Γράφει ο
Χρήστος Ι. Σκούπρας
Φιλόλογος
– δρ. Παιδαγωγικών
Τα διηγήματα του βιβλίου ώρες αιώρες του Γιάννη Καισαρίδη (εκδόσεις Κέδρος), όπως εύστοχα έχει γραφτεί, αποτελούν «επιτύμβια πεζά» για τις απουσίες των ανθρώπων της πόλης. Εκτεταμένα κείμενα, μικροδιηγήματα, ιστορίες των ανθρώπων της πόλης και της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα, ακολουθούν τον ιστορικό χρόνο της γενέθλιας πόλης (απελευθέρωση από τους Τούρκους, Μεσοπόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Μεταπολίτευση) και συνθέτουν ένα ιδιαίτερο σύμπαν. Πολλά από τα κείμενα συνομιλούν μεταξύ τους δημιουργώντας την υποψία ότι συνιστούν κατά μία έννοια «μυθιστορηματική ύλη». Βέβαια, αυτή η υπόθεση εργασίας χρήζει ευρύτερης διερεύνησης για το πώς ο Καισαρίδης αντιμετωπίζει τα λογοτεχνικά είδη.
Με το σύνολο των βιβλίων του αλλά και με τη καινούρια συλλογή ο Καισαρίδης, μιλώντας για τις απώλειες των απλών ανθρώπων της πόλης, τροφοδοτεί το βλέμμα και τη σκέψη μας προς την συνειδητοποίηση της μαγείας της ζωής, αλλά, κυρίως, προς την ιερότητα του χώρου, επανορίζοντας κατά μία έννοια το συλλογικό εαυτό μας. Στο κείμενο με τίτλο «Σεβίζων αρχάγγελος της πόλης», που συνομιλεί οργανικά με το διήγημα « Ίριδες» γράφει: «Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε –στην πόλη γύρω μας- την ιερότητα του βλέμματος με όλο αυτόν τον ορυμαγδό που μας περιβάλλει και μας διαλύει; Τη διείσδυση στις εσωτερικότερες πτυχές του είναι των πραγμάτων και όχι στην κολακεία του φαίνεσθαι; Πώς θα καταφέρω να παρατηρώ μέσα στην πόλη τα πράγματα γύρω μου να διαστέλλονται και να συστέλλονται και, ακολουθώντας τη μυστική ζωή τους, να βρίσκω- και να εφευρίσκω- την ουσία τους και τα ερεθίσματά τους, την αρχέγονη ιερότητά τους με τη βοήθεια του ονείρου και της φαντασίας;»
Ο Καισαρίδης κοσμεί με τα κείμενά του τη δική του ασπίδα του Πρωτέα με ανεύρετους, χαμένους Γιάννηδες, Χρυσούλες και Μουσιάρηδες με σκοπό όχι τόσο να σκοτώσει τη Μέδουσα χωρίς να πετρώσει, αλλά όσο για να οξύνει το βλέμμα και τη φαντασία αντικρίζοντας την ομορφιά και το ιερό. Πατώντας στη σκιά και τον θάνατο αναζητά το φως και το ιερό. Η ιερότητα του χώρου και το παιγνιώδες της μνήμης του θανάτου αναδεικνύονται στα αριστοτεχνικά κείμενα , «Ίριδες», «Η λίμνη», «Σωτήρης και Μαριάνθη» κ.α.
Οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της ζωής και του θανάτου ανθρώπων της πόλης που φιλοτεχνεί ο Καισαρίδης εγείρουν πολλά ερωτήματα. Επιλέγω να παραθέσω δύο από αυτά, όχι για να συνθέσω απαντήσεις, αλλά για να στοχαστούμε για τις τυχόν επιλογές που προκρίνει ο αναγνώστης. Με ποιον τρόπο η τοπικότητα που αναδύεται από τις ιστορίες του βιβλίου Ωρες αιώρες παραπέμπει σε μια καθολικότητα που αφορά γενικά τους αναγνώστες της λογοτεχνίας; Το δεύτερο ερώτημα που μ’ απασχολεί σχετίζεται με το δημόσιο διάλογο σχετικά με τις χρήσεις της λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, εάν τα κείμενα του Καισαρίδη αναπαριστούν πετυχημένα, όπως υποστηρίζω, τη μυστική ζωή της πόλης, πώς θα μπορούσαν να αποτελούν σημείο αναφοράς για την ίδια την πόλη έτσι ώστε να διακινούνται ισότιμα με ό, τι αποτελεί μνημείο αυτού του τόπου; Οι απαντήσεις βέβαια δεν είναι εύκολες. Το πρώτο βήμα , βέβαια, και το πιο σημαντικό, θα προέλθει αφού διαβάσει κανείς το βιβλίο Ωρες αιώρες για να αναζητήσει τη δική του επιλογή ή να θέσει τις δικές του απορίες.