Μπορεί το κύμα ακρίβειας να επελαύνει εδώ και μήνες στη χώρα μας
ακολουθώντας τον γενικότερο ευρωπαϊκό «καλπασμό» του πληθωρισμού. Μπορεί οι αυξήσεις
στο ενεργειακό κόστος να μην αναμένεται να αποκλιμακωθούν πριν από το τέλος του
2022 (με τις εκτιμήσεις διαρκώς να μεταβάλλονται επί τα χείρω). Μπορεί να
θεωρείται δεδομένο ότι και ο ελληνικός πληθωρισμός θα εκτοξευτεί σε επίπεδα άνω
του 5% από τον Ιανουάριο. Μπορεί όλες οι μέχρι σήμερα εκτιμήσεις να προβλέπουν
περαιτέρω ανατιμήσεις προϊόντων αμέσως μετά τις
γιορτές, κατά μέσο όρο στο 20% σε αρκετά βασικά είδη διατροφής, αλλά και
ευρύτερης ακόμη κατανάλωσης, και που όμως σε κάποιες περιπτώσεις θα αγγίξουν
και το 30%.
Μπορεί όλα τα παραπάνω να συνιστούν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, στην αλυσίδα που ξεκινάει από την πανδημική κρίση, συνεχίζεται με την «έκρηξη» του ενεργειακού κόστους, όπου το ρόλο τους ασφαλώς παίζουν και άλλοι παράγοντες και επιταχύνεται με καταλύτη την παγκόσμια διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας. Όμως, οι εργαζόμενοι στη χώρα μας καλούνται να αντιμετωπίζουν όλες τις παραπάνω ανατιμήσεις, που έρχονται να προστεθούν σε εκείνες που έχουν σημειωθεί σε διάφορα βασικά αγαθά/προϊόντα από την αρχή του 2021, με ποσοστιαία αύξηση μόλις 2% στον κατώτατο μισθό, δηλαδή 13€ μεικτά το μήνα (!).
Με «αρνητικούς πρωταθλητές» τα απορρυπαντικά, τα όσπρια, τα τυροκομικά κ.α. κυρίως βασικά τρόφιμα, ο βασικός στόχος θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού που είναι η προστασία ενός τμήματος της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση έχει αποτύχει παταγωδώς. Το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας και η μόλις 2% αύξηση που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η οριακή αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα από 1.1.2022, δεν ενισχύει σε καμία περίπτωση την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δε βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δε μειώνει την ανασφάλεια και επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας.
Η ΓΣΕΕ, έχει τεκμηριώσει μέσω του Ινστιτούτου εργασίας της Συνομοσπονδίας, το αίτημά της για την αναγκαιότητα άμεσης επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια της προσαρμογής του στο 60% του διαμέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ, με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η αύξηση των 13 ευρώ την οποία αποφάσισε η κυβέρνηση δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, κρίνουν κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών τους την απόφαση της Κυβέρνησης. Σε μία κρίσιμη για αυτούς περίοδο λόγω και της πανδημίας -και μετά από 11 συνεχή χρόνια μνημονίων και σκληρών δημοσιονομικών μέτρων- χρειάζονται την ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων και της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας.
Τα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι απολυμένοι δεν ξεχνούμε ότι τον Ιούνιο του 2021 τέθηκαν σε ισχύ με το ν. 4808/2021 αντεργατικά μέτρα τα οποία, επιτείνοντας τους εργασιοκτόνους περιορισμούς των μνημονιακών μέτρων, θίγουν θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα του Εργατικού Δικαίου της χώρας και επιφέρουν καίρια πλήγματα στο θεσμό των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και στο μοντέλο της ασφαλούς και αξιοπρεπώς αμειβόμενης εργασίας. Σειρά μέτρων αποδυνάμωσης της συνδικαλιστικής ελευθερίας και της συλλογικής προστασίας των εργαζομένων, με παράλληλη ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος και της ατομικής σύμβασης εργασίας επιβλήθηκαν σε ένα εργασιακό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον απαγορευτικό για τέτοιου είδους νομοθετικές παρεμβάσεις, εν μέσω παρατεινόμενης για δεύτερο χρόνο διακινδύνευσης της κοινωνίας από την πανδημία του κορωνοϊού, με όλες τις ήδη επελθούσες και αναμενόμενες στο μέλλον συνέπειες στην οικονομία, την εργασία και την κοινωνία.
Σε ένα περιβάλλον ακραίας ευελιξίας της αγοράς εργασίας και έντονης επισφάλειας του εργατικού δυναμικού της χώρας, που τροφοδοτείται από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, την εκτεταμένη χρήση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, την αποδιοργάνωση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και την απειλή της πανδημίας, το βασικό ρυθμιστικό πλαίσιο της εργασίας αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχει αντεργατικό και αντισυνδικαλιστικό προσανατολισμό και πλέον έντονα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά.
Τέλος, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε σε όλους την Πρωθυπουργική δέσμευση για αύξηση του κατώτατου μισθού για διπλάσιο ποσοστό του ρυθμού ανάπτυξης.