Η 20η Νοεμβρίου είναι η ημερομηνία κατά την οποία το 1959 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Είναι επίσης η ημερομηνία της υπογραφής της Διεθνούς σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1989, από 193 κράτη παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα παιδιά, μετατρέποντάς τους από παθητικούς αποδέκτες φιλανθρωπίας σε ανθρώπινα όντα με ένα ξεχωριστό σύνολο δικαιωμάτων.
Διαβάζοντας κάποιο σχετικό κείμενο, αμέσως «ξεδιπλώθηκε» στη σκέψη μου η εικόνα της μητέρας μου να με προτρέπει με πάθος: «Χειροκρότησε, χειροκρότησε δυνατά! Περνάνε τα παιδιά της Παιδόπολης!», καθώς παρακολουθούσαμε την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, το 1968. Το έκανα, εμπιστευόμενος την κρίση της μητέρας μου, παρόλο που με κατέτρωγε η απορία: «Τι είναι τα παιδιά της Παιδόπολης;». Είναι, νομίζω, μια κατάλληλη συγκυρία να κάνουμε μια μικρή αναφορά* στο θέμα, αγαπητοί φίλοι.
[ * Για εκτενέστερη και βαθύτερη μελέτη προτείνονται:
Δαλιάνη, Μ. & Mazower, Μ. (2003). «Παιδιά στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου: οι ενήλικες του σήμερα», στο: Mazower, M. (επιμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943 - 1960, Αλεξάνδρεια
Γ. Ατζακάς (2008), «Θολός Βυθός», εκδ. Άγρα.
Αντωνία Χαρίση (2017), «Παιδόπολη «Καλή Παναγία»: Εκεί που η ιστορία συνάντησε τα παιδιά», ΕΜΙΠΗ ]
Τον Ιούλιο του 1947 κι ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη ανακοίνωσε την οργάνωση ενός πανελλήνιου εράνου με σκοπό να βοηθηθούν, σύμφωνα με το διάγγελμα της, οι βόρειες ελληνικές επαρχίες. Η Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος, όπως ονομάστηκε η επιτροπή του εράνου, χρηματοδότησε την ίδρυση ενός δικτύου 53 παιδοπόλεων, όπου φιλοξενήθηκαν (χωρίς παραταξιακές διακρίσεις) ορφανά ή απροστάτευτα παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές της χώρας. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβανόταν η Παιδόπολη «Καλή Παναγιά», η οποία λειτούργησε στις πλαγιές του Βερμίου έως και το 1986, στον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Δοβρά.
Πιο συγκεκριμένα, το 1947 σε έκταση της μονής χτίστηκε ένα σύνθετο κτηριακό συγκρότημα από το Διεθνές Κομιτάτο του Ερυθρού Σταυρού σε συνεργασία με την Αποστολή της Ελβετικής Δωρεάς, για την περίθαλψη των ορφανών και άπορων Ελληνόπουλων των κατεστραμμένων από τις πολεμικές συγκρούσεις χωριών. Απ’ τον επόμενο χρόνο φιλοξένησε αγόρια από διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως ορφανά του εμφυλίου πολέμου.
Οι εγκαταστάσεις περιλάμβαναν δύο μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα που διαβιούσαν 400 περίπου παιδιά ηλικίας 5 έως 17 ετών. Ήταν κατασκευασμένα από ξύλο με πολλά παράθυρα και κεραμιδένιες στέγες. Κάθε συγκρότημα διέθετε ένα ειδικό κτήριο-βιβλιοθήκη, στο οποίο υπήρχαν πολλά βιβλία για την μελέτη και την ψυχαγωγία των παιδιών. Οι θάλαμοι των παιδιών χωρίζονταν μεταξύ τους με ξύλινο διαχωριστικό ως το ταβάνι και στους ενδιάμεσους χώρους είχαν τοποθετηθεί διπλά σιδερένια κρεβάτια και φωριαμοί, όπως ακριβώς στους στρατώνες. Συμπεριλαμβάνονταν κοινές βρύσες για το πρωινό πλύσιμο, τουαλέτες και κοινά λουτρά με πολλά ντους-για όλα τα παιδιά μιας ομάδας- με ζεστό νερό που θερμαινόταν με ξύλα. Υπήρχαν ακόμη ιατρείο και αναρρωτήριο, όπου ο γιατρός και οι νοσοκόμες φρόντιζαν για κάθε ασθένεια ή ατύχημα των παιδιών, εστιατόριο και διάφορα εργαστήρια.
Πανοραμική εικόνα της παιδόπολης «Καλή Παναγιά» (Πηγή Εφήμερος Λόγος)
Το καθημερινό πρόγραμμα ξεκινούσε με εγερτήριο υπό τον ήχο σάλπιγγας νωρίς το πρωί, στρώσιμο των κρεβατιών, πλύσιμο στις βρύσες, ντύσιμο, επιθεώρηση, έπαρση σημαίας, πρωινό ρόφημα, σχολείο, δεκατιανό, κ.λπ. Στις διαδικασίες συμπεριλαμβάνονταν οι τιμωρίες (τα πρώτα χρόνια συχνά σωματικές) και οι αγγαρείες, που χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα και με τις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής, ως μέσο διαπαιδαγώγησης των παιδιών.
