Γράφει η Νανά
Παπαϊωάννου
φιλόλογος-
λογοτέχνις
Μέσα στον συνεχή καταιγισμό πρωτόγνωρων καταστάσεων, εν πολλοίς οδυνηρών, που βιώνει η ανθρωπότητα, άπειρα “ΓΙΑΤΙ;;;” μας κατακλύζουν, καθώς παρατηρούμε με έντονο προβληματισμό, ανησυχία και σκεπτικισμό, απαλλαγμένοι από φοβικά σύνδρομα, τη νέα πραγματικότητα που προσπαθούν να μας επιβάλλουν “κάποιοι”. Τα πάντα υπό αμφισβήτηση, υπό κατάρρευση, σε ολισθηρό δρόμο οπισθοδρόμησης, προς μια κοινωνία άναρχη, χωρίς νομιμότητα, χωρίς ιδανικά, χωρίς αξίες. Λες και κατέχονται από στοιχεία παράνοιας, αφροσύνης και υπέρμετρης αυτοπεποίθησης όσοι κινούν τα νήματα αυτής της σκόπιμης και αυθαίρετης αλλαγής των πάντων. Στο όνομα της νέας “κανονικότητας” καταργούνται Συνθήκες Διεθνούς Δικαίου, Συνταγματικά κατοχυρωμένα, αναφαίρετα, ανθρώπινα δικαιώματα. Η ελευθερία σκέψης και έκφρασης υπό αμφισβήτηση, νέο μοντέλο ζωής προς επικύρωση, η αλήθεια πυροβολείται. (“ Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς”). Οι εχέφρονες και σκεπτόμενοι, που διαβλέπουν το κάθε τι με κριτική σκέψη, φαντάζουν από γραφικοί ως επικίνδυνοι. Οι ανά τον κόσμο νεόπλουτοι, δισεκατομμυριούχοι ή και τρισ-(άραγε με ποια “νόμιμα” μέσα η τόση συσσώρευση πλούτου;), με το προσωπείο του δήθεν “σωτήρα”, έχουν αποδυθεί σ’ έναν λυσσαλέο αγώνα ενάντια στις παραδεδομένες αξίες, τις πολιτιστικές παρακαταθήκες, ενάντια στις νενομισμένες αρχές, στην ίδια την ελευθερία του ανθρώπου. Στόχος τους να αλλάξουν τα πάντα στην μέχρι τώρα πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, να διαμορφώσουν το νέο μοντέλο του “μετανθρώπου”.
Άραγε, ΓΙΑΤΙ;
ΓΙΑΤΙ, άνθρωπε, όντας εν τιμή, ου συνήκες αλλά παρασυνεβλήθης τοις κτήνεσι; κατέχοντας αυτήν την εξέχουσα θέση ανάμεσα στα τόσα δημιουργήματα του Θεού, εσύ το εκλεκτό δημιούργημά Του, γιατί έγινες ένα με τα ανόητα και άλογα κτήνη;
ΓΙΑΤΙ ισοπεδώνεις ή ακόμα χειρότερα καταργείς την προσωπικότητα του άλλου, όποιος κι αν είναι αυτός, διαγράφεις την ταυτότητά του, τσαλακώνεις την αξιοπρέπειά του, χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή;
ΓΙΑΤΙ “άγεσαι και φέρεσαι” από τα πάθη σου, την κενοδοξία σου, τον αμοραλισμό σου, καταργώντας τον αυτοσεβασμό σου;
ΓΙΑΤΙ έχεις ανεβάσει τόσο ψηλά τον πήχυ, στηριγμένος στα πήλινα δεκανίκια μιας εφήμερης εξουσίας ή και οικονομικής ισχύος; Δεν σκέφτεσαι πόσο εύκολο είναι να βρεθείς από κει ψηλά, από τη μια στιγμή στην άλλη, στον αντίποδα, καθώς “τα πάντα ρει” και όλα αλλάζουν με το πέρασμα της επικαιρότητας;
ΓΙΑΤΙ γίνεσαι τόσο χαιρέκακος, μ’ ένα μαστίγιο στο χέρι, απειλώντας, εκφοβίζοντας, βιάζοντας και σκορπώντας γύρω σου τον πανικό και το θανατικό; Σκέψου πόσο φοβισμένος είσαι εσύ ο ίδιος, πόσο αδύναμος φαντάζεις μπρος στον καθρέφτη της αλήθειας, καθώς ζεις τον προσωπικό σου εφιάλτη και ξεθυμαίνεις πάνω στους άλλους, θεωρώντας τους υποτακτικούς σου. Ίσως, να μη βίωσες ποτέ αυτό το πανέμορφο αίσθημα ελευθερίας, της φιλικής διάθεσης και του σεβασμού προς τους άλλους και πάνω απ’ όλα προς τον εαυτό σου. Τι κρίμα!
ΓΙΑΤΙ έχεις ως όπλο το ψέμα, τη διαβολή και κάθε άνομο μέσο, προκειμένου να εξουδετερώσεις αυτούς που θεωρείς αντιπάλους σου; Θα σου διαφεύγει μάλλον ότι αυτά είναι όπλα του “Ανθρωποκτόνου”. Ξέρεις ποιον εννοώ, εξ ου και το όνομά του από το ρ.“διαβάλλω...”.
