Του Γιάννη Μαγκριώτη
Τα κόμματα, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο στηρίζονται στην επικοινωνία, στην διαχείριση της καθημερινότητας και, στην αναζήτηση των αδύναμων πλευρών, των πολιτικών τους αντίπαλων.
Από την άλλη, όλο και περισσότερο, τα προβλήματα στις ανεπτυγμένες χώρες, γίνονται πιο πολύπλοκα, αφού οι αποφάσεις για την οικονομία, την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος, το περιβάλλον, δεν επηρεάζονται μόνο από τις επιλογές των τοπικών και εθνικών φορέων εξουσίας, αλλά αλληλοκαθορίζονται, από τις αποφάσεις άλλων χωρών, υπερεθνικών οργανισμών και κυρίως των ισχυρών αγορών.
Οι νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα οι τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας, οδηγούν και διαμορφώνουν το παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, μετέφερε σταδιακά την οικονομική, επικοινωνιακή και πολιτισμική εξουσία, κατ’ επέκταση και την πολιτική, στις ισχυρές επιχειρήσεις, με διεθνή παρουσία.
Οι αγορές χρήματος, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών και τροφίμων, κυριαρχούν στο νέο παραγωγικό μοντέλο.
Μαζί με τις αγορές φαρμάκων, υγειονομικών υπηρεσιών, υπηρεσιών παιδείας και στρατιωτικών εξοπλισμών, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας, και τα πεδία των νέων ανταγωνισμών.
Τις τελευταίες δεκαετίες άλλαξε ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας και η παγκόσμια ανάπτυξη δημιουργείται, από περισσότερες χώρες και σε περισσότερες περιοχές του πλανήτη.
Το δυτικό κεφάλαιο, με την ισχύ των δυτικών χωρών και τις εγγυήσεις των διεθνών εμπορικών συμφωνιών, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, και ιδιαίτερα της επικοινωνίας, εκμεταλλεύτηκαν το κοινωνικό και περιβαντολλογικό ντάμπινγκ, που τους πρόσφεραν μεγάλες πληθυσμιακα χώρες, με αυταρχικά καθεστώτα, προσφέρουν πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για τις χώρες αυτές, απασχόληση και εισοδήματα, σε τμήματα των κοινωνιών αυτών.
Οι χώρες αυτές, δημιούργησαν ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε πολλά αγαθά, τα τελευταία χρόνια και σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας, έναντι των δυτικών χωρών, συσσώρευση κεφαλαίου και, μεγάλα κέρδη για τις πολυεθνικές.
Έφεραν όμως και συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού, της απασχόλησης και του κοινωνικού κράτους, των ανεπτυγμένων χωρών.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το δυτικό φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα, με την οικονομία της αγοράς, πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημιούργησε πολλές θέσεις απασχόλησης, έχτισε ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Την στρατηγική αυτή την υιοθέτησαν τόσο τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όσο και τα Συντηρητικά. Οι ευκαιρίες για τις δυνάμεις του κεφαλαίου ήταν μεγάλες, όμως μεγάλη και η πίεση από τα ισχυρά εργατικά συνδικάτα, μεγάλος και ο ιδεολογικός ανταγωνισμός από τον κρατικό καπιταλισμό των λεγόμενων Σοσιαλιστικών χωρών, γιαυτό και τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση.
Μετά την δεκαετία του ‘70 και τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις, η ανέμελη πορεία των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, τελείωσε, βεβαίως ακόμη πιο προβληματική ήταν η πορεία των ανατολικών χωρών, που οδήγησε και στην κατάρρευσή τους.
Το δυτικό κεφάλαιο αναζήτησε νέες αγορές για την επέκταση και την αναπαραγωγή του και τις βρήκε στις πολυπληθείς χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ασίας.
Το τίμημα της επανάκτησης της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών της Δύσης, είναι πολύ μεγάλο για τα μεσαία παραγωγικά και εισοδηματικά στρώματα, τους εργαζόμενους, το κοινωνικό κράτος, τους εργαζόμενους, και τους νέους.
Αν, στα προβλήματα αυτά, προσθέσουμε την κλιματική κρίση, που προκαλούν οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες, το δημογραφικό πρόβλημα και τα συνεχή και πυκνά μεταναστευτικά ρεύματα, από τις φτωχές χώρες προς τις πλούσιες, τότε εύκολα θα καταλάβουμε την κρίση των φορέων της κοινωνικής και πολιτικής αντιπροσώπευσης, στις ανεπτυγμένες χώρες.
Η κρίση αυτή, είναι πιο μεγάλη για τα μεσαία παραγωγικά στρώματα και εισοδήματα, τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και, φυσικά τους νέους.
Γιαυτό και η κρίση της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης αυτών των κοινωνικών ομάδων, είναι πιο μεγάλη.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος της υποχώρησης των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που είναι και οι κύριοι εκπρόσωποι αυτών των κοινωνικών ομάδων.