Το Σάββατο, μετά το σχολείο, γίνονταν γενική καθαριότητα, μπάνιο στα ομαδικά λουτρά και ακολουθούσε ξεκούραση. Τις Κυριακές τα παιδιά εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Ι. Μονής Δοβρά κι έπειτα ψυχαγωγούνταν στις λέσχες-αναγνωστήρια με βιβλία, επιτραπέζια παιχνίδια ή με εξωτερικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο, όποτε οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν.
Το προσωπικό της παιδόπολης αρχικά ήταν μόνο διοικητικό και βοηθητικό με επικεφαλής τον Διευθυντή. Στη διοικητική πυραμίδα ακολουθούσε η Αρχηγός, η υπαρχηγός και οι ομαδάρχες/ισσες, που ήταν έμμισθοι υπάλληλοι του Υπουργείου Πρόνοιας. Αξίζει να σημειωθεί ότι (σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών) διακατέχονταν από συναισθήματα αγάπης προς αυτά.
Στην αυλή του Σχολείου «Καλής Παναγιάς». (Αρχείο: Αηδονίδη Χρήστου)
Από το 1950 έως το 1983 λειτούργησε στον χώρο και το Δημοτικό Σχολείο «Καλής Παναγιάς». Το κτήριο του σχολείου βρίσκονταν στο χαμηλότερο σημείο της παιδόπολης, στην άκρη ενός πολύ μεγάλου γηπέδου, το οποίο χρησίμευε και για αυλή του. Ήταν 6/θέσιο με μεγάλο αριθμό μαθητών (σε κάθε τάξη αναλογούσαν περισσότεροι από 50 μαθητές). Ο διορισμός των δασκάλων, η χρηματοδότηση της Σχολικής Εφορείας, το ωράριο και το πρόγραμμα λειτουργίας του καθορίζονταν από το Υπουργείο Παιδείας, στο οποίο ανήκε. Τα διδασκόμενα μαθήματα και τα βιβλία ήταν τα ίδια με των άλλων σχολείων, όπως και οι εκδηλώσεις στις εθνικές επετείους και τις θρησκευτικές εορτές. Οι μαθητές του έπαιρναν μέρος στις εθνικές παρελάσεις στη Βέροια, όπου «τιμής ένεκεν» είχαν το προβάδισμα έναντι των άλλων σχολείων.
Ιανουάριος 1957. Υγιεινή δοντιών. Δ. Χαρισιάδης, φωτογράφος. Συλλογή Μουσείου Μπενάκη.
Τακτοποίηση ενδυμάτων στον φωριαμό Δ. Χαρισιάδης, φωτογράφος. Συλλογή Μουσείου Μπενάκη
Οι απολυόμενοι έδιναν εξετάσεις στη Βέροια μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές για την εισαγωγή τους στο γυμνάσιο. Αν πετύχαιναν, μεταφέρονταν στην Παιδόπολη «Αγ. Δημήτριος» Ωραιοκάστρου για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο, αλλιώς στην Παιδόπολη του «Άγιου Ανδρέα» για να μάθουν μια τέχνη.
Η παιδόπολη «Καλής Παναγιάς» ήταν τόπος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την τοπική κοινωνία. Ιδιαίτερα οι γιορτές τελούνταν με μεγάλη επισημότητα, καθώς συμμετείχαν πολλές προσωπικότητες της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Βέροιας. Βέβαια άλλοι παρευρίσκονταν από πραγματικό ενδιαφέρον και φιλανθρωπία κι άλλοι για χάρη της δημοσιότητας…
Μάθημα σε εργαστήριο της Παιδόπολης «Καλή Παναγιά». Δ. Χαρισιάδης, φωτογράφος. Συλλογή Μουσείου Μπενάκη.
Τραπεζαρία-άνω συγκρότημα-φαγητό (Από το βιβλίο της Αντωνίας Χαρίση)
Ένας οικότροφος θυμάται:
«Στην “Καλή Παναγιά” ζήσαμε με τον Μάκη και τα αδέλφια μας, τον Κώστα και τον Ανέστη, περίπου 4 χρόνια μαζί. Το 1950-1951 βρεθήκαμε μαζί στην Γ΄ τάξη του Δημοτικού και καθίσαμε στο ίδιο θρανίο. Ήδη με τον Εμφύλιο είχαμε χάσει μια χρονιά. Όπως ήμασταν καχεκτικοί και μικρόσωμοι, εκείνα τα παλιά θρανία με λίγο στρίμωγμα μπορούσαν να χωρέσουν και τρία παιδιά μαζί. Είχαμε λοιπόν και τον Σπύρο τον Σ…… συμμαθητή στο ίδιο θρανίο με τον Μάκη.