ΓΙΑΤΙ θέλεις να παραβάλλεσαι με το ανθρωπόμορφο τέρας της Ελληνικής Μυθολογίας, εκείνον τον Προκρούστη, που χαίρονταν, καθώς έβαζε πάνω σε σιδερένιο κρεβάτι τα θύματά του, αποτελειώνοντάς τα με φρικτά βασανιστήρια; Μήπως και αυτά που εσύ επιβάλλεις σ’ αυτούς που θεωρείς “υποτακτικούς” σου…, προπάντων, το μαρτύριο του ψυχαναγκασμού ή πειθαναγκασμού δεν είναι το ίδιο απάνθρωπα;
Θα σου διαφεύγει όμως πως, κάποια απρόσμενη στιγμή, θα ξεπροβάλλει από το ΠΟΥΘΕΝΑ ένας άλλος Θησέας και τότε, ίσως, να έχεις την ίδια τύχη με κείνον τον Προκρούστη, επειδή “μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις...”
ΓΙΑΤΙ περνιέσαι για υπεράνθρωπος, ενώ είσαι μια μαριονέτα που τα νήματά της κινούν κάποια αόρατα, ατσάλινα χέρια, που, όταν θα τους είσαι άχρηστος ή αχρείαστος, θα σε τσαλακώσουν, σαν τσιγαρόχαρτο, επειδή αυτή είναι η μοίρα αυτών που παίζουν άσχημα παιχνίδια…;
ΓΙΑΤΙ κατάντησες ένα άπληστο και αδηφάγο πλάσμα, που αναλώνει όλη του τη ζωή στη συσσώρευση πλούτου, νομίζοντας πως θα κερδίσει τον κόσμο όλο και θα βρει την ευτυχία; Για θυμήσου τι έπαθε εκείνος ο άμυαλος βασιλιάς Μίδας, που δε χόρταινε να μαζεύει χρυσάφι και ζήτησε από τον θεό που λάτρευε ό, τι έπιανε να γίνεται χρυσός; Έκανε και την κόρη του ένα άψυχο, χρυσό άγαλμα, όπως είναι και αυτοί που παραδίδουν την ψυχή τους σε κείνον που μπορεί να τους παρέχει τα βασίλεια όλου του κόσμου, με ακριβά, όμως, ανταλλάγματα…
“Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί, την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Ά δε ετοίμασας τίνι έσται;”. Αυτά και άλλα πολλά παθαίνουν όσοι ακουμπούν την καρδιά τους, νεκρωμένοι από συναισθήματα, στον πλούτο, στη γήινη και φθαρτή εξουσία (που τόσο διαφθείρει...), στα μάταια, υλικά αγαθά. Επειδή δεν έχουν σχέση με τα ουσιώδη, τα υπερφυσικά, τα πνευματικά, δεν “επικοινωνούν” με τον συνάνθρωπο τους, πόσο μάλλον με τον Δημιουργό τους. Το τίμημά τους η απόλυτη μοναξιά!
“Λυπήσου με, Κύριε, και στείλε τον Λάζαρο να δροσίσει το διψασμένο μου χείλι με την άκρη του δαχτύλου του, γιατί φλέγομαι μέσα σ’ αυτό το καμίνι- οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη- της απόλυτης μοναξιάς, μακρυά από Εσένα!”
Έλα στα συγκαλά σου, καημένε! Καιρός να αναλογιστείς το κακό που έχεις σκορπίσει γύρω σου, με την άμετρη εγωπάθειά σου, το μίσος και την εμπάθειά σου απέναντι στο καλό, στο ανθρωπιστικό ιδεώδες, στις πανανθρώπινες αξίες, στην αλληλέγγυη σχέση με τον συνάνθρωπο σου. Να’ ξερες πόση ευτυχία χαρίζει ένα χαμόγελο, ένα άπλωμα χεριού, μ’ ένα όμορφο λουλούδι, ένα πιάτο φαϊ σ’ έναν πεινασμένο, ένα μέτρημα των αστεριών στο ξέφωτο της καρδιάς σου, τις όμορφες και ξάστερες νυχτιές, όταν όλα τα πλάσματα της φύσης σιωπούν για ν’ ακούσουν το γλυκοκέλαδο αηδόνι; Μάθε ν’ αγαπάς την ομορφιά που υπάρχει γύρω σου κι αυτήν που έχεις θάψει μέσα σου, να συγκινείσαι από τον πόνο του διπλανού σου, να χαίρεσαι με τη χαρά του. Ίσως, τότε αισθανθείς και την ανάγκη ν’ αγαπήσεις σωστά τον εαυτό σου, να πλησιάσεις Αυτόν που γεννήθηκε σε μια φτωχική φάτνη, κάπου στη Βηθλεέμ, για να σε σώσει από τα φριχτά δεσμά της απόλυτης μοναξιάς σου και να μπορέσεις να ψάλλεις: “Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσομεν, λοιπόν, ένθα οδεύει ο αστήρ, μετά των Μάγων Ανατολής των βασιλέων...”, “Ο Αχώρητος παντί πώς εχωρήθη εν γαστρί...” και “και οι εν σκότει και σκια εύρομεν την Αλήθειαν!”
“ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!”
ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