Μάλιστα, όταν τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είναι στην εξουσία είτε αυτοδύναμα είτε σε συμμαχικά σχήματα με τα συντηρητικά, και υλοποιούν αυτές τις στρατηγικές, η υποχώρησή τους είναι ακόμη πιο μεγάλη.
Η χώρα μας, λόγω και της δικής της πολύπλευρης κρίσης τα τελευταία χρόνια, είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Η συντηρητική παράταξη είναι η κυρίαρχη, η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, βρέθηκε στα όρια της εξαφάνισης και, τις συρρικνωμένες και καθημαγμένες κοινωνικές ομάδες της κρίσης, τις εξέφρασε η Ριζοσπαστική Αριστερά, όπως αυτοαποκαλείται ο Σύριζα.
Το μέγεθος της κρίσης, δεν του επέτρεψε να υλοποιήσει το πρόγραμμα, με το οποίο εκλέχτηκε, ως πρώτο κόμμα. Η κυβερνητική συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμένου, ένα υπερσυντηρητικό κόμμα, δεν άφηνε περιθώρια για το κοινωνικό και πολιτικό αποτελέσματα της κυβερνητικής συμμαχίας. Μια δήλωση του κ. Τσίπρα στην βουλή: «Δεν είπαμε ψέματα, μπορεί να είχαμε αυταπάτες», καταδεικνύει, το μέγεθος της αυτοκριτικής και της κατανόησης της δύσκολης πραγματικότητας, που τα προεκλογικά συνθήματα δεν την ακουμπούσαν.
Το κόμμα του Πάνου Καμένου, δημιούργημα των αποτελεσμάτων της κρίσης, δηλαδή της συνάντησης της απόγνωσης και του θυμού, ενός τμήματος της κοινωνίας και του δημαγωγικού λόγου του Αρχηγού του, διαλύθηκε κάτω από την καθολική διάψευση των υποσχέσεων της ηγεσίας του.
Ο Σύριζα, κατανοώντας ότι, η εκρηκτική ανάπτυξή του, θα υποχωρούσε δραστικά, μετά την κυβερνητική του θητεία και την ανάλογη διάψευση των δικών του υποσχέσεων, προσπαθεί να μετεξελιχθεί σε ένα Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με αριστερή ρητορική.
Το αν, θα το πετύχει, εξαρτάται από τον ίδιο το Σύριζα, αλλά και από την επόμενη ημέρα του Κινήματος Αλλαγής.
Το Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ, για να διεκδικήσει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο, θα πρέπει:
1. Να αποβάλλει την συντηρητική εκδοχή της Σοσιαλδημοκρατίας, που είχε υιοθετήσει, όπως όλα τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της ΕΕ, που μπορεί σε κάποιες πλευρές της, την πρώτη περίοδο να ήταν χρήσιμη για την χώρα και την κοινωνία, όμως στην συνέχεια ενσωματώθηκε αντικειμενικά, σε μια συντηρητική ατζέντα.
2. Να ερμηνεύσει τις πολύπλοκες και δύσκολες εξελίξεις, στο παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό πεδίο, ειδικά τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, που διαμορφώνουν ένα νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον, με μεγάλες επιδράσεις στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Να συγκροτήσει, μια νέα Εθνική Στρατηγική, για τα εθνικά μας συμφέροντα, την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, που θα μπορεί να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, την επιθετική αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, που διεκδικεί τον ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης.
3. Να διεκδικήσει να πιστωθεί, την θετική του προσφορά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, μακράν της καλύτερης περιόδου της Ελλάδας, όπως και την θετική του προσφορά στην αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και να αποδεχθεί τις δικές του ευθύνες, τόσο στην δημιουργία της κρίσης, όσο και στην διαχείρισή της.
4. Να αποφασίσει, πιο κοινωνικό και παραγωγικό μοντέλο έχει ανάγκη η χώρα και, μπορεί η υιοθέτησή του, να συμβάλει στην ανάπτυξή της, ποιες κοινωνικές ομάδες θα το δημιουργήσουν και, ποιες θέλει να εκπροσωπήσει. Δηλαδή μια ολοκληρωμένη στρατηγική, βιώσιμης και πράσινης ανάπτυξης, με περιφερειακή σύγκλιση και κοινωνική συνοχή.
Μόνο έτσι θα μπορέσουν, η νέα ηγεσία του, τα στελέχη και τα μέλη του, να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο Ριζοσπαστικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ένα νέο οραματικό ρεαλισμό, που θα πετύχει να αναδιατάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς, την κομματική γεωγραφία και, να συμβάλει αποτελεσματικά στην απομάκρυνση από την εξουσία της ΝΔ, του βασικού εκφραστή της συντηρητικής παράταξης, που ιδιαίτερα στην σημερινή της εκδοχή, με την πολιτική που ασκεί, ενισχύει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που είναι ήδη εκρηκτικές.