Η ομάδα μου, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στο κάτω Συγκρότημα (δεύτερη από αριστερά-με φόντο το χωριό) είχε παιδιά όλων των ηλικιών. Το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες ομάδες, ώστε τα μικρά να συμβιώνουν με τους μεγάλους στην ηλικία, σαν αδέλφια…
Η κυρία Χρυσούλα Κωστή, η δασκάλα μας ήταν μια απίθανα ευγενική και χαμογελαστή δεσποινίδα που μας αγαπούσε, όχι μόνο γιατί ήμασταν ορφανά, αλλά και επειδή διαβάζαμε και ήμασταν οι καλύτεροι μαθητές της τάξης.
Μάθημα στο Σχολείο «Καλής Παναγιάς» (Αρχείο Λέοντα Γερασίμου)
Περνούσαμε από μια τάξη στην άλλη δίνοντας γραπτές εξετάσεις! Στην Ε’ τάξη είχαμε τον κ. Νικηφορίδη, ένα βέρο πόντιο με γκρίζα μαλλιά, ενώ στην Στ’ τάξη είχαμε τον κ. Σπύρο Παντρεμένο, ένα πολύ υπεύθυνο και αγαπημένο δάσκαλο.
Όταν κατεβήκαμε στη Βέροια στα 1954, μετά το τέλος του Δημοτικού σχολείου, να δώσουμε εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο-τότε δίναμε γραπτά και προφορικά- αν και αριστούχος εγώ δεν κατάφερα να περάσω στο Γυμνάσιο! Σε πανελλαδική κλίμακα, τα παιδιά είχαμε αποτυχία 40%, κάτι που μάλλον έδειχνε το αριστοκρατικό πνεύμα που κυριαρχούσε τότε στην Παιδεία: όποιος ήταν καλά προετοιμασμένος και οι γονείς του είχαν λεφτά σπούδαζε.
Υπουργός Παιδείας ήταν κάποιος Γεροκωστόπουλος.
Όταν η κα Στεφανίδου, η αρχηγός της “Καλής Παναγιάς” μας ανακοίνωσε την αποτυχία μας, μόνο που δεν άνοιξε η γης να με καταπιεί! Δεν μπόρεσα ούτε ένα λυγμό να βγάλω, ούτε να ξεσπάσω σε δάκρυα.
Ο Πρόδρομος (ο Μάκης) που πέρασε στο Γυμνάσιο, και βρισκόταν δίπλα μου σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή της ζωής μας, ξέσπασε σε γοερό κλάμα, για… λογαριασμό μου!
Έπειτα χωρίσαμε. Αυτός πήγε στην Παιδόπολη του “Αγ. Δημητρίου” στη Θεσσαλονίκη για το Γυμνάσιο, ενώ εγώ βρέθηκα στην Παιδόπολη του “Αγ. Ανδρέα” κοντά στη Ραφήνα, για να μάθω την οικοδομική τέχνη.
Για ένα χρόνο (1954-1955) δεν τα είπαμε! Ίσως να αλληλογραφούσαμε που και που.
Τον επόμενο χρόνο, με την επιμονή μου για τα γράμματα, καταφέραμε εκ παραλλήλου με την τέχνη να ξαναδώσουμε, με άλλα παιδιά, εξετάσεις στην Αθήνα. Πέρασα στο Γυμνάσιο. Οπότε ξαναβρεθήκαμε στον “Άγ. Δημήτριο Θεσσαλονίκης” (Βαρδάρι) και ξαναείδα τον Πρόδρομο, αλλά μια τάξη μεγαλύτερό μου». (Στ.Γ.Κ.)
Επετειακή παρέλαση του Σχολείου «Καλή Παναγιά». Βέροια δεκαετία ‘60 (Πηγή Εφήμερος Λόγος)
Γενικότερα οι παιδοπόλεις είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, που προκαλεί ως σήμερα έντονες διαμάχες, τόσο για τη σκοπιμότητα της ίδρυσής τους και τις συνθήκες διαβίωσης, όσο και για τη μετέπειτα τύχη των παιδιών που φιλοξένησαν ή για άλλους κατακράτησαν…
Αντί για σπινθήρας αντιλογίας όμως, το σημερινό αφιέρωμα φιλοδοξεί να γίνει αφορμή για εκδηλώσεις έμπρακτης (κατά τη δύναμη καθενός) ευαισθησίας. Και στις μέρες μας υπάρχουν παιδιά που έχουν ανάγκη να μεγαλώσουν με αγάπη, σεβασμό κι ασφάλεια σε έστω και μη τυπικό «οικογενειακό» περιβάλλον, το οποίο έχουν δεσμευθεί και αφιερωθεί να παρέχουν μέλη αρκετών αναγνωρισμένων φιλανθρωπικών σωματείων ΜΗ κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως: τα «παιδικά χωριά SOS», το «Χαμόγελο του παιδιού», η «Κιβωτός του Κόσμου» κ.α.