δεν μπόρεσαν να «σώσουν» το μνημείο ούτε ο Γιώργος Τσαλέρας, ούτε ο Δήμος Βέροιας ως φορέας της πόλης, ούτε όσοι διαφωνούσαν με την κατεδάφιση του. Δεν εισακούστηκαν από κανένα αρμόδιο κι εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1973, μαζί με τον παλιό χρόνο έφυγε οριστικά ένα ακόμη χαρακτηριστικό κομμάτι της παλιάς Βέροιας.
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ
Το αρχοντικό Σαπουντζόγλου ήταν μια ακόμη χαμένη σπουδαία κληρονομιά της πόλης μας, ένα πολύτιμο τεκμήριο της βεροιώτικής λαϊκής παράδοσης που θα μπορούσε ακόμη να αφηγείται στιγμές της. Έφυγε κι αυτό όπως και τόσα άλλα αυθεντικά παραδοσιακά σπίτια της Βέροιας που κάποτε κυριαρχούσαν στην πόλη μας αλλά δυστυχώς χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Όπως το αρχοντικό της οικογένειας Βικέλα (Μπικέλα) στην οδό Αγίου Δημητρίου που κατεδαφίστηκε το 1950. Όπως το αρχοντικό του Σιορμανωλάκη, στην οδό Μητροπόλεως (στο ύψος του σημερινού παρκινγκ) που κατεδαφίστηκε το 1962. Όπως το αρχοντικό της οικογένειας Τζιντού στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Μαλακούση που κατεδαφίστηκε το 1965. Όπως και τόσα άλλα. Τόσα πολλά που εάν υπήρχε τρόπος να διασωθούν και να συνυπάρξουν στον σχεδιασμό της νέας Βέροιας που άρχισε να αναπτύσσεται από τις αρχές του 1950, σήμερα θα έδιναν άλλη όψη στην πόλη μας και θα είχαν μια αξιοσημείωτη συνεισφορά στην πολιτιστική και οικονομική ζωή της.
Ευτυχώς που η Χρύσα Κωστοπούλου, ο Θωμάς Βαφείδης κι άλλοι καλλιτέχνες απέδωσαν τη Βέροια εκείνης της εποχής μέσα από τις χαρακτηριστικές ζωγραφικές δημιουργίες τους ή μέσω του φωτογραφικού φακού τους, ευτυχώς που συλλέκτες, ερευνητές και ιστορικοί συνεχίζουν να ασχολούνται με το θέμα και να διασώζουν αρχεία. Και «δόξα…» να λέμε που υπήρξε εκείνο το ανεπανάληπτο ιστορικό έργο του καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. Νίκου Μουτσόπουλου, για τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας, που κρατά ακόμη ζωντανή τη μνήμη για μια Βέροια που δεν υπάρχει πια. Μια μοναδική επιστημονική εργασία για την πόλη που χάρη στις πρωτοβουλίες της Δημοτικής Αρχής της περιόδου 1995-2002 και του τότε Δημάρχου Γιάννη Χασιώτη, ο Μουτσόπουλος τη δώρισε στη Βέροια και όλο το αρχείο της στεγάστηκε στο διατηρητέο παραδοσιακό αρχοντικό Μπέκα υπό τη σκέπη του διεθνούς ερευνητικού Ινστιτούτου Παραδοσιακής Βαλκανικής Αρχιτεκτονικής που συστάθηκε με αφορμήν αυτή τη δωρεά, έχοντας επίσης την ίδια έδρα στη Βέροια. Ήταν τότε που έγιναν και οι καθοριστικές παρεμβάσεις για τη διατήρηση των δύο παραδοσιακών συνοικιών της πόλης, της Ισραηλιτικής και της Κυριώτισσας, γειτονιές έντονης ιστορικής μνήμης με σωσμένα δείγματα βεροιώτικης παράδοσης στις οποίες υπάρχουν περιθώρια να γίνουν ακόμη περισσότερα.
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ (;)
Αρχοντικό Βικέλα στην οδό Αγίου Δημητρίου
Και είναι προφανές ότι έστω κι αν καταστράφηκαν τόσα και τόσα παραδοσιακά μνημεία της πόλης, μπορούμε ακόμη να «σώσουμε» τη μνήμη τους και να αξιοποιηθεί έστω κι έτσι η μοναδικότητά τους, μέσα από το έργο του Μουτσόπουλου (που είναι πλέον κτήμα της Βέροιας) αλλά και μέσω της αξιοποίησης του διεθνούς Ινστιτούτου Παραδοσιακής Βαλκανικής Αρχιτεκτονικής που συστάθηκε με έδρα τη Βέροια. Εάν δεν «κατεδαφίστηκαν» κι αυτά σε κάποια συρτάρια.
Κάπως έτσι, οι παραμονές της κάθε πρωτοχρονιάς πέρα από την προσμονή του νέου χρόνου, για κάποιους έρχονται για να μας θυμίσουν και τα όσα χάθηκαν με τον χρόνο που φεύγει ή στα χρόνια που έφυγαν. Έμψυχα ή άψυχα (;). Και τα όσα μπορεί να περιλαμβάνει μέσα του εκείνο το «πάει ο παλιός ο χρόνος» που τα αναπολούμε μαζί του ίσως μόνο για μια στιγμή, λίγο πριν κάνουμε τον επόμενο βηματισμό μας, στο «ας γιορτάσουμε παιδιά».
Κλείνοντας, θα μου πείτε κάποιοι «δεν βαριέσαι ρε Χρήστο;».
Όχι είναι η απάντηση.
Καλή χρονιά σας εύχομαι ολόψυχα. Με υγεία και χωρίς κατεδαφίσεις